O κήπος του Ραπατσίνι στο θέατρο Πορεία
Το να αντλούν οι καλλιτέχνες του θεάτρου έμπνευση και πρώτη ύλη από τα πλούσια, όσο και πολύτιμα, κοιτάσματα της λογοτεχνίας είναι παλιά ιστορία. Eιδικά τις τελευταίες δεκαετίες, που πλέον τα «κανονικά» θεατρικά έργα δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις της αδηφάγου θεατρικής αγοράς, όλο και πιο συχνά βλέπουμε διασκευές που βασίζονται σε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα.
Μπορεί κανείς να αντιληφθεί γιατί η λογοτεχνία είναι σήμερα τόσο ελκυστική για τους καλλιτέχνες του θεάτρου: είναι τόσα πολλά τα επίπεδα που παρέχουν τα λογοτεχνικά κείμενα ( όχι μόνο γλωσσικά και αφηγηματικά αλλά και ως προς την διερεύνηση καταστάσεων/ σχέσεων και την ψυχογραφική εμβάθυνση) ώστε να λειτουργούν σαν δημιουργικό πεδίο δοκιμής διαφορετικών ερμηνευτικών τρόπων.
Πρόκειται για αναμέτρηση δύσκολη και επικίνδυνη. Ο δραματουργός που θα αναλάβει την σκηνική διασκευή πρέπει να επιλέξει πού θα σταθεί, τι θα κρατήσει και τι θα κόψει, αν και πώς θα διαμορφώσει διαλόγους. Παρότι δεν είναι λίγες οι ενδιαφέρουσες παραστάσεις που προέκυψαν από μετα-γραφή λογοτεχνικού κειμένου για τη σκηνή, περισσότερες είναι φιλόδοξες, πλην ματαιωμένες, απόπειρες.
Το σκηνικό κείμενο προκύπτει μέσα από διαδικασίες μείωσης, συμπύκνωσης και αφαίρεσης, που αφήνει εκτός βασικές αφηγηματικές αρετές του πεζού. Απαιτείται ευρηματικότητα και κοπιώδης εργασία για να διασωθούν το ύφος και το ήθος του. Αλλιώς γιατί, λ.χ. να ασχοληθεί κάποιος με τον Ναθάνιελ Χώθορν και τις σκοτεινές αλληγορίες του; Γιατί να ασχοληθείς με την «Κόρη του Ραπατσίνι», ένα διήγημα που ο Αμερικανός συγγραφέας (1804-1964) δημοσίευσε το 1844, αν δεν προτίθεσαι ή αδυνατείς να αναδείξεις τα στοιχεία ακριβώς που καθιστούν αυτό το μικρό πεζό ένα από τα εκλεκτά δείγματα του είδους;
Γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματά του, «Το Άλικο Γράμμα» (1850) και το «Σπίτι με τα εφτά αετώματα» (1851), ο Χώθορν (βαθύς παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης στις πιο σκοτεινές στιγμές της, πολύ πριν η ψυχανάλυση δώσει εργαλεία διερεύνησης των άδηλων και κρύφιων της ανθρώπινης ψυχής), έγραψε μια σειρά θαυμάσιων μικρών ιστοριών όπου το αλλόκοτο, το υπερφυσικό και η αλληγορική διάθεση κυριαρχούν.
Διαποτισμένος από το πνεύμα της πουριτανικής Νέας Αγγλίας, ο Χώθορν εκφράζει αυτό που εύστοχα διατύπωσε στις αρχές του 19ου αι. ο πρώτος θεωρητικός του Ρομαντισμού, ο Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ: ο ρομαντικός συγγραφέας προσπαθεί να αποτυπώσει τον εσωτερικό διχασμό του πνεύματος, το χάσμα ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδανικό και, κατά συνέπεια, την ανικανοποίητη Επιθυμία.
Οι έννοιες της ενόρασης και της ενσυναίσθησης (μέσω των οποίων το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να συλλάβει την πιο βαθιά ουσία του ανθρώπου, το αίνιγμα της ύπαρξης και του κόσμου), κυριαρχούν στην ποιητική των ρομαντικών όπως και στην λογοτεχνία του Χώθορν. Με τη βοήθεια της φαντασίας κατορθώνει αυτό που ζητεί ο Μπωντλέρ (1821-1867), να συλλαμβάνει και να αποδίδει «τις μυστικές και εσώτερες σχέσεις των πραγμάτων, τις αντιστοιχίες και τις αναλογίες τους».
Ο Μπωντλέρ διατύπωσε και κάτι ακόμη, ότι αποτελεί θαυμαστό προνόμιο της Τέχνης, να μπορεί να μετατρέπει την φρίκη σε ομορφιά («Art Romantique», 1852) και αυτό πετυχαίνει ο Χώθορν λίγα χρόνια πριν με το διήγημά του «Η κόρη του Ραπατσίνι».
Η ιστορία
Ένας νεαρός άνδρας από τη Νάπολη πηγαίνει στην Πάδουα για να σπουδάσει στο φημισμένο πανεπιστήμιό της. Πιάνει δωμάτιο σ’ ένα παλιό σκοτεινό αρχοντικό, που έχει άμεση θέα σ’ έναν υπέροχο κήπο, γεμάτο με παράξενα φυτά. Από ψηλά θα δει τον δημιουργό του, τον δόκτορα Ραπατσίνι και την πανέμορφη κόρη του. Το φαουστικό πάθος του Ραπατσίνι για τη γνώση τον οδηγεί σε αλχημικές περιπέτειες, σε επιμειξίες φυτικών ειδών, στη δημιουργία φαρμάκων/δηλητηρίων που μπορούν να γιατρέψουν ή να σκοτώσουν. Η κόρη του θα γίνει εργαλείο για να προχωρήσει την επιστήμη του –την δηλητηριάζει ελεγχόμενα, ώστε να γίνει πιο δυνατή από τα φαρμάκια. Το κορίτσι καταδικάζεται σε απομόνωση αφού είναι τοξική σε όποιον την πλησιάζει. Ο νεαρός γοητεύεται από το μυστήριο του κήπου, της κοπέλας και του πατέρα της και αφήνεται σ’ ένα πάθος έρωτα και θανάτου. Ένα ακόμη πρόσωπο έχει καίριο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, ο αντίπαλος του Ραπατσίνι, δόκτορ Μπαλιόνι. Ο Μπαλιόνι εκφράζει την ανάγκη ηθικών ορίων στις επιστημονικές πρακτικές και εφαρμογές αλλά δεν διστάζει να υιοθετήσει την επιστημονική «ανηθικότητα» του Ραπατσίνι προκείμενου να τον «νικήσει».
Σοφά δομημένο το διήγημα του Χόθορν επιτυγχάνει μία ισορροπία τρόμου, καθώς οι δύο νεαροί ήρωες καλούνται να διαχειριστούν αισθήματα που σ’ ένα ορθολογικό «περιβάλλον» θα ακύρωναν το ένα τ’ άλλο. Στο κήπο του Ραπατσίνι, όμως, στο κόσμο των σκοτεινών παθών (της σεξουαλικότητας, της επιστημονικής αλαζονείας, του πόθου της εξουσίας σ’ ανθρώπους και φύση), τα αντίθετα δυναμώνουν το ένα τ’ άλλο. Η ευφυΐα συνδυάζεται με συναισθηματική αναπηρία κι η βαθιά αγάπη για την γνώση με την επιστημονική διαστροφή, το κάλλος παίρνει διάσταση σατανικής δύναμης, η ανάσα προκαλεί θάνατο, το ελιξίριο γίνεται δηλητήριο.
Τί συνέβη και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πέρασε στην παράσταση της Όλιας Λαζαρίδου; Η διασκευή της είναι μια κοινότοπη ιστορία «εμποδισμένης» αγάπης. Εξαφανίζοντας τον δόκτορα Μπαλιόνι (για την ακρίβεια μετατρέποντάς τον σε φιγούρα παραμυθιού, που παρεμβαίνει «μαγικά» για να προχωρεί την ιστορία), κατήργησε το πλέγμα των αντιθετικών δυνάμεων που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο μοιραίο φινάλε. Έτσι αποδυναμώθηκε και ο ρόλος του νέου καθώς οι βασικοί διάλογοι του διηγήματος αφορούν τις συναντήσεις του με τον Μπαλιόνι. Επιπλέον, προσθέτοντας γλυκερά λόγια στο στόμα της Βεατρικής (μιας Poison Ivy του 19ου αι.) ακύρωσε το ήθος της –δεν της ταίριαζε να λέει ότι θα ήθελε να είναι ένα «κανονικό» κορίτσι που να μπορεί ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται. Ακύρωσε, επιπλέον, και την «εσωτερικότητα» της τριτοπρόσωπης αφήγησης καθώς ο Χώθορν ως παντογνώστης αφηγητής εκθέτει κυρίως σκέψεις και αισθήματα του νέου, τις παλινδρομήσεις του, την αναπόδραστη έλξη που του ασκεί ό,τι φοβάται.
Περίμενα πολλά από την σκηνογραφική παρέμβαση του Άγγελου Παπαδημητρίου αλλά κι εδώ κάτι δεν λειτούργησε σωστά. Αντί να δούμε έναν αλλόκοτο κήπο γεμάτο από άγνωστα παράξενα φυτά και άνθη που να προκαλεί δέος και ανησυχία, είδαμε μία ανθοστολισμένη σερβάντα (εντός της οποίας έμενε, «εγκιβωτισμένη», η ηρωίδα) σ’ έναν χώρο περιφραγμένο με χαμηλούς πεσσούς και κάγκελα, στρωμένο με ροζ μοκέτα. Εξαφανίζοντας την απειλητική διάσταση του κήπου, από τη τοξικότητα του οποίου φυλάγονταν ακόμη και ο ίδιος ο δόκτωρ Ραπατσίνι, χάθηκε και απειλητική γοητεία της όμορφης Βεατρίκης.
Στην παράσταση του Πορεία η Δανάη Ρούσσου είναι μία γλυκανάλατη φιγούρα παραμυθιού για παιδάκια, χωρίς καν το αμφίσημο της Κοκκινοσκουφίτσας. Ακόμη και το κοστούμι της ήταν κόντρα στην ατμόσφαιρα του διηγήματος. Αντί να δούμε μία μυστηριώδη ύπαρξη που να θυμίζει γυναικείες μορφές σε πίνακες Προραφαηλιτών ζωγράφων, είδαμε μια κοπελίτσα βουκολικής κωμωδίας.
Ο Ερρίκος Μηλιάρης, πάλι, στον ρόλο του νεαρού φοιτητή μιμείται ένα πάθος που δεν στηρίζεται πουθενά και μία αγωνία που το σκηνικό περιβάλλον, άχρωμο και άοσμο σ’ αυτήν την λειασμένη ως προς τις αιχμές της εκδοχή του διηγήματος, δεν δικαιολογεί.
Η Όλια Λαζαρίδου έπαιξε θαυμάσια τρεις ρόλους που, όμως, δεν είχαν σχέση με την ιστορία του Χώθορν. Πώς συνέβη αυτό, και το γεμάτο με θησαυρούς καράβι έπεσε σε ξέρα, από μία καλλιτέχνιδα που έχει τόσο γερή σχέση με την λογοτεχνία, και τόση μεγάλη εμπειρία από το θέατρο, στις καλές και τις κακές στιγμές του, είναι απορίας άξιο.