Suburbicon
Ο Τζορτζ Κλούνι σκηνοθετεί ένα σενάριο των αδελφών Κοέν με θέμα την εγκληματική καρδιά που χτυπά δυνατά πίσω από την ειδυλλιακή βιτρίνα των αμερικανικών προαστίων
Το ηλιόλουστο Suburbicon είναι ένα προάστιο με χαρούμενες οικογένειες, ακριβώς στην καρδιά της Κεντρικής Αμερικής. Αν και η οικογένεια Λοντζ είναι μία εκ των ακρογωνιαίων λίθων στη συγκεκριμένη κοινότητα, η ζωή τους ανατρέπεται ξαφνικά όταν μία επίθεση που δέχονται από αγνώστους μέσα στο σπίτι τους, επιφέρει τον τραγικό θάνατο της μητέρας του μικρού Νίκι.
Τα εύκολα αναγνωρίσιμα στοιχεία του σινεμά των Κοέν είναι η υπόγεια ειρωνεία, το μαύρο χιούμορ και ο εθισμός στη βία. Όλα αυτά συνδυασμένα με μοναδική δεξιοτεχνία. Τη δεξιοτεχνία αυτή αναζητά ο Τζορτζ Κλούνι και σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό τη βρίσκει.
Το «Suburbicon» μπορεί να είναι μια τυπική κοενική ταινία αλλά κουβαλά πάνω της τη σκηνοθετική σφραγίδα του Κλούνι, ο οποίος επιλέγει να φτάσει την ειρωνεία στα άκρα – τα παγωμένα χαμόγελα δεν σβήνουν ακόμη κι όταν οι κηλίδες αίματος έχουν σκεπάσει ολόκληρο το πρόσωπο του τερατώδη πρωταγωνιστή- και να καταγγείλει την ρατσιστική Αμερική χώνοντας το μαχαίρι (ή μάλλον το μπαστούνι του χόκεϊ) μέχρι το κόκαλο!
Ντελικάτο, απρόβλεπτο, σαρδόνιο αλλά και με ψήγματα τρυφερότητας και ευαισθησίας – που εντοπίζονται στην παρουσία του μικρού Νίκι- φιλμ γύρω από τις εσωτερικές και εξωτερικές διαταραχές που κάνουν σμπαράλια κάθε επίπλαστη ευτυχία στο Suburbicon. Αν κάπου απογειώνεται το φιλμ είναι στην απροκάλυπτη βλακεία των πρωταγωνιστών και την πίκρα του σκηνοθέτη για την πλειοψηφία τους.
Με σεκάνς που θυμίζουν το «Burn after Reading» και το σχεδιασμό του τέλειου εγκλήματος ο σκηνοθέτης Κλούνι επιμένει στην ηλίθια διαστροφή των ηρώων που νομίζουν ότι είναι ανίκητοι και πιο έξυπνοι από τους άλλους (!) πριν τους συντρίψει με κρότο στην ειρωνεία της τύχης που παίζει μακάβρια απολαυστικά παιχνίδια μαζί τους. Πικρό αλλά φτιαγμένο με ακρίβεια και οίστρο, τούτο το πορτρέτο της Αμερικής αξίζει όσο καμιά δεκαριά πανεπιστημιακές διαλέξεις με θέμα το Αμερικανικό όνειρο και την αποδόμηση του.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης