“Κάποιος θα πρέπει να είχε συκοφαντήσει τον Γιόζεφ Κ., καθώς χωρίς να έχει κάνει τίποτε κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη”. Έτσι αρχίζει ένα από τα πιο εμβληματικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ο Γιόζεφ Κ., ανώτερος υπάλληλος τραπέζης και καθ’ όλα αξιοπρεπής πολίτης, ειδοποιείται από μια σειρά οργάνων μιας ακαθόριστης ανώτερης Αρχής, ότι πρόκειται να δικαστεί για κάτι που κανείς δεν τον πληροφορεί ως προς το τι είναι ακριβώς ούτε και ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει τι του καταλογίζεται. Ένα όμως είναι σίγουρο: θα δικαστεί κάποια στιγμή, παρ’ ότι είναι ελεύθερος να συνεχίσει τη ζωή του όπως πριν. Κατόπιν τούτου, μπλέκει σε έναν γκροτέσκο εφιάλτη στον οποίο βυθίζεται σταδιακά όλο και πιο βαθιά προσπαθώντας αφενός να καταλάβει τη λειτουργία του συστήματος που τον διώκει μέσα από τους παρανοϊκούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που εμφανίζει και ταυτόχρονα να βρει, μέσα από τους προσωπικούς δαιδάλους του νου του, τη ρίζα της ενοχής που του προσάπτουν. Υπάρχει ένα σύστημα που τον συνθλίβει άδικα ή είναι και ο ίδιος ένα ακόμα γρανάζι που ενισχύει το σύστημα και την πολυπλοκότητα;
Σημείωμα σκηνοθέτη
Το έργο του Κάφκα δεν χρειάζεται συστάσεις, όπως δεν χρειάζονται ο Όμηρος, ο Σαίξπηρ ή ο Γκαίτε . Έχουν γραφτεί πολύ περισσότερες γραμμές γι’ αυτόν και το έργο του απ’ όσες ο ίδιος είχε γράψει ποτέ, δημιουργώντας την παρακαταθήκη του σκοτεινού του μύθου. Η ανεξίτηλη γοητεία των έργων του και η ένταση των κόσμων που δημιουργεί έχει γίνει ο καθρέφτης άπειρων ερμηνευτών και ερμηνειών που υποστηρίζουν πως εκείνες ρίχνουν το σωστό φως μέσα από τις τεκμηριωμένες προσεγγίσεις τους στο μυστήριο των κλασσικών αυτών κειμένων. Έτσι, έχουμε ψυχαναλυτικές αναγνώσεις του Κάφκα, άμεσα συνδυασμένες με την προσωπική του ζωή, φιλοσοφικές, κοινωνικοπολιτικές, θεολογικές-μεταφυσικές, μεταμοντέρνες, καθώς επίσης αναγνώσεις υπό το πρίσμα της εβραϊκής ταυτότητας του συγγραφέα έως και κάποιες που προσδίδουν “προφητικό” χαρακτήρα στο έργο του, μιας και σύμφωνα μ’ αυτές ο συγγραφέας προεικάζει την επερχόμενη άνοδο του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη ή ακόμα και το ίδιο το Ολοκαύτωμα. (Οι τρεις μικρότερες αδερφές του και οι οικογένειές τους έχασαν τις ζωές τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης). Ποια όμως είναι η “σωστή”; Όλες. Και καμία. Όπως σε κάθε μεγάλο έργο τέχνης, οι ερμηνείες είναι ανατρεπτικά υποκειμενικές και διαρκώς μεταβαλλόμενες ακολουθώντας πιστά το zeitgeist της κάθε εποχής που αναζητά να αναγνωρίσει τον εαυτό της μέσα στο μεγάλο έργο του παρελθόντος.
Γιατί όμως επιλέξαμε εμείς να παρουσιάσουμε την δική μας ανάγνωση και σε αυτόν το συγκεκριμένο χωροχρόνο; Ο Κάφκα “χρεώνεται” και κάτι για το οποίο ελάχιστοι συγγραφείς θα μπορούσαν να καυχηθούν. Μια νέα λέξη στο παγκόσμιο λεξιλόγιο για να προσδιοριστεί μια πολύ συγκεκριμένη κατάσταση και ατμόσφαιρα. Η λέξη “καφκικός”. Μια λέξη που αυτόματα απαντά στην παραπάνω ερώτηση. Άραγε πόσοι από μας θυμούνται εποχές, που ο χαρακτηρισμός “καφκικές” να ήταν πιο ταιριαστός; Πολιτικολογούμε; Καθόλου. Ενεργοποιούμε τους πιο σαρδόνιους επιβιωτικούς μηχανισμούς μας. Όπως άλλωστε σημειώνει ο μελετητής του Κάφκα Franz Baumer, ο Κάφκα δεν αρθρώνει “κάποιο πολιτικό δόγμα, αλλά μια πνευματική κατάσταση και μια κριτική ευαισθησία που το κύριο όπλο της είναι η ειρωνεία και το χιούμορ.”
Ναι, ο Κάφκα έχει χιούμορ. Μαύρο φυσικά. Αλλά χιούμορ. Παρωδεί, σχολιάζει, ασκεί αμείλικτη κριτική και αυτοκριτική και θα μπορούσε άνετα να διεκδικήσει την πνευματική πατρότητα του θεάτρου του Παραλόγου. (Κάτι που πολλοί από τους εκπροσώπους του έχουν ανοιχτά παραδεχτεί, όπως ο Χάρολντ Πίντερ που έχει διασκευάσει τη Δίκη σε κινηματογραφικό σενάριο, ενώ το έργο του Πάρτυ Γενεθλίων θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί ανάπτυγμα των πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου). Όταν ο Κάφκα, διάβαζε στους φίλους του τα πρώτα κεφάλαια της Δίκης όλοι μαζί ξελιγώνονταν στα γέλια. Παράδοξο; Ίσως. Αλλά μήπως αυτό εννοεί ο Μπέκετ λέγοντας “μπροστά σου το χειρότερο ώσπου να αρχίσεις να γελάς”; Επίσης, ναι, ο Κάφκα έχει θεατρικότητα. Δεν θα επικαλεστούμε τις συνεχείς μεταφορές του έργου του– και ειδικότερα της Δίκης- στη σκηνή, αλλά κάτι που αφορά τις αναφορές του ίδιου του συγγραφέα. Όπως μελετητές του Κάφκα σαν την Evelyn Torton Beck ή τον Guido Massino, που υπογραμμίζουν την πολύ βαθιά εντύπωση που έκανε στον Φράντς Κάφκα καθώς και την καθοριστική σημασία που είχε στην τελική διαμόρφωση του ύφους των ώριμων έργων του–και φυσικά της Δίκης- η επαφή του με το θέατρο Yiddish: μια μορφή λαϊκού εβραϊκού θεάτρου που αναπτύχθηκε αρχικά στην Κεντρική Ευρώπη από το τέλος του 18ου αιώνα και που το ρεπερτόριο των “μπουλουκιών” που το στήριζαν ήταν απλοϊκά μελοδράματα με έντονες εναλλαγές κωμικού στοιχείου γραμμένα στα Yiddish– γλώσσα που μιλούσαν οι Eβραίοι της Κεντρο-Ανατολικής Ευρώπης.
Η πρώτη επαφή του νεαρού Κάφκα με το είδος έγινε το 1910 στο Café Savoy της Πράγας, όπου σε μια μικρή αυτοσχέδια σκηνή, η σχεδόν γκροτέσκα αυτή μορφή θεατρικής τέχνης προκαλεί μια “φώτιση” στον εκκολαπτόμενο μεγάλο συγγραφέα, όπως άλλωστε και ο ίδιος σημειώνει στα ημερολόγιά του. Ο θιασάρχης, σκηνοθέτης και ηθοποιός του θιάσου Yitzak Levi γίνεται πολύ στενός του φίλος. Οι μελετητές αναγνωρίζουν άμεσες αναφορές και δείγματα παρωδίας σκηνών των έργων που παρακολούθησε στα μετέπειτα γραπτά του. Όπως αναφέρει η E. T. Beck “η δομή και η τεχνική, η θεατρικότητα των Yiddish έργων διατρέχουν την ύφανση της Δίκης […] το στοιχείο του μυστηρίου του σασπένς διατηρείται σε όλο το έργο […] σε μια μορφή κλιμακώσεων και αποκλιμακώσεων συγγενών με αυτές της δραματικής τέχνης […] Επιπλέον, η εμφανής έλλειψη ενδιαφέροντος του Κάφκα για βαθύτερη ανάλυση της ψυχολογίας των χαρακτήρων του αντανακλά την πρωτόλεια καταγραφή και τα υπεραπλουστευμένα κίνητρα που ενεργοποιούν τους χαρακτήρες των Yiddish θεατρικών έργων”.
Τι σημαίνουν εν τέλει όλα αυτά; Πώς η ενασχόληση με τη Δίκη μπορεί να βυθίσει σε γνωστούς- άγνωστους… ονειρικούς κόσμους, να τρομάξει, να διασκεδάσει, να γοητεύσει, να ταράξει, να ανακουφίσει, να προκαλέσει γέλιο ή το ακριβώς αντίθετο; Ανάλογα με το τι θα επιλέξει να δει το κοινό που θα παρακολουθήσει την παράσταση “Η Δίκη του Κ.” που το “Φυσικό Θέατρο της Οκλαχόμα”- το οποίο επισκέπτεται εκτάκτως την πόλη μας – παρουσιάζει στο ΠΟΡΤΑ. Τα υπόλοιπα επί σκηνής.