Ο Φάρος στο Θέατρο Αθηνών – Θέατρο συνόλου, σπουδαίες ερμηνείες
Είναι τόσο καλές οι ερμηνείες του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, του Νίκου Ψαρρά, του Προμηθέα Αλειφερόπουλου και του Αιμίλιου Χειλάκη στον «Φάρο» (πρωτότυπος τίτλος «The Seafarer», 2006) του Κόνορ Μακφέρσον, που το έργο μοιάζει να λειτουργεί σαν δευτερευούσης σημασίας αφορμή γι’ αυτήν την εξαιρετική, ως προς το επίπεδο της υποκριτικής, συνάντηση. Άλλωστε τα ιρλανδέζικα στοιχεία του, που ο μέσος θεατής δεν οφείλει να γνωρίζει, εμποδίζουν την πρόσληψη του «Φάρου» στην κατεύθυνση που ο συγγραφέας υποδεικνύει (μέσα από τις πολλές συνεντεύξεις του). Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Η σκηνή ανοίγει στο καθιστικό του σπιτιού των Χάρκιν σ’ ένα παραθαλάσσιο προάστιο του Δουβλίνου. Παντού γύρω υπάρχουν τεκμήρια ολονύχτιας κραιπάλης με ποτά κάθε λογής. Γρήγορα μαθαίνουμε ότι αυτοί που έπιναν ακατάπαυστα ήταν ο Ρίτσαρντ Χάρκιν (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) -που πρόσφατα έχασε την όρασή του, συνέπεια αυτοκινητιστικού ατυχήματος- και ο φίλος του ο Ιβάν (Νίκος Ψαρράς). Σ’ όλο το έργο, καθόλη τη διάρκεια, δηλαδή, της παραμονής των Χριστουγέννων, ο Ιβάν δεν μπορεί να βρει τα γυαλιά και ως εκ τούτου βλέπει στο περίπου. Να το, το πρώτο μοτίβο του «Φάρου»: όχι η τύφλωση αλλά η τυφλότητα.
Λίγο καιρό πριν επέστρεψε στο σπίτι ο μικρότερος αδελφός του, ο Σάρκι (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), που δούλευε σε άλλη περιοχή, αναλαμβάνοντας να τον φροντίζει. Όπως και οι άλλοι δύο, έχει πρόβλημα αλκοολισμού αλλά εδώ και δύο μέρες έχει αποφασίσει να το κόψει.
Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Νίκος Ψαρράς, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Στο πρώτο μέρος του έργου η νατουραλιστική διάσταση είναι σαφής: πρόσωπα της εργατικής τάξης, με καταστραμμένες ζωές, που πίνουν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Παραιτημένοι, με βία που υφέρπει στη συμπεριφορά τους, χωρίς τίποτα ουσιαστικό να δίνει αξία στη μέρα τους, σώζονται μέσα από την τελετουργία της οινοποσίας. Το γεγονός ότι είναι παραμονή Χριστουγέννων εντείνει την απουσία κάθε είδους πνευματικότητας, την έλλειψη οποιασδήποτε θετικής προοπτικής.
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Ο Κόνορ Μακφέρσον είχε πρόβλημα αλκοολισμού, που ξεπέρασε –η γέννηση της κόρης του υπήρξε λύτρωση και φως στη ζωή του. Παραμένει ευαίσθητος, ωστόσο, σ’ αυτό το «εθνικό», ιρλανδέζικο πρόβλημα. Πριν το «Φάρο» είχε γράψει άλλωστε και το «Dublin Carol» (2000), με βασικό ήρωα έναν αλκοολικό σε φάση απεξάρτησης, πάλι παραμονή Χριστουγέννων. Ο ίδιος αποδίδει το υψηλό ποσοστό αλκοολικών στην Ιρλανδία, φαινόμενο που έχει να κάνει με γενετικά, κοινωνιολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, στο ότι οι Ιρλανδοί αυτοπροσδιορίζονται ως «θύματα» καθώς η χώρα τους είναι από τον 12ο αι. υποτελής (πρώτα στους Νορμανδούς, μετά στους Άγγλους). Αν και λαός αρχαίος, η Δημοκρατία της Ιρλανδίας ως αυτόνομο κράτος υπάρχει από το 1949.
Kωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.
Ένα δεύτερο στοιχείο που εξηγεί κατά τον Μακφέρσον την βεβαρυμένη ψυχοσύνθεση των Ιρλανδών συνδέεται με τον Καθολικισμό. Κατά σχεδόν 90% οι Ιρλανδοί είναι πιστοί Καθολικοί. Ο καθολικισμός καλλιεργεί το αίσθημα της ενοχής για να κρατάει το ποίμνιο κοντά στην Εκκλησία. Προβάλλοντας την αμαρτία ως φυσική ανθρώπινη κατάσταση και επιβάλλοντας, ως βασική υποχρέωση, την εξομολόγηση σε τακτά χρονικά διαστήματα (όσο πιο συχνά, τόσο πιο καλά), οδηγεί σε μια ιδιαίτερη ψυχοσυναισθηματική καθήλωση, ενοχής, ήττας και παραίτησης.
Ο καθολικισμός, ωστόσο, δεν αλλοίωσε τη μυστικιστική κελτική φύση των Ιρλανδών, των οποίων η παράδοση είναι γεμάτη από ιστορίες με ξωτικά, δαίμονες, φαντάσματα. Αρκετές εξ αυτών συγκέντρωσε ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς σε δύο τόμους το 1888 και το 1892 (στα ελληνικά κυκλοφορεί μία επιλογή 34 ιστοριών με τίτλο «Παραμύθια και Παραδόσεις της Ιρλανδίας» από τις εκδόσεις Εστία). Ακόμη και σήμερα οι Ιρλανδοί παραμένουν δεισιδαίμονες και προληπτικοί, και εξακολουθούν να αγαπούν ιδιαιτέρως ιστορίες με υπερφυσικά πλάσματα και φαινόμενα.
Νίκος Ψαρράς.
Όλα αυτά φωτίζουν αφενός το ήθος των προσώπων του «Φάρου», αφετέρου ένα εκ των βασικών στοιχείων στο θέατρο του Κόνορ Μακφέρσον, τα «υπερφυσικά» στοιχεία που σπάνε τον ρεαλισμό της δραματουργίας του. Έτσι στο «The Weir» (1997), σ’ ένα μπαρ στο Δουβλίνο τρεις-συν- ένας άνδρες και μία γυναίκα υπό την επήρεια του αλκοόλ, αφηγούνται ιστορίες που έζησαν οι ίδιοι, ή άκουσαν από τρίτους, με φαντάσματα, νεράιδες, μυστηριώδη φαινόμενα. Σ’ ένα άλλο έργο του, με τίτλο «Shining City» (2000), πρωταγωνιστεί ένας άνδρας, χήρος, που πάει σε ψυχοθεραπευτή (πρώην ιερέα που έχασε την πίστη του!) γιατί βλέπει το φάντασμα της γυναίκας του. Γι’ αυτό το έργο ο Μάικλ Μπίλιγκτον, κριτικός θεάτρου της Guardian έγραψε (9.6.2004) ότι ο Μακφέρσον στην ουσία σχολιάζει ότι η εμμονή των Ιρλανδών με τους νεκρούς δεν αποτελεί απλώς συνέπεια της ιδιαίτερης σχέσης τους με τη θρησκεία, αλλά της στρεβλής σχέσης του με ό,τι είναι η ζωή.
Προμηθέας Αλειφερόπουλος.
Το υπερφυσικό σπάει την ρεαλιστική αληθοφάνεια και στον «Φάρο» μέσω του κ. Λόκχαρτ (Αιμίλιος Χειλάκης), του Διαβόλου αυτοπροσώπως, που καταφτάνει με τον τρίτο φίλο της παρέας, τον Νίκι (Προμηθέας Αλειφερόπουλος). Έρχεται να πάρει την ψυχή του Σάρκι για μια παλιά υπόθεση, αν καταφέρει να κερδίσει στο πόκερ. Πρόκειται για αντεστραμμένη αναφορά του Μακφέρσον στη μεγάλη αγγλική παράδοση του Μάρλοου και του Μίλτον («Η τραγική ιστορία του Δόκτορος Φάουστους», 1588, και «Χαμένος Παράδεισος», 1667). Αντεστραμμένη, γιατί εδώ δεν κρίνεται τίποτα μεγαλόπνοο. Για τη νίκη του Κακού δεν χρειάστηκε καμία σημαντική μάχη. Οι ήρωες είναι αντιήρωες, τίποτα καλό δεν έχουν καταφέρει, τίποτα καλό δεν διεκδικούν. Θέλουν μόνο να ξεχάσουν και να ξεχαστούν.
Πριν από 25 χρόνια ο Σάρκι, μεθυσμένος, είχε χτυπήσει μέχρι θανάτου έναν άστεγο. Ο Ιβάν, επίσης μεθυσμένος, προκάλεσε το θάνατο άλλων δύο. Ο Ρίτσαρντ συμπεριφέρεται στον αδελφό του όπως ο αφέντης στον δούλο του, οικτίροντας ταυτόχρονα τον εαυτό του για την κατάντια του και τους άλλους για τις άθλιες σχέσεις τους. Ο Νίκι σαν ανεύθυνος έφηβος, πίνει και παίζει στα χαρτιά χρήματα αναγκαία στην οικογένειά του – δυνητικά, μετά από οινοποσία μέχρις εσχάτων, θα μπορούσε να πάρει στον λαιμό του αθώους, όπως ο Σάρκι και ο Ιβάν.
Γι’ αυτό, ο Διάβολος στο «Φάρο» είναι στην πραγματικότητα το αρνητικό του επαναστάτη Εωσφόρου και του δαιμόνιου Μεφιστοφελή. Έχει πέσει στα μέτρα των συμπαικτών του στο πόκερ, στο αποδραματοποιημένο μέγεθος μίας εποχής (της δικής μας) που αρνείται τα διχαστικά δίπολα και τα υπαρξιακά διλήμματα. Everything goes, η ζωή προχωράει, κανείς δεν έχει όρεξη για κήρυγμα, κανείς δεν μάχεται για κάτι, κι ο Σάρκι στο τέλος τη γλιτώνει. Είναι ο μόνος που μοιάζει να θέλει να κάνει μία νέα αρχή, αλλά πού και με ποιους; Η επίδραση του περιβάλλοντος είναι συχνά μοιραία (ο Ζολά, ζητώντας ρεαλισμό, το επεσήμανε ήδη από το 1860). Το φως στο υπόγειο της ιστορίας αχνοφέγγει (σκηνικό Αθανασίας Σμαραγδή) και μόνο το «Ηere comes the sun» των Beatles, που κλείνει την παράσταση, αν δεν εκληφθεί ως ειρωνικό σχόλιο, λειτουργεί σαν θετική υπόσχεση.
Βγαίνοντας από το θέατρο, αναρωτιόμουν αμήχανη τι έργο είναι αυτό και τι θέλει να πει. Κατέληξα ότι αν του δώσεις δεύτερη ευκαιρία, μπορεί να αναγνωρίσεις ότι ο συγγραφέας, μέσα από την έστω σχηματική σύγκρουση, μας καλεί να υπερβούμε τους εαυτούς μας. Πώς; Μα προσπαθώντας να συμπαθήσουμε αυτούς τους απωθητικούς ανθρώπους πάνω στη σκηνή, που είναι αθώοι όσο και ένοχοι, παράσιτα και πεπτωκότες άγγελοι μαζί. Αυτοί είναι η κρεατόμυγα για την οποία μιλάει ο Ρίτσαρντ (στη μία από τις συνολικά δύο αξιοπρόσεκτες σκέψεις που ακούγονται στο «Φάρο» – την άλλη τη λέει ο Διάβολος). Αυτοί οι ίδιοι είναι το αηδιαστικό έντομο που ακόμη κι αν τρέφεται με πτώματα και περιττώματα, είναι τόσο τέλεια σχεδιασμένο ώστε να αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού.
Ο Μακφέρσον δεν ηθικολογεί. Αυτό που ζητάει από ηθοποιούς και θεατές είναι να αφεθούν στη δύναμη του θεάτρου. Και ιδού το θαύμα: παίζοντας αυτούς τους τελειωμένους οι πέντε καλοί ηθοποιοί καταφέρνουν να μας αποσπάσουν αυτό που τα πρόσωπα του έργου, αρνούνται: την κατάφαση στη ζωή. Το «ναι» στη συμπόνια, στην οικογένεια και στους φίλους, στην δουλειά που είναι προσφορά και δημιουργία.
Αιμίλιος Χειλάκης.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης κατόρθωσε όχι μόνο να δέσει εξαιρετικά το σύνολο αλλά κάθε ηθοποιός να φωτίσει το πρόσωπο που υποδύεται μ’ ένα εκφραστικά πλούσιο gestus – ο ίδιος, αν και σκηνοθέτης της παράστασης, ήταν εντυπωσιακός στο ρόλο του τυφλού Ρίτσαρντ. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, με ελάχιστο λόγο, κατάφερε να είναι κατά στιγμές σπαρακτικός. Στον αντίποδα, ο Νίκος Ψαρράς με τις κωμικές αντιδράσεις του, και ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, με το φωτεινό του παίξιμο, ισορρόπησαν το «βάρος» των υπολοίπων. Ίσως, μόνο, δεν έπρεπε να είναι τόσο έντονη διαφορά του Αιμίλιου Χειλάκη στον ρόλο του Διαβόλου, από τους υπολοίπους – να είναι καλοντυμένος μεν, αλλά πιο «λαϊκός», πιο χαλαρός.
Ο «Φάρος» στο Θέατρο Αθηνών είναι παράσταση επιπέδου Εθνικού Θεάτρου. Μπράβο σε όλους.