Γιώργος Κουβάκις: Επιλογές από μια τριαντάχρονη διαδρομή
Στη γνωριμία με τη δημιουργική πορεία του ζωγράφου Γιώργου Κουβάκι μέσα στην τριακονταετία 1986-2017 προσκαλεί τον επισκέπτη η αναδρομική έκθεση 40 επιλεγμένων έργων του, που τα περισσότερα παρουσιάζονται για πρώτη φορά, η οποία φιλοξενείται μέχρι τις 4 Νοεμβρίου στην γκαλερί Ευρίπίδη.
Με μια πρώτη ματιά, έχεις την αίσθηση πως βλέπεις έργα διαφορετικών ζωγράφων –συντελεί σε αυτό και ο ίδιος ο χώρος, που επιτρέπει τη συγκρότηση ξεχωριστών ενοτήτων. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, αναγνωρίζεις σιγά-σιγά τις κοινές θεματικές, τις «εμμονές» του καλλιτέχνη.
Τη φύση, σε μια αέναη διαδικασία φθοράς (κι όμως, σχεδόν τίποτε δεν θυμίζει τοπιογραφία στο έργο του), την εγκλωβισμένη, από ποικίλους καταναγκασμούς, ανθρώπινη μορφή και, πάνω απ’ όλα, την εμμονή στα υλικά του, που συμπαρατίθενται σε αλλεπάλληλες στρώσεις, ακόμη και εκεί που δύσκολα θα το φανταζόταν κανείς.
«Αλλάζω συνέχεια, δεν μπορώ να εγκλωβιστώ» λέει. Παρατηρώ ότι, αντίθετα, εγκλωβίζει τους ανθρώπους στο έργο του, όπως οι δύο μορφές που κυριαρχούν, ασφυκτιώντας, θαρρείς, ανάμεσα στις κολόνες ενός αρχαιοελληνικού ναού. «Είναι η εκδίκηση της φύσης», απαντά, «το ξύλο γίνεται χαρτί που εγκλωβίζει τον άνθρωπο στο έργο», χαϊδεύοντας απαλά τις μεγάλες κάθετες συνθέσεις «κορμών» που πλαισιώνουν στον ίδιο χώρο τις εγκλωβισμένες μορφές.
Με προτρέπει να αγγίξω το έργο, προκειμένου να αισθανθώ τις επάλληλες στρώσεις των υλικών: «Το χαρτί και η γάζα είναι αθάνατα υλικά, μη φοβάστε». Οι κορμοί του αυτοί αποτελούνται από τμήματα μιας ενιαίας τοπιογραφίας, που ο ίδιος ζωγράφισε και στη συνέχεια έκοψε σε λωρίδες, για να σχηματίσει μια σκοτεινή αλλά εξαιρετικά γοητευτική σύνθεση.
Τα τοπία του, που καταλαμβάνουν έναν ακόμη χώρο της έκθεσης, έχουν πάντα έντονο το στοιχείο της φθοράς. Δείχνει έναν ουρανό πυρπολημένο από τη φωτιά και την καταστροφή. «Αρχικά ήταν χρυσός», λέει, δουλεύοντάς τον όμως προκειμένου να αποδώσει την αντανάκλαση της φωτιάς απόκτησε ένα απόκοσμο χρώμα σέπια. «Δεν μπορώ να ζωγραφίσω γαλάζιους ουρανούς και τέτοια», χαριτολογεί.
Στην πραγματικότητα τα έργα του Γιώργου Κουβάκι κινούνται στο όριο της παραστατικής ζωγραφικής, χωρίς όμως να το ξεπερνούν. Το ίδιο ισχύει ακόμα και για τα «Lud», τα «παιχνίδια» του, που θυμίζουν ιδεογράμματα, μπορούν να κρύβουν όμως μέσα τους και αυτά ανθρώπινες μορφές.
«Όταν τηλεφωνώ», εξηγεί, «παίζω με το μολύβι, κάνοντας διάφορα σχέδια, όπως όλοι μας. Είχα μαζέψει πολλά τέτοια σχέδια κι ένα καλοκαίρι άρχισα να τα ξεσκαρτάρω και να τους προσθέτω περιγράμματα. Τα σχήματα που βγήκαν τα ξαναδούλεψα και έφτασα σε φόρμες που είναι γλυπτικές, μπορούν να σταθούν στο χώρο σαν όγκοι». Όσο κι αν είναι προϊόν μιας αρχικά αφηρημένης κίνησης, πρόκειται για 23 συγκεκριμένες μορφές που επαναλαμβάνονται σε διάφορους συνδυασμούς. «Για κάποιο περίεργο λόγο δεν μπορώ να βγάλω άλλες!»
Έργα χαρούμενα, παιχνιδιάρικα όπως και το όνομά τους, φιλοτεχνημένα σε τόνους του άσπρου και του μαύρου, θυμίζουν και αυτά ανθρώπινες μορφές: «Αυτό εδώ το βλέπω σαν μια μητέρα με το παιδί της, το άλλο σαν κοριτσάκι με κοτσίδες», λέει ο Γιώργος Κουβάκις, που δεν κρύβει την επιθυμία του να μετατρέψει σε γλυπτά κάποιες από αυτές.
Λίγο παραδίπλα, σε έναν κάπως απομονωμένο χώρο, δεσπόζει ένας πιερότος, μια αναφορά στη σειρά φωτογραφιών του Γάλλου Félix Nadar (1854), που δίνει και το όνομά του («Nadar») στο έργο. Στο πλάι τέσσερις προσωπογραφίες, που θυμίζουν έντονα πορτρέτα Φαγιούμ, μισοκαλυμμένα με γάζες, όλα σε σέπια, αποδίδουν εξαιρετικά την αίσθηση της νεκρικής (;) φθοράς… Απέναντί τους μία αφηρημένη σύνθεση όπου και πάλι κυριαρχούν οι γάζες…
Ονομάζει τον χώρο αυτόν «παρεκκλήσι» και, πράγματι, τα έργα του είναι τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να θυμίζουν παρόμοια την εικονογραφική διάταξη: «Ο Χριστός, οι τέσσερις ευαγγελιστές και απέναντι η Ιερά Σινδόνη», λέει, διευκρινίζοντας ότι, προφανώς, δεν απεικονίζονται αυτοί…
Ο ίδιος παραδέχεται ότι το έργο του «βυζαντινίζει» («τα χρώματα, η σέπια, οι γάζες, το αποτύπωμα»), κάτι που αποδίδει στις προσλαμβάνουσες από τη γενέθλια Θεσσαλονίκη. Στην παρατήρηση για την αίσθηση της φθοράς που κυριαρχεί, απαντά γελώντας: «Δεν ξέρω αν θα μας άρεσε η Αφροδίτη της Μήλου αν ήταν ολόκληρη, αν ήταν τέλεια… Αλλά και οι εικόνες της Παναγίας που λένε πως δακρύζουν, ξέρετε εσείς καμιά καινούργια εικόνα να δακρύζει; Μόνο οι παλιές το κάνουν!»
• Ο Γιώργος Κουβάκις γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1946. Από μικρή ηλικία βρέθηκε σε επαφή με τον χώρο των γραφικών τεχνών («Είμαι μέσα στη ζωγραφική από πέντε χρόνων», λέει ο ίδιος). Εξέθεσε για πρώτη φορά το 1978 και έκτοτε έχει παρουσιάσει το έργο του σε 22 ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.