Στην πρόβα: «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Η προσωπογραφία του γερμανικού “θαύματος”
Τρεις εβδομάδες πριν την πρεμιέρα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας ανοίγει για πρώτη φορά την πρόβα του και μαζί με τους πρωταγωνιστές του Λένα Παπαληγούρα, Μάξιμο Μουμούρη και Γιάννη Νταλιάνη μιλούν την πρόκληση θεατροποίησης του εμβληματικού φιλμ. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Ηρεμα, σχεδόν υπνωτιστικά, κρατώντας επιδέξια τη στέκα στα χέρια της, η Λένα Παπαληγούρα κινείται γύρω από το τραπέζι του μπιλιάρδου που βρίσκεται στο κέντρο της Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Και μόλις μια μπάλα – περπατώντας πάνω στην κυπαρισσί τσόχα – βρει το δρόμο για την τρύπα, διαγώνια από το σπινθηροβόλο βλέμμα της, εκείνη θα δηλώσει με μια αίσθηση απάθειας στον Γιάννη Νταλιάνη πως «έτσι είναι η ζωή· δεν υπογράψαμε συμβόλαιο να μας αρέσει». Και πως «μόνο αν είμαστε δυστυχείς μπορούμε να ελπίζουμε στην ευτυχία».
Λένα Παπαληγούρα.
Το απροστάτευτο κορίτσι που – λίγο πριν το Βερολίνο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πέσει στα χέρια των συμμάχων παντρεύεται το στρατιώτη Χέρμαν Μπράουν για να σωθεί – τώρα συνδιαλέγεται με το βιομήχανο Καρλ Όσβαλντ από θέση ισχύος. Η γοητευτική τυχοδιώκτρια Μαρία Μπράουν κι ίσως η πιο γνωστή καταραμένη ηρωίδα του Ράινερ Φασμπίντερ, πατάει αποφασιστικά με τις ψηλές, κόκκινες γόβες της (για πρώτη φορά) στην ελληνική θεατρική σκηνή.
Λένα Παπαληγούρα, Γιάννης Νταλιάνης, Μάξιμος Μουμούρης.
Ο Γιώργος Σκεύας που, προς το παρόν, παρακολουθεί τη σκηνή από απόσταση, έχει αναλάβει το τολμηρό αυτό εγχείρημα: Να θεατροποιήσει το εμβληματικό, για το ευρωπαϊκό σινεμά, φιλμ του Φασμπίντερ. «Δούλεψα εντατικά πάνω στη διασκευή επί έξι μήνες κρατώντας τον ιστό της ταινίας αλλά την ίδια ώρα παίρνοντας κάποιες ελευθερίες στη σύνθεση της δραματουργίας. Δεν στόχευσα, δηλαδή, σ’ ένα έργο πλήρως εξαρτημένο από την ταινία, παρότι άντλησα και αφομοίωσα μοτίβα από ολόκληρη την τριλογία που ανοίγει η “Μαρία Μπράουν”. Καθώς, όμως, βυθιζόμουν σ’ αυτόν τον κόσμο η έρευνα μου προχώρησε στα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Δεν μπορείς να μη λάβεις υπόψη την Ιστορία όταν αυτή κυκλοφορεί ανάμεσα στα πρόσωπα και τα καθορίζει» εξηγεί ο σκηνοθέτης, ο αφοσιωμένος συνεργάτης του Λευτέρη Βογιατζή που επέστρεψε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων πριν από δύο χρόνια με τη μεγάλη επιτυχία του «Κουκλόσπιτου».
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας.
Η θυελλώδης πορεία της νεαρής Γερμανίδας στην προσπάθεια της να επιβιώσει εν μέσω των σαρωτικών αλλαγών που συμβαίνουν στην πατρίδα της κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ανάγεται σε αφήγηση παραβολικής αξίας αφού το χρονικό της προσωπικής συμβαδίζει με αυτό της συλλογικής μετάβασης από τη διάλυση στην ανάσταση, από την καταστροφή στην ανάπτυξη· έχοντας βεβαίως αναλάβει να πληρώσει το τίμημα της αλλοτρίωσης.
«Η Μαρία Μπράουν βιώνει την οικονομική ανάκαμψη, το “θαύμα” της Γερμανίας ενώ η ίδια μέσα της συρρικνώνεται, κλείνει. Είναι ένα μυστηριώδες πλάσμα και αναφορικά με το πως κινείται μέσα στις ταραγμένες συνθήκες αλλά και στο πως την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι γύρω της. Μεγαλωμένη στη δίνη του πολέμου, μοιάζει να σπρώχνεται από την ανάγκη να αφήσει πίσω της το παρελθόν και να στοχεύσει σ’ ένα καλύτερο μέλλον. Ο αγώνας της για επιβίωση βασίζεται στο όνειρο για μια ιδανική ζωή. Κι αυτό το όνειρο είναι χειμαρρώδες και τόσο ορμητικό που την παρασέρνει, τη διαβρώνει σε σημείο που χάνει την ψυχή της για να το υπηρετήσει» παρατηρεί η Λένα Παπαληγούρα η οποία ερμηνεύει την αινιγματική και συνάμα πολυεπίπεδη ηρωίδα· τη γυναίκα που, πριν από λίγα λεπτά, δήλωνε επί σκηνής πως «προτιμώ να κάνω εγώ τα θαύματα, παρά να τα περιμένω να γίνουν».
Μάξιμος Μουμούρης.
Παρά την οριακή μεταβολή της ηρωίδας – όσο και της Γερμανίας που αναδύεται πίσω από το πρόσωπο της – σύσσωμη η ομάδα της «Μαρίας Μπράουν» (Λένα Παπαληγούρα, Μάξιμος Μουμούρης, Γιάννης Νταλιάνης, Γιώργος Συμεωνίδης, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Νίκος Γεωργάκης) συμφωνούν πως θα ήταν αδόκιμο να την αντιμετωπίσει κανείς με αυστηρά κριτήρια πολιτικού, κοινωνικού ή ηθικού τύπου. «Η επιβίωση είναι μια συνεχής μάχη που μοιάζει να υπερβαίνει τον εαυτό και την κοινωνία. Η Μαρία Μπράουν, όπως και όλα τα πρόσωπα γύρω της, είναι άνθρωποι σε απόγνωση, που ζουν σε ακραίες συνθήκες και διατυπώνουν ακραία θέλω. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους μιλάει το έργο γι’ αυτό και είναι ενδιαφέρον να τους δούμε να υπάρχουν στη σκηνή» σημειώνει ο Μάξιμος Μουμούρης, ο Χέρμαν Μπράουν του ανεβάσματος.
Γιώργος Συμεωνίδης.
Την ίδια στιγμή, ο Γιώργος Σκεύας παρακολουθεί, από απόσταση αναπνοής, το διάλογο ανάμεσα στη Λένα Παπαληγούρα και το Γιάννη Νταλιάνη (υποδύεται τον Καρλ Οσβαλντ, τον έτερο καθοριστικό ανδρικό πόλο στη ζωή της Μπράουν), ενίοτε υιοθετώντας και τα λόγια τους. Έννοια του είναι να ενορχηστρώσει με κάθε λεπτομέρεια τις χειρονομίες, τα βλέμματα που θα ανταλλάξουν, μετρώντας ακόμα και τα βήματα που θα διαγράψουν γύρω από το τραπέζι του μπιλιάρδου – θυμίζοντας, ερήμην του, τις αναλυτικές οδηγίες του Φασμπίντερ προς την πρωταγωνίστρια του Χάνα Σιγκούλα ακόμα και για το ύφος με το οποίο θα κινούσε τα δάχτυλα της. Ο Γιώργος Σκεύας, που ζητάει επίμονα «μαλακές κινήσεις» από τους πρωταγωνιστές του και επιδιώκει να «ζωντανέψει στη σκηνή ότι διαμείβεται ανάμεσα στα πρόσωπα», φαίνεται πως οδηγεί τη σκηνοθεσία του σε μια παρτιτούρα ημιτονίων ώστε «να απελευθερωθεί μια συγκεκριμένη ενέργεια από τους ηθοποιούς, να κυκλοφορήσει “αίμα” μέσα τους».
Γιάννης Νταλιάνης.
Και παρότι οι πρωταγωνιστές του διαχειρίζονται ένα κείμενο που μιλάει για τα “μεγάλα”, «που αμφισβητεί», όπως υπενθυμίζει ο Γιάννης Νταλιάνης «την έννοια της αγάπης, του μίσους, της αλήθειας και του ψέματος» τίποτα στη σκηνική απόδοση και στον ερμηνευτικό κώδικα που υιοθετούν δεν παίρνει μέγεθος. «Δεν είναι τίποτα μεγάλο, το υλικό είναι μόνιμα υπαινικτικό, οι δονήσεις είναι κρυμμένες ανάμεσα στις λέξεις των ηρώων» προσθέτει η Λένα Παπαληγούρα.
Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Νίκος Γεωργάκης.
Εξίσου υπαινικτικός και ο σκηνικός κόσμος που σχεδιάζει για να ζήσει η Μαρία Μπράουν, ο Άγγελος Μέντης. Τα ξύλινα συρόμενα παράθυρα που παραπέμπουν σε βαγόνια τρένου δεσπόζουν στην “πλάτη” της σκηνής του «Κυκλάδων». Οι κόσμοι της ταινίας και οι περισσότεροι από 30 χώροι όπου η πλοκή εξελίσσεται στο πρωτότυπο της ταινίας αποτέλεσε μια επιπλέον σπαζοκεφαλιά για τη θεατρική μεταφορά της σε σχέση τόσο με το χώρο όσο και με το χρόνο. Έτσι, η σκηνογραφία θα υποβάλλει μια αίσθηση του εκάστοτε χώρου παρά μια ρεαλιστική αποτύπωση του, μετατρέποντας διαρκώς τη σκηνή του θεάτρου σε ένα παλίμψηστο.