Σίμος Κακάλας, Ελενα Μαυρίδου, Δήμητρα Κούζα – Ομάδα Χώρος: Οι νομάδες της ελληνικής σκηνής σπιτώθηκαν
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση της ομάδας τους, οι ταξιδιάρικες ψυχές του «Χώρου» εγκαινιάζουν το θέατρο τους και μιλάνε για όσα τους ενώνουν παρά τις μεγάλες δυσκολίες. Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή
Στην πόλη υπάρχει ένα καινούργιο θέατρο που το έφτιαξαν οι ηθοποιοί και ιδιοκτήτες του· και το έφτιαξαν με τα χέρια τους. «Ολα αυτά που βλέπεις γύρω σου είναι δουλεμένα από εμάς» λένε καθώς περνάω την είσοδο στον αριθμό 6 της Πραβίου, στην καρδιά του Βοτανικού. Εκεί όπου μέχρι το 2013 υψωνόταν ένα εργοστάσιο παραγωγής κάρβουνων – «καρβουνάκια για μίζες» με διορθώνουν – τώρα προβάλλει μια σκηνή με μια vintage βελούδινη αυλαία σε πρώτο πλάνο. Τέσσερα χρόνια ανακαίνισης, προσωπικής επένδυσης και εργασίας μετά, ο «Χώρος», το θέατρο της ομώνυμης ομάδας των Σίμου Κακάλα, Ελενας Μαυρίδου και Δήμητρας Κούζα ανοίγει για πρώτη σεζόν παρουσιάζοντας ένα ολοκληρωμένο, χειμερινό ρεπερτόριο.
Η φεστιβαλική έκπληξη, το μετα-καμπαρέ του «Greek Freak» (σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα) έχει ήδη ανοίξει τον προγραμματισμό για να ακολουθήσουν στις αρχές του 2018 η θεατροποίηση στο κλασικό μυθιστόρημα της Εμιλυ Μπροντέ «Ανεμοδαρμένα ύψη» και η μπεκετική διασκευή του «Περιμένοντας τον Γκοντό», στο «Godot2» (το πρώτο σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα και το δεύτερο σε σκηνοθεσία Ελενας Μαυρίδου). Και η καλλιτεχνική δραστηριότητα συνδυάζεται με την εκπαιδευτική αφού στο «Χώρο» λειτουργούν επίσης Εργαστήρι Υποκριτικής.
Είναι, λοιπόν, γεγονός: Το πλέον νομαδικό σχήμα που γνώρισε η σύγχρονη ελληνική σκηνή, η ομάδα που, μ’ έναν αγέρωχο τρόπο, αναβίωσε το μπουλούκι, έχει σπίτι· σπίτι με τα όλα του. «Η ομάδα μας είχε Χώρο από την πρώτη στιγμή, με την έννοια ότι είχε πάντα σημεία αναφοράς. Τώρα όμως, έχει στέγη – και μάλιστα μετά από τόσα χρόνια. Το σημείο αναφοράς απέκτησε ένα σημείο συνάντησης όπου σκοπεύουμε να διαχυθεί η γνώση και η δουλειά μας από τα πρώτα μας βήματα μέχρι σήμερα» εξηγεί ο ιθύνων νους του «Χώρου», Σίμος Κακάλας.
Έχουν περάσει κιόλας 14 χρόνια από την πρεμιέρα της εμβληματικής «Γκόλφως» στο φουαγιέ της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη, όταν ο Σίμος Κακάλας και η Έλενα Μαυρίδου, δημιουργούσαν το «Χώρο» οδηγημένοι από μια ανάγκη να δουλέψουν πάνω στην «έρευνα της υποκριτικής» – τότε ακόμα ως ηθοποιοί του Κρατικού και προστατευμένοι από τις φτερούγες του οργανισμού και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Βίκτορα Αρδίττη. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, η ανάληψη καθηκόντων από το Νικήτα Τσακίρογλου θα επέσπευδε την παράτολμη απόφαση να εγκαταλείψουν την ασφάλεια του ΚΘΒΕ και να συνεχίσουν την έρευνα τους, κυριολεκτικά, στο δρόμο. Ένας τεράστιος κύκλος περιοδειών ανά την ελληνική επικράτεια που θα διαρκούσε δέκα χρόνια εγκαινιαζόταν αναπάντεχα και από το καλοκαίρι του 2005 θα παρέσερνε μαζί του και τη Δήμητρα Κούζα. Αρτι απόφοιτη της δραματικής σχολής του ΚΘΒΕ, η ηθοποιός θα γνώριζε τι πάει να πει θέατρο από χωριό και σε χωριό, στήνοντας και ξεστήνοντας καθημερινά σκηνικά, ταξιδεύοντας από το ένα μέρος στο άλλο, παίζοντας για θεατές που μπορεί να μην είχαν ποτέ πριν ξαναδεί παράσταση, ακολουθώντας ένα αυτοκίνητο ασφυκτικά φορτωμένο από σκηνικά «που θύμιζε κόμικ» όπως θυμάται ο Σίμος Κακάλας. «Το ξεκίνημα μας ήταν μια εντελώς τρελή κατάσταση. Είπαμε “δεν έχουμε ιδέα τι θα κάνουμε, αλλά πάμε”. Είπαμε “γιούργια”».
Σίμος Κακάλας.
Η τόλμη τους δικαίωσε και ο νεανικός ενθουσιασμός δεν τους απομάκρυνε από το στόχο τους. «Ναι, πράγματι ξεκινήσαμε αυθόρμητα αλλά εξ αρχής ήμασταν προσηλωμένοι σ’ ένα στόχο. Απλώς εκείνη την εποχή, είχαμε το κουράγιο να δοκιμαστούμε σε κάτι που δεν ξέραμε και να ανακαλύψουμε στην πράξη και με ρίσκο όσα διψούσαμε να μάθουμε. Ήταν επιλογή μας» προσθέτει η Ελενα Μαυρίδου.
Η ομάδα εκπαιδεύτηκε εντατικά στην πρόκληση του τυχαίου. Εκεί όπου το λάστιχο έσκαγε στη μέση του πουθενά. Εκεί όπου τα βουνά όριζαν τους ορίζοντες τους. Εκεί όπου τα “καμαρίνια” στήνονταν στη μέση μιας ψησταριάς και ο πειρασμός για ένα σουβλάκι – μαζί με την προτροπή της φιλόξενης ταβερνιάρισσας «έλα παιδάκι μου, φάε» – στη διάρκεια της παράστασης ήταν πολύ μεγάλος για να τον αγνοήσουν. Εκεί όπου το ρεύμα κοβόταν και την παράσταση φώτιζαν οι προβολείς ενός αυτοκινήτου. Εκεί όπου το βερνίκι από το λουστραρισμένο θέατρο κολλούσε πάνω στα ρούχα τους. Εκεί όπου το μαλλί της γριάς είχε ακόμα λόγο ύπαρξης ως must λιχουδιά. Σε μια από τις πρώτες περιοδείες τους στο Νευροκόπι, ο Σίμος Κακάλας θυμάται πως ένα κοινό 500 ατόμων αποχώρησε σιωπηλά μετά το τέλος της παράστασης χωρίς να χειροκροτήσει. «Έβγαλα το κεφάλι από τη σκηνή για να δω τι συμβαίνει και καθώς τους είδα να φεύγουν είπα μέσα μου πως “αυτό είναι το μπουλούκι”».
«Εκπαιδευτήκαμε σ’ ένα κοινό που μιλούσε, που αντιδρούσε διαρκώς εν ώρα παράστασης. Έχοντας, όμως, τόσες πηγές ενέργειας να διαχειριστούμε αυτό μας έκανε πιο δυνατούς υποκριτικά. Κι όταν πια θα ξαναμπαίναμε στα κλειστά θέατρα, αυτή η πολλή ησυχία λίγο πριν βγούμε στη σκηνή φάνταζε ξένη» λέει χαρακτηριστικά η Έλενα Μαυρίδου. Ειδικά η Δήμητρα Κούζα που, μέχρι τότε, δεν ήξερε τίποτε άλλο από την hard core εμπειρία της επαρχίας, δυσκολεύτηκε στ’ αλήθεια να συμμορφωθεί με την κανονικότητα του αστικού θεάτρου.
Η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας της περιοδείας μα και της, κάθε λογής, ακραίας θεατρικής συνθήκης άρχισε να ευνουχίζεται με τις αλλαγές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και την εφαρμογή του Καποδίστρια, όταν δηλαδή τα χωριά έχαναν την οικονομική αυτονομία τους και ο συντονισμός μιας περιοδείας απαιτούσε ένα μηχανισμό στον οποίο η ομάδα του «Χώρου» δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Από το 2011 η ανάγκη για την ανεύρεση μιας στέγης έγινε επιτακτική μέχρι που το 2013 θα έφταναν στο κατώφλι της Πραβίου.
Ελενα Μαυρίδου.
«Μπαίνοντας σε αυτό το θέατρο μοιραία η προηγούμενη εμπειρία μας ακολουθεί. Δεν γίνεται να μην επηρεάσει τον τρόπο που λειτουργούμε. Απλώς φωλιάζουμε κάπου, μαζί με όλο αυτό που έχουμε βιώσει. Προφανώς κι έχουμε το στερητικό σύνδρομο της περιοδείας όμως, στην ουσία, δουλεύουμε πάνω στην ίδια προβληματική» επισημαίνει η Ελενα Μαυρίδου.
Η «Γκόλφω», η «Ερωφίλη», ο «Ορέστης», ο «Απόκοπος», το «Λιωμένο βούτυρο», το «Σύσσημον», η έρευνα στη λαϊκή παράδοση, την κρητική λογοτεχνία, το δραματικό ειδύλλιο και τη δημοτική ποίηση, το αρχαίο δράμα και τη γλώσσα της μάσκας, η καθοριστική για τη ματιά τους εμπειρία της περιοδείας – όλα τα παίρνουν μαζί τους. Το λεξιλόγιο της ομάδας δεν αλλάζει, όπως λένε, αλλά εξελίσσεται. «Προσπαθώ να μην μένει στάσιμη η έρευνα μας, να μην βαριέμαι εγώ, να μην βαριούνται οι ηθοποιοί· αναμοχλεύουμε διάφορα στοιχεία και επαναδιαπραγματευόμαστε συνεχώς τη γλώσσα μας χωρίς όμως να αγνοούμε τις βάσεις που έχουμε θέσει. Σαν να παντρεύεται πια η τεχνογνωσία με την εμπειρία» διευκρινίζει ο σκηνοθέτης του «Χώρου».
Πάντως, η λειτουργία της μάσκας μοιάζει να στέφεται το σήμα κατατεθέν του θεάτρου τους. «Από τη λογική της μάσκας δεν βγήκαμε ποτέ. Δεν πιστεύω στις παραστάσεις όπου οι σκηνοθέτες απογυμνώνουν εντελώς τον ηθοποιό προκειμένου να υπηρετήσει μια generic γραμμή ή μια μεταδραματική φόρμα. Μου αρέσει οι ηθοποιοί να είναι ελεύθεροι στη σκηνή, να με καταργούν με τις προτάσεις τους και η μάσκα βοηθάει καθοριστικά σε αυτή την αυτονομία» συνεχίζει.
Βεβαίως η, επί σκηνής, ελευθερία δεν κατάργησε την ιεραρχία. Ο «Χώρος», δηλαδή, δεν πέρασε ποτέ στη λειτουργία της κολεκτίβας. Η Έλενα Μαυρίδου έδειξε από νωρίς μια έφεση στη δραματουργική επεξεργασία, η Δήμητρα Κούζα έχει τα διοικητικά καθήκοντα της εταιρίας αλλά ο Σίμος Κακάλας ήταν και παραμένει ο επικεφαλής της ομάδας. «Μιλάμε όλοι ανοιχτά, προτείνουμε, συχνά συναποφασίζουμε. Ο καθένας έχει αναλάβει ένα ρόλο, αλλά ο σκηνοθέτης είναι το χωνευτήρι όλων των παραπάνω» παραδέχονται.
Δήμητρα Κούζα.
Αν κάτι δυναμίτισε τη λειτουργία της ομάδας αυτή ήταν η “συνήθης ύποπτη” οικονομική δυστοκία, με την οποία έχουν έρθει πολλές φορές αντιμέτωποι · τότε που η διάλυση του «Χώρου» έμοιαζε με το πιο πιθανό σενάριο. «Ήταν πολλές οι στιγμές που βρεθήκαμε σε αδιέξοδο. Είχαμε τις ιδέες, τη γνώση και τη διάθεση να προχωρήσουμε μπροστά και τα οικονομικά προβλήματα μας κρατούσαν εγκλωβισμένους. Αναγκαζόμασταν διαρκώς να αναζητούμε πατέντες για να προσπεράσουμε τη δεδομένη δυσκολία. Δεν ήταν καθόλου εύκολο» αποκαλύπτει η Έλενα Μαυρίδου.
Κι αν τους ρωτήσεις για τα χρήματα που έχουν βγάλει από το θέατρο, μετά την πρώτη αμήχανη σιωπή, θα ξεσπάσουν σε γέλια. «Στις καλύτερες εποχές διαθέταμε τα έσοδα μας για να αγοράσουμε εξοπλισμό για το Χώρο, προσπαθώντας, κατά τα άλλα, να καλύψουμε τα στοιχειώδη, την επιβίωση μας» ομολογεί η Δήμητρα Κούζα που βρίσκει πρώτη την αυτοκυριαρχία της.
Παρόλα αυτά, έχοντας καθίσει κυκλικά μπροστά στη σκηνή του «Χώρου», του δικού τους χώρου, ο Σίμος Κακάλας, η Έλενα Μαυρίδου και η Δήμητρα Κούζα αναγνωρίζουν πως έχουν καταφέρει πολλά, αποτελώντας μια ξεχωριστή, αν όχι μοναδική, περίπτωση στο ελληνικό θέατρο. «Έχουμε πίστη και αφοσίωση μεταξύ μας, πορευόμαστε μαζί και τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν δεν είναι τυχαίο. Έχουμε ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες που προέκυψαν. Διαχειριζόμαστε κάθε νέο δεδομένο με θέληση και εγρήγορση. Είμαστε εδώ και δεν βαλτώνουμε» παρατηρεί δυναμικά η Έλενα και η Δήμητρα συμφωνεί με το παραπάνω. «Καταρχάς, το ότι υπάρχουμε ακόμα, μετά από 14 χρόνια, σε μια πραγματικότητα όπως η ελληνική, είναι το σημαντικότερο επίτευγμα μας. Όμως δεν είναι στη φύση της ομάδας να ψάχνεται για το τι έχει καταφέρει. Αν κοιτάξουμε τα πεπραγμένα μας απολογιστικά είναι σαν να βάζουμε τελεία. Κι εμείς, το αντίθετο, βρισκόμαστε διαρκώς σε κίνηση».
Νωρίτερα, η Δήμητρα Κούζα εξηγούσε αναλυτικά τη διαδικασία του να λύνει και να δένει κανείς τα σκηνικά. Και πως εκεί η επιλογή να μην τα καταφέρεις απλώς δεν υπάρχει. «Αυτό με έβαλε στη λογική να βρίσκω ένα τρόπο για όλα. Να μην λέω “δεν μπορώ”». «Αυτό σας κάνει ολικούς καλλιτέχνες;» ρωτάω και τους τρεις. «Όχι, αυτό μας κάνει θεατρίνους» απαντά με σιγουριά ο Σίμος Κακάλας. «Κι αν το καλοσκεφτείς μας κάνει και παιδιά για σπίτι». Το σπίτι τους, τώρα, λέγεται «Χώρος».