MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Στην πρόβα: «Ο Γλάρος» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Μια κωμωδία για την αποτυχία της ζωής

Δέκα ημέρες πριν την πρεμιέρα του τσεχωφικού αριστουργήματος στο Δημοτικό Θεάτρο Πειραιά ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς ανοίγει την πρόβα του και μιλάει μαζί με τους πρωταγωνιστές του Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκο Κουρή και Αλκηστη Πουλοπούλου για τη σχέση της ζωής και του θεάτρου. Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή

author-image Στέλλα Χαραμή

Η φωνή της Milva που, θλιμμένα σε καλεί να κοιτάξεις το φεγγάρι και τη θάλασσα, (στο «Guarda che luna») – δίνοντας ένα τόνο ιταλικού νεορελισμού στη στιγμή – χορεύει τα βήματα του Δημήτρη Μπίτου ο οποίος στα χέρια του κρατά το άψυχο σώμα ενός γλάρου, αναπαριστώντας την πτήση του. Και την ώρα που η Milva εύχεται «να μπορούσε να θυμηθεί όσα ήθελε να πει», ο Γιάννης Χουβαρδάς, από την πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ακολουθεί με τα χέρια του την ίδια πτήση – με τις οδηγίες της χορογράφου Σταυρούλας Σιάμου ν’ ακούγονται κάπου στο βάθος της αίθουσας.

Glaros Mpitos pouli

Δημήτρης Μπίτος.

Οκτώ χρόνια μετά το «Θείο Βάνια» του Εθνικού Θεάτρου και, σχεδόν, 2.5 δεκαετίες μετά τις «Τρεις αδελφές» του «Αμόρε», ο σκηνοθέτης επιστρέφει στον Αντόν Τσέχωφ με το «Γλάρο» και τη γνώση του δημιουργού που συναντά ξανά «ένα μεγάλο συγγραφέα, το μέγεθος του οποίου όμως δεν τρομάζει γιατί δεν προβάλλεται». «Στον Τσέχωφ απολαμβάνω πάντα, πώς το αυτονόητο γίνεται αναπάντεχο, το μπανάλ τραγικό, το καταθλιπτικό κωμικό, το κοινότοπο πρωτότυπο, το βαρετό συναρπαστικό. Από την άλλη, η πιο επικίνδυνη παγίδα όταν μελετάς το έργο του είναι η αίσθηση “το βρήκα”. Μόλις στον Τσέχωφ “βρεις” κάτι, είναι απολύτως σίγουρο ότι το έχεις χάσει για πάντα» εξηγεί ο κ. Χουβαρδάς στο ημίφως του φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου.

Glaros Xouvardas

Γιάννης Χουβαρδάς. 

Αυτή τη φορά, ωστόσο, ο μεγάλος Ρώσος του αποκαλύπτει το πιο οικείο του πρόσωπο καθώς διατυπώνει την άποψη του για τη ζωή μέσα από τους εκπροσώπους της τέχνης και ειδικότερα του θεάτρου. Στο «Γλάρο» μια καλοκαιρινή σύναξη ανθρώπων συναγελάζεται στις όχθες μιας γραφικής λίμνης με τους μεν νεότερους να ονειροπολούν, επιθυμώντας διακαώς ν’ αφήσουν το στίγμα τους στην τέχνη, και τους δε μεγαλύτερους ν’ αγωνιούν προκειμένου να περιφρουρήσουν τα κεκτημένα τους. «Είναι άνθρωποι κουρασμένοι και κορεσμένοι από την πορεία των σχέσεων, των διαψεύσεων και των διεκδικήσεων, τη μάχη της επιβίωσης και τη μάχη με το χρόνο· όλη αυτή η δίνη των συναισθημάτων και των καταστάσεων έχουν γράψει στον ψυχισμό και στα σώματα τους. Και τώρα τους συναντάμε εγκλωβισμένους, τον καθένα στον προσωπικό του κόσμο – με τους άλλους να επηρεάζουν τη ζωή τους στο βαθμό που, έκαστος, εμπλέκεται στο δικό τους πρόβλημα» παρατηρεί η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που μπαίνει στον κόσμο του Τσέχωφ για τρίτη φορά – οι δυο τελευταίες μάλιστα με αφορμή το «Γλάρο». Ήταν το 1994 όταν συμμετείχε στο θίασο του Ρώσου Γιούρι Λιουμπίμωφ στο θέατρο Διονύσια· τότε υποδυόμενη τη φέρελπι ηθοποιό Νίνα, σήμερα τη διάσημη ντίβα της σκηνής, Αρκάντινα.

Glaros Karabeti3 
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. 

«Εγώ έχω πιο πολύ ταλέντο απ’ όλους σας!» της λέει με θυμό ο Νίκος Κουρής, ερμηνεύοντας το ρόλο του ανερχόμενου συγγραφέα Τρέπλιεφ και γιου της Αρκάντινα. Για το Νίκο Κουρή, το θέατρο εν θεάτρω του Τσέχωφ – τον οποίο αξιολογεί ως δυσκολότερο συγγραφέα ακόμα κι απ’ τον Γουίλιαμ Σαίξπηρ – είναι μια πραγματική, εσωτερική αναμέτρηση. «Δουλεύοντας σε αυτό το υλικό κατανοώ για πρώτη φορά την αγωνία του καλλιτέχνη να βρει έναν τρόπο έκφρασης, μια οδό για να διοχετεύσει την δική του ψυχή μέσα στην τέχνη. Αν κανείς δεν καταφέρει να είναι προσωπικός μέσα σε αυτό τον κόσμο, τότε πολύ δύσκολα θα σταθεί στα πόδια του. Αυτό το αγαθό δεν μπορείς να το κλέψεις από πουθενά – ίσως μόνο να το μιμηθείς μπορείς αλλά και πάλι δεν θα είσαι αρκετά πειστικός» λέει. «Παρατηρώντας, λοιπόν, τον Τρέπλιεφ που αγωνιά να διαφοροποιηθεί στο χώρο του θεάτρου συνειδητοποιώ το λάθος όλων μας: Μόνο αν αγαπήσουμε βαθιά αυτό που κάνουμε τότε θα βρούμε έναν τρόπο να πούμε κάτι με τα δικά μας λόγια, με την υπογραφή μας».

Glaros Kouris3

Νίκος Κουρής. 

Την ίδια ώρα, φορώντας μια χαριτωμένη, κοριτσίστικη φούστα (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη) η Νίνα της Άλκηστης Πουλοπούλου δηλώνει, από σκηνής, τον πόθο της να γίνει ηθοποιός ακόμα κι αν χρειαστεί να υποφέρει πολλά· «αλλά για αντάλλαγμα θα ζητούσα τη δόξα» διατείνεται. Πίσω της υψώνεται μια ευμεγέθης, διάφανη πλαστική μεμβράνη (σκηνικά Εύα Μανιδάκη) που άλλοτε θυμίζει θεατρική αυλαία, άλλοτε θαρρείς πως παραπέμπει στη σύμβαση του περίφημου, αόρατου «τέταρτου τοίχου» ή ποιητικότερα στο υδάτινο τοπίο της λίμνης που περιγράφει ο Τσέχωφ.

Glaros Akyllas Alkistis4

Ακύλλας Καραζήσης, Αλκηστη Πουλοπούλου. 

Η μεμβράνη είναι το μοναδικό – αν και αρκούντως επιβλητικό – σκηνικό στοιχείο της παράστασης, αφήνοντας τελικά απολύτως εκτεθειμένη στο βλέμμα τη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου και τους μηχανισμούς της, τον εντυπωσιακό νεοκλασικό διάκοσμο της μέχρι που αυτός αρμονικά εκβάλλει στην πλατεία. Το θεατρικό σύμπαν ως θεματικό πρόσχημα του συγγραφέα αναδεικνύεται εδώ σε κρίσιμο επιχείρημα της σκηνοθετικής προσέγγισης. Ο Γιάννης Χουβαρδάς ανταποκρίθηκε στην πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου, Νίκου Διαμαντή ν’ ανεβάσει το «Γλάρο» ακριβώς γιατί στο κτήριο του Ιωάννη Λαζαρίμου βρήκε το ιδεώδες τοπίο αστικού θεάτρου που αποθέωσε ο Αντόν Τσέχωφ. «Από τη στιγμή που το έργο σχολιάζει τη σχέση ζωής και θεάτρου, αποφάσισα να επικεντρωθώ εκεί. Οποιοδήποτε αισθητικό τέχνασμα κινδύνευε να μπερδέψει ή να λερώσει την προσέγγιση μας. Κι έτσι αποφασίσαμε να αξιοποιήσουμε το ίδιο το θέατρο ως το χώρο όπου εκτυλίσσεται η δράση αλλά και ως μεταφορά για το τοπίο όπου εκτυλίσσεται το πρωτότυπο» σχολιάζει ο ίδιος επεκτείνοντας τη λειτουργία της παράστασης – μέσω οπτικών μέσων – και στους εξωτερικούς χώρους του θεάτρου: Στο φουαγιέ, στους διαδρόμους, στις εξόδους του.

Glaros Keke Hmellos3

Σύρμω Κεκέ, Δημήτρης Ημελλος.

Αν το θέατρο είναι η “οθόνη” του «Γλάρου», τότε η ζωή εκπέμπει μέσα από αυτήν αφού ο συγγραφέας δεν μιλά παρά για το μυστήριο της καθημερινότητας και το βασανιστικό μεγαλείο της ζωής. «Ο Τσέχωφ γράφει για τα πάντα, γράφει για τη ζωή. Για όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά, τα συνηθισμένα όσο και τα απρόσμενα. Και πως στ’ αλήθεια μπορεί κανείς να περιγράψει τη ζωή ενός ανθρώπου; Αν το επιχειρούσε θα τον αδικούσε κατάφωρα. Έτσι, και ο “Γλάρος” περικλείει τα πάντα: Το χρόνο. Τον έρωτα. Το θάνατο. Την απελπισία. Τη γελοιότητα. Την ασημαντότητα. Τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία, τη διασημότητα, την τέχνη, το θέατρο… Αν, όμως, κάτι κατακάθεται απ’ όλα αυτά είναι η κωμωδία της αποτυχίας του ανθρώπου. Οι ζωές όλων των ανθρώπων είναι αποτυχημένες κι αυτό είναι το ενδιαφέρον παρατηρώντας τις» σημειώνει ο Γιάννης Χουβαρδάς, προσπαθώντας να διακρίνει, με αδρές γραμμές, τους κυρίαρχους θεματικούς πυρήνες του «Γλάρου».

Glaros Xatzopoulos

Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Παπανικολάου.

Και η διάγνωση του «Γλάρου» ως κωμωδία της υπαρξιακής πτήσης και πτώσης αναμένεται να τον οδηγήσει στην γοητευτική, διλημματική ακροβασία που υποβάλλει ο Τσέχωφ, σε όλα, ανεξαιρέτως, τα έργα του: Κωμωδία ή δράμα; Ιδού η απορία. «Η όψη της αποτυχίας έχει και μια κωμική πλευρά την οποία εμείς μπορεί να μην βλέπουμε – εμείς μπορεί να βιώνουμε μόνο το δράμα της – αλλά την βλέπουν οι άλλοι για εμάς» προσθέτει χαρακτηριστικά, “δείχνοντας” προς το βλέμμα του Αντόν Τσέχωφ όπου η κωμωδία κυνηγά την ουρά του δράματος.

Glaros Kalaitzidou3

Αννα Καλαϊτζίδου.

Η πρόκληση της επικίνδυνης αυτής ισορροπίας απευθύνεται σ’ ένα θίασο υψηλών αξιώσεων, άρα και σε μια υποκριτική συνόλου: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Κουρής, Ακύλλας Καραζήσης, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Ήμελλος, Άλκηστις Πουλοπούλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Μπίτος, Σύρμω Κεκέ. «Η πρόκληση εντοπίζεται στη συνθήκη πως τα πράγματα πρέπει να συμβαίνουν στην επιφάνεια, στον αφρό αλλά να μην μένουν σ’ αυτήν· ν’ αναζητούν, χωρίς θεατρινισμούς, το βάθος και την αλήθεια» εξηγεί η Άλκηστης Πουλοπούλου. «Όπως και στη ζωή μας συμβαίνουν τραγικά πράγματα αλλά δεν τα εκφράζουμε με δραματικό τρόπο ή ακριβώς το αντίστροφο».

Glaros Alkistis4 
Αλκηστη Πουλοπούλου.

Το κάλεσμα του Γιάννη Χουβαρδά για πρόβα – «ξεκινάμε, παιδιά» λέει και η φωνή του αντηχεί ταυτόγχρονα από τα ηχεία στους διαδρόμους του θεάτρου – βρίσκει τη σκηνή του Δημοτικού, αναπάντεχα άδεια. Ένας προβολέας (φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος) φωτίζει αχνά το σώμα του γλάρου που κείτεται σιωπηλός στη μετόπη της κι ένας ακόμα αντιφεγγίζει πάνω στην πλαστική μεμβράνη. Ξαφνικά, το τραγούδι της Milva για το νερό και το φεγγάρι έχει ζωντανέψει.

Περισσότερα από Art & Culture