Συν & Πλην: Μαντάμ Σουσού του Δημήτρη Ψαθά στο Παλλάς
Θετικές και αρνητικές σκέψεις από την πολυσυζητημένη παραγωγή «Μαντάμ Σουσού» στο Παλλάς.
Το πέρασμα της διαχείρισης του Παλλάς στις Θεατρικές Σκηνές εγκαινιάζεται με μια μεγάλη παραγωγή, την κλασική «Μαντάμ Σουσού». Το ευθυμογράφημα αποτέλεσε «βάσανο» για τον δημιουργό του Δημήτρη Ψαθά, «γιατί από τη στιγμή που η Μαντάμ Σουσού εμφανίστηκε στις σελίδες ενός εβδομαδιαίου περιοδικού με τη σειρά αυτοτελών επεισοδίων, απέκτησε τόσο έντονη προσωπικότητα, ώστε να ξεφύγει εντελώς από τα χέρια μου και να κάνει ό,τι θέλει» (απόσπασμα από τον πρόλογο της έκδοσης “Μαντάμ Σουσού”, εκδ. Ψαθά, 2006). Στη μακρόχρονη λοιπόν πορεία παρακολουθήσαμε τα κατορθώματα της ηρωίδας μέσα από το εβδομαδιαίο περιοδικό «Θησαυρός» (1938 -1940), το ομότιτλο βιβλίο (1940), ως νούμερο επιθεωρήσεων λίγο πριν την Κατοχή με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Νέζερ (1940), ως εκπομπή στο ραδιόφωνο με τη Γεωργία Βασιλειάδου (1950), την κινηματογραφική ταινία με τη Μαρίκα Νέζερ (1948), τη θεατρική της εκδοχή (με την Κατερίνα Ανδρεάδη / 1942, τη Μαίρη Αρώνη / 1947, την Άννα Παναγιωτοπούλου / 1998, τη Φωτεινή Μπαξεβάνη / μόλις το 2012) και βέβαια από το τηλεοπτικό σίριαλ, αρχικά με την Άννα Παϊταζή (1972) και τη θρυλική στη συνέχεια ερμηνεία της Άννας Παναγιωτοπούλου (1986).
Το έργο
Η ονειροπαρμένη μαντάμ Σουσού πιστεύει πως έχει αριστοκρατική καταγωγή και παριστάνει την ξεπεσμένη μεγαλοαστή στη γειτονιά του Μπύθουλα, μια φτωχή συνοικία του Κολωνού. Ο άντρας της, ο καλοκάγαθος Παναγιωτάκης, την αγαπάει πολύ και παρά την κοροϊδία των γειτόνων του, δεν της χαλάει χατίρι. Κάποια στιγμή η ηρωίδα κληρονομεί μια τεράστια περιουσία από συγγενή της στην Αμερική. Ένας απατεώνας της υψηλής κοινωνίας καταστρώνει σχέδιο για να της φάει τα χρήματα πουλώντας της αγάπες. Την ξελογιάζει κι εκείνη τον ακολουθεί, εγκαταλείποντας τον άντρα της. Εγκαθίστανται στο Κολωνάκι και ζουν επιδεικτικά, μέχρι που ο απατεώνας της αποσπά όσα χρήματα έχουν απομείνει και εξαφανίζεται. Η μαντάμ Σουσού επιστρέφει με κομμένα τα φτερά στη λαϊκή γειτονιά και στον καλόκαρδο άντρα της που δεν έχει σταματήσει να την αγαπά.
Η παράσταση
Είναι γεγονός ότι στο Παλλάς στήθηκε μια υπερπαραγωγή και πάλι από τον Κακλέα, μετρ του είδους τα τελευταία χρόνια, που παραπέμπει πιο πολύ σε μιούζικαλ. Σύντομα επεισόδια που στέκονται στην πλειοψηφία τους αυτοτελώς, 30 περίπου ηθοποιοί, ζωντανή ερμηνεία τραγουδιών με τη βοήθεια της εξαιρετικής ορχήστρας, πλούσια σκηνικά με εικόνες από την παλιά Αθήνα, κοστούμια, συνθέτουν επαρκώς και αρμονικά συντονισμένα τον κόσμο της Σουσούς, το γέλιο, τη συγκίνηση, τη νοσταλγία, τη σάτιρα και το τραγούδι. Εύστοχη σκηνοθεσία, που συνδυάζει τη δράση, την αφήγηση, τα κινηματογραφικά στιγμιότυπα, ζωντανεύοντας με αληθοφάνεια μια άλλη εποχή και τους ήρωες της, χωρίς αυτοί να γίνονται γραφικοί. Σε αυτό συνέβαλε και η απόδοση του κειμένου, διασκευασμένου από τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, με μέτρο απέναντι στο πρωτότυπο, αναδεικνύοντας το ευτράπελο περιεχόμενό του, που προκαλεί ευθυμία ακόμα και σήμερα, χωρίς αταίριαστες ή περιττές σκηνές ή ακόμα και βωμολοχίες αν αναλογιστούμε τη σύγχρονη, συνήθη τακτική σύνδεσης του γέλιου με αυτές.
Ατάκες ελεγχόμενες, σεβασμός και αναγνώριση στον συγγραφέα, φανερά στην τελευταία ειδικά σκηνή-πινελιά της Παπαδοπούλου, στην απευθείας συνομιλία της ηρωίδας με τον δημιουργό της, τον Ψαθά, συγκινητική ακόμα και όταν εκείνη αποφασίζει να συνεχίσει το μπαϊράκι της, έξω από τις σελίδες του εμπνευστή της. Εστιάζοντας στις ερμηνείες: έχοντας κανείς κατά νου τη σύγκριση – μάλλον αδύνατο να μη συμβεί στους θεατές των μεγαλύτερων μάλιστα ηλικιών- με τη Σουσού της Παναγιωτοπούλου, θα διαπιστώσει μια συμπαθή και ευχάριστη απόδοση από την Παπαδοπούλου, που θυμίζει την τηλεοπτική περσόνα του “Σ΄αγαπώ – Μ’ αγαπάς” και την ακόμη παλιότερη των “Απαράδεκτων”. Ο Άλκης Κούρκουλος πλαισίωσε εξωτερικά κυρίως τον ρόλο του ζεν πρεμιέ, τον γοητευτικό πλανευτή Μηνά Καντακουζηνό, θα ήταν όμως προτιμότερο να υπάρχει περισσότερο βάθος και νεύρο στην ερμηνεία του. Ο Κώστας Κόκλας από την άλλη ήταν πιο συνειδητοποιημένος στον χαρακτήρα του Παναγιωτάκη. Ικανοποιητικοί στο σύνολό τους οι δευτερεύοντες ρόλοι που προσέφεραν ουσιαστική υποστήριξη στην παράσταση. Τέλος, χωρίς δεύτερη σκέψη, η Χριστίνα Μαξούρη, με τη φωνή και το μπρίο της, βάζοντας τις μελωδικές πινελιές στην παράσταση (εξαιρετική επίσης η μουσική της Μαρίζας Ρίζου) κερδίζει τις εντυπώσεις.
Τα Συν (+)
· η απόδοση του έργου που δεν αλλοίωσε τον χαρακτήρα του, αποδεικνύοντας στην πράξη τη διαχρονική αντοχή και δύναμη του.
· η μουσική επένδυση και κυρίως η ζωντανή απόδοσή της, με τη συνδρομή της ορχήστρας, αποτελούν τα πιο δυνατά σημεία της δουλειάς.
· η σκηνοθετική προσέγγιση δημιούργησε ένα δεμένο και χορταστικό θέαμα, που παρά τη μεγάλη διάρκειά του (160 λεπτά), δεν κουράζει, παραμένει δεκτικό και ευχάριστο στο σύνολό του.
· τα σκηνικά και τα κοστούμια πλαισιώνουν επιτυχώς περιστατικά και ήρωες, συμβάλλοντας στο χορταστικό θέαμα μιας ακριβής παραγωγής.
· το ευφάνταστο φινάλε, με τη συνάντηση δημιουργού και δημιουργήματος.
Τα Πλην (-)
· οι κύριες ερμηνείες, ικανοποιητικές ως έναν βαθμό, δίνοντας ωστόσο και την αίσθηση της διεκπεραίωσης, καθώς στερούνταν χρώματος και βάθους.
· τα πολύ ακριβά εισιτήρια για τις μπροστινές θέσεις καθώς η διάταξη του θεάτρου – παράπονο που ακούσαμε από πολλούς – δημιουργεί πρόβλημα στην παρακολούθηση για τους θεατές των πίσω σειρών.
Το άθροισμα (=)
Πλούσιο πολυθέαμα με γνωστά ονόματα που λειτουργεί ως ευχάριστο διάλειμμα από την καθημερινότητα. Σίγουρα θα περάσει κανείς καλά, χωρίς έγνοιες, βλέποντας μια μαζική μεν, αξιοπρεπή ωστόσο παραγωγή, χωρίς περαιτέρω αξιώσεις.