Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές
Το διασημότερο μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι μεταφέρεται και πάλι στη μεγάλη οθόνη από τον Κένεθ Μπράνα (ο οποίος επιστρατεύτει ένα all star καστ) σχεδόν σαράντα χρόνια μετά από τη διασκευή του Λιούμετ.
Το ταξίδι του Οριάν Εξπρές στην Ανατολική Ευρώπη διακόπτεται απότομα όταν μια τρομακτική χιονοστιβάδα κάπου στα Βαλκάνια εκτροχιάζει το τρένο και ταυτόχρονα αποκαλύπτεται στο βαγόνι της Α θέσης το μαχαιρωμένο πτώμα ενός επιβάτη. Ο Ηρακλής Πουαρώ αναλαμβάνει δράση και επιχειρεί να εντοπίσει το δολοφόνο ανάμεσα στους δεκατρείς υπόπτους.
Δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται η όρεξη και το μεράκι του Μπράνα να καταπιαστεί με το… Graal της Άγκαθα Κρίστι και η φιλοδοξία του να αφήσει τη στάμπα του, ξεπερνώντας ίσως και την άποψη του Σίντνεϊ Λιούμετ ο οποίος στα 1974 έκανε μια πετυχημένη διασκευή που οδήγησε το φιλμ μέχρι τα όσκαρ (νικήτρια η Ίνγκριντ Μπέργκμαν στην κατηγορία β γυναικείου ρόλου μεταξύ των 6 συνολικά υποψηφιοτήτων εκ των οποίων ξεχωρίζει εκείνη του Άλμπερτ Φίνεϊ ως δαιμόνιος Πουαρώ για τον Α ρόλο). Δεν τα καταφέρνει πλήρως παρότι το ριμέικ αυτό διαθέτει υπερπολυτελή παραγωγή, κομψή και ντελικάτη κινηματογράφηση, first class ερμηνείες από το σύνολο των πρωταγωνιστών και ικανοποιητικό συγχρωτισμό χιούμορ και σασπένς. Ο
Μπράνα ως τολμηρός αλλά και γεμάτος αυτοπεποίθηση μηχανοδηγός δεν διστάζει να οδηγήσει την ταχεία του σε μέρη που δεν κρύβουν το φιλόδοξο, μεγαλόπνοο χαρακτήρα τους. Η απόπειρα όμως να συσχετιστεί η προβληματική της Κρίστι με μια σύγχρονη ματιά πάνω στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι δεν ευδοκιμεί πλήρως. Δίπλα στα θετικά σημεία που προαναφέραμε υπάρχει κι ένα αρνητικό πρόσημο που έχει να κάνει τόσο με την παλιομοδίτικη αισθητική στη σκηνοθεσία όσο και με την αδυναμία του Μπράνα να κουμπώσει πειστικά το αληθινό δράμα των Άρμστρονγκ (που συγκλόνισε τις ΗΠΑ στα 30ς και ενέπνευσε την Κρίστι στη συγγραφή του έργου) με την καλοζυγισμένη ιστορία μυστηρίου που αφηγείται στο περίφημο τρένο.
Λίγο πριν από το φινάλε του φιλμ επιχειρεί μάλιστα μια σεναριακή ρελάνς σε περισσότερο μελοδραματικούς και ανθρώπινους τόνους, όμως δεν γίνεται απόλυτα πειστικός. Όλη η προηγούμενη ταινία είναι σωστά δομημένη πάνω στο σπινθηροβόλο κωμικό πνεύμα του Πουαρώ και τον αυτοσαρκασμό («δεν είμαι τυχαία ο καλύτερος ντετέκτιβ στον κόσμο», λέει σε μια σκηνή ο βέλγος ντετέκτιβ με τα τροφαντά γελοία μουστάκια τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης) αλλά η σοβαροφάνεια του Μπράνα στο τέλος – παλιά του τέχνη κόσκινο- χαλάει κάπως τη συνταγή.
Οι πολιτικοί προβληματισμοί (ο παλιός κόσμος του τσαρικού μεγαλείου και της ξεπεσμένης αριστοκρατίας δίνει τη θέση του στο νέο κόσμο που αγκαλιάζει το ναζισμό και το καπιταλιστικό μοντέλο) και τα άλυτα ηθικά διλήμματα, αργούν απελπιστικά να αναδειχτούν δίνοντας την εντύπωση της χαμένης ευκαιρίας στο 90ο λεπτό. Επιπλέον ο Μπράνα δεν καταφέρνει να αποφύγει την τετριμμένη ανάδειξη του μεγαλείου της γραφής της συγγραφέας μέσω κλισέ κυρίως τεχνασμάτων. Πάντως σε γενικές γραμμές το φιλμ πετυχαίνει τον πρωταρχικό σκοπό του που είναι φυσικά η ψυχαγωγία του θεατή, χάρη στη δύναμη της ιστορίας και τον αινιγματικό ψηφιδωτό της.