Δημήτρης Λιγνάδης: Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι έγινα ηθοποιός για να υπηρετήσω την τέχνη. Εγινα ηθοποιός για να υπηρετήσω τον εαυτό μου
Ο πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης του «Πέερ Γκυντ» και του Εθνικού Θεάτρου δηλώνει ένας τυχοδιώκτης που τώρα μαθαίνει ν’ αγαπάει τους ανθρώπους. Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή
Θέλει να φωτογραφηθεί δίπλα στην προτομή του Αλέξη Μινωτή. Το δικαιολογεί αμέσως: «Όταν ήμουν μικρός, μπορεί και πριν μπω στη δραματική σχολή του Εθνικού, ερχόμουν εδώ και χάιδευα τις προτομές από θαυμασμό» λέει ποζάροντας στο μισοφωτισμένο διάδρομο του Τσίλερ ο Δημήτρης Λιγνάδης – λίγο πριν μπει στην πρόβα του «Πέερ Γκυντ». Σύμπτωση: Ο Μινωτής, ο μέγας δάσκαλος που τον “βάφτισε” ηθοποιό στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στο Εθνικό, ήταν και ο πρώτος ερμηνευτής του ιψενικού ρόλου στην ελληνική θεατρική ιστορία. Ήταν την ίδια, περίπου, εποχή – έφηβος πάλι – όταν ο Δημήτρης Λιγνάδης θα διάβαζε για πρώτη φορά το έπος του «Πέερ Γκυντ» και θα αναγνώριζε στο σκανδιναβικό έπος, ενστικτωδώς ίσως, την προσωπική του saga.
Πολλές συμπτώσεις για να τις αγνοήσει κανείς, ειδικά τώρα που ο Λιγνάδης παραδέχεται πως πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί το έργο αυτό σε μια αναζήτηση του εαυτού του. Στην πραγματικότητα εκείνος ο πιτσιρικάς – «που δεν προγραμμάτιζε να γίνει ηθοποιός» – δεν έχει πάει πολύ μακριά. Μέσα του, μπορεί να μην έχει μεγαλώσει και καθόλου· αφού, όπως ισχυρίζεται, ονειροπολεί και παραμυθιάζεται με την ύπαρξη άσπιλων ηρώων. Ανοίγοντας την πόρτα της κεντρικής αίθουσας του Τσίλερ ξέρει πως θα συναντηθεί με κάποια από τα όνειρα του.
Σας εξιτάρει το γεγονός ότι ο «Πέερ Γκυντ» είναι ένα έργο που θεωρείται άθλος κάθε φορά που αποδίδεται;
Οπως μου είπε κι ένας φίλος μου ο «Πέερ Γκυντ» «είναι ένα έργο που προσφέρεται για μεγάλες αποτυχίες».
Φοβάστε να αποτύχετε;
Βέβαια! Υπάρχει κάποιος που δεν φοβάται; Αλλά προσπαθώ πάντοτε ώστε οι φόβοι μου – και ως προς το θέατρο και ως προς τη ζωή – να είναι λίγο πιο μικροί από τις επιθυμίες μου.
Τι είναι αυτό που καθιστά τον «Πέερ Γκυντ» τόσο μεγάλο στοίχημα;
Είναι ένα έπος· δεν είναι ένα έργο για ιταλική σκηνή από τα αστικά έργα του Ιψεν. Εχει τόσες θεατρικές δομές που δεν ξέρεις από που να το πιάσεις. Η θεματική του είναι πολύ σπουδαία αλλά την ίδια ώρα είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό το θέμα να γίνει θέαμα.
Που εντοπίζετε το μέγα θέμα στο έργο;
Στην Οδύσσεια του Εγώ. Αυτό που κάποτε είπαν τα ξωτικά στον Πεερ Γκυντ: «Να είσαι αρκετός στον εαυτό σου. Για όλα τ’ άλλα να είσαι πάντοτε κλειστός. Αυτός θα είναι μόνο ο σκοπός σου». Τι σημαίνει αυτό; Πως όταν ο καθένας είναι κλεισμένος στον εαυτό του μπορεί μεν να συνεργαστεί με άλλους αλλά αγνοεί το «Εσύ», επικρατεί μόνο το Εγώ. Το έργο, δηλαδή, μιλάει και για το αδιέξοδο του δυτικού ανθρώπου αφού ήδη μια επιταγή του Δυτικού κόσμου είναι «να είσαι ο εαυτός σου». Αυτό μπορεί να μοιάζει λυτρωτικό αλλά δεν είναι – κανονικά θα έπρεπε να είσαι ο άλλος. Και σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο Πέερ Γκυντ, λίγο πριν το τέλος της ζωής του: Να είμαστε ο άλλος δια της αγάπης. Δυστυχώς, όμως, τόσο στα έργα όσο και στη ζωή, οι μεγάλες αλήθειες μας αποκαλύπτονται όταν πια δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτές. Οπως έχει πει και ο Ελύτης «η αλήθεια μόνο έναντι θανάτου δίδεται».
Προσπαθώ οι φόβοι μου να είναι λίγο πιο μικροί από τις επιθυμίες μου
Ποιες αλήθειες ανακαλύπτετε για τον εαυτό σας δουλεύοντας πάνω στον Ιψεν;
Οταν μικρός είχα πρωτοδιαβάσει το έργο – μου το είχε φέρει ο πατέρας μου από τη Βιβλιοθήκη του Εθνικού όπου δίδασκε – κάπου στα 17 μου, τότε που ξεφύλλιζα τα θεατρικά λευκώματα και δεν ήξερα καν ότι θα γίνω ηθοποιός, γελούσα με τις περιπέτειες αυτού του γελωτοποιού που έψαχνε να βρει το Εγώ του. Με το πέρασμα του χρόνου ένιωσα πως το έργο διάβαζε και μια διαφορετική σελίδα της ζωής μου. Σήμερα, φτάνοντας στα 50 plus αισθάνθηκα την ανάγκη να πετάξω από μέσα μου τον Πέερ Γκυντ. Θέλω να απαλλαγώ από την πορεία του εγωκεντρικού ήρωα, του επιπόλαιου, του παιγνιώδους. Το λέει και ο ίδιος άλλωστε: «Αν έσφαλα, ένα παιδί ήμουν». Θέλω, λοιπόν, να μιλήσω για την εγωκεντρικότητα μου, τη σχέση με τη μητέρα μου, για την απουσία του πατέρα που, όμως, είναι τόσο παρούσα…
Αναζητάτε λοιπόν, τον εαυτό σας μέσα στο έργο. Ο καθαυτός ρόλος, ωστόσο, θεωρείται ένα υποκριτικό πρόβλημα. Πως θα τον προσεγγίσετε;
Ο Πέερ Γκυντ είναι ένας υπαρξιακός Πινόκιο, ένας δραματικός παλιάτσος. Και πράγματι τεράστια σπαζοκεφαλιά· πόσω μάλλον τώρα που σκηνοθετώ και το έργο. Επέλεξα, λοιπόν, η παράσταση να έχει δύο παράλληλες, σύγχρονες πορείες: Του αφηγητή που μας διηγείται τον Πεερ Γκυντ (και δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως είναι ο ίδιος ο ήρωας) και του αφηγήματος – δηλαδή της ιστορίας του Πεερ Γκυντ. Αυτές οι παράλληλες οδοί, κάποια στιγμή, συναντώνται και ο αφηγητής αναλαμβάνει να παίξει τον Πέερ Γκυντ της ζωής του. Συνεπώς, όλη η παράσταση εξελίσσεται μέσα από το ερώτημα τι είναι αληθινό στην ιστορία του και τι είναι θέατρο.
Ο Ιψεν προσπαθώντας να εξηγήσει κάποια πράγματα γι’ αυτό το ακατάληπτο κείμενο σχολίασε πως το «να ζεις σημαίνει να παλεύεις ενάντια στους δαίμονες της καρδιάς και του μυαλού». Συμφωνείτε;
Βεβαίως. Οπως έχει πει και ο ποιητής Νίκος Καρούζος «ο καλλιτέχνης από τη στιγμή που γεννιέται είναι σε μόνιμη αντιδικία με το σύμπαν».
Εξακολουθώ να θέλω να είμαι βασιλιάς στον ψεύτικο αυτό χώρο
Υπήρξατε ονειροπόλος;
Ακόμα είμαι. Ονειρεύομαι βασιλιάδες πάνω σε άλογα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι τώρα που σας μιλάω.
Αλήθεια, μέχρι τώρα;
Σαφώς, όσο μεγαλώνεις τα όνειρα συρρικνώνονται γιατί έρχεται μια άλλη πραγματικότητα που σου λέει «μερικά από τα όνειρα σου τα πραγματοποίησες, μαλάκα· μερικά νομίζεις ότι τα έκανες και για κάποια άλλα χρόνος δεν υπάρχει». Οπότε τα όνειρα είναι αναγκαστικά λίγο πιο minimal αν και εξακολουθώ να θέλω να είμαι βασιλιάς στον ψεύτικο αυτό χώρο. Ζω ακόμα με το μύθο. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι αναχωρητής, ούτε αγνώμων της πραγματικότητας. Επαγγελματίας είμαι και η δουλειά μου είναι όσα σας λέω για τον ευατό να τα κόψω μικρά κομματάκια και να τα πουλήσω.
Τι καταδεικνύουν τα όνειρα με βασιλιάδες;
Πως είμαι ακόμα βαθιά ρομαντικός και όσα κυνικά πράγματα έχω κάνει στη ζωή μου – όταν πέρασα στην άλλη άκρη με γήινα και ποταπά πράγματα – τα έκανα οδηγημένος από ένα διαψευσμένο ρομαντισμό. Γιατί ακόμα μέσα μου χαίρομαι όταν βλέπω μια τέλεια ομορφιά, μια πριγκιποπούλα, ένα άσπρο άλογο – κι εκεί έρχεται η συνειδητότητα και μου λέει μα άσπρα άλογα δεν υπάρχουν ή το πολύ – πολύ να βρίσκονται στο Κορωπί! Ωστόσο, δεν θέλω να θυμάμαι τη συνειδητότητα. Θέλω το άλογο να είναι πάντα άσπρο – αν είναι δυνατόν και ιπτάμενο – και η πριγκιποπούλα να μην κατουράει, να μη βγαίνει από τη ζωγραφιά. Αυτό το όνειρο μου το προσφέρει το θέατρο. Στη ζωή δύσκολα διεξέρχομαι αυτή την πραγματικότητα. Εξάλλου στη ζωή υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που τη ζουν κι αυτοί που την περιγράφουν. Στη ζωή δεν γίνεται να είσαι, την ίδια στιγμή, και στη σκηνή και στην πλατεία.
Που έχετε ξοδέψει μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας;
Στη σκηνή.
Μετανιώνετε γι’ αυτό;
Πολλές φορές, ναι. Γιατί έχω χάσει πράγματα, μικροευτυχίες, έχω χάσει αγάπη. Εν κατακλείδι όμως, εκεί τάχθηκα, εκεί συνήθισα ή εκεί εθίστηκα και τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Ξέρετε, μιλάμε στις συνεντεύξεις μας για την αγάπη προς το θέατρο αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι είναι, όντως, αγάπη ή εθισμός.
Είμαι ακόμα βαθιά ρομαντικός και όσα κυνικά πράγματα έχω κάνει στη ζωή μου τα έκανα οδηγημένος από ένα διαψευσμένο ρομαντισμό
Τα όνειρα που έχετε πραγματοποιήσει αφορούν στη σκηνική σας ζωή;
Και στην πραγματική. Δεν μεγάλωσα πολύ εύκολα αλλά είχα έναν καταπληκτικό πατέρα και μια καταπλητική μάνα, πήρα πολλή αγάπη – τώρα αρχίζω να δουλεύω κι εγώ πάνω στο θέμα της αγάπης – θα ήθελα να έχω ταξιδέψει λίγο περισσότερο και γενικά δεν έχω κανένα παράπονο από τη ζωή. Δεν είναι σωστό τα μικροπαράπονα να τα αντιμετωπίζω ως παράπονα. Στη σκηνή τώρα, ναι, κάθισα σε πολλούς θρόνους. Και πολλοί από αυτούς κατέρρευσαν γιατί είναι χάρτινοι. Αλλά αυτό είναι το ωραίο: Να ζεις, στη σκηνή, μεγάλους μύθους και μεγάλες απάτες.
Είπατε πως τώρα αρχίσατε να εξοικειώνεστε με την αγάπη.
Ναι – και ξέρεις γιατί; Οταν ο άνθρωπος γεννιέται, τα πρώτα χρόνια της ζωής του, έχει μόνον ανάγκες. Μετά έχει κάποια συναισθήματα για τους ανθρώπους που του ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες – βλέπε τη μάνα. Στην εφηβεία αρχίζει ν’ ανακαλύπτει τη φύση μέσα κι αργότερα τη φύση έξω του. Κι αφού τα έχεις ανακαλύψει όλα αυτά, συνειδητοποιείς πως δεν έχεις πια πολύ χρόνο και πως η χαρά του να ψάχνεις έρχεται και συζεί με το φόβο του χρόνου που στερεύει. Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο όπου βαφτίζεις το φόβο της φθοράς και του τέλους, αγάπη. Και λες «α, τον αγάπησα αυτόν». Είναι η στιγμή που φοβάσαι να φύγεις από τις νόρμες, ν’ αρρωστήσεις και να μην υπάρχει κανείς να σε φροντίσει, να γυρίσεις σπίτι και να μην είναι ζεστό το κρεβάτι από μια παρουσία. Ομως η αγάπη δεν είναι αυτό, η αγάπη δεν πρέπει να εφορμάται από το φόβο. Κι εγώ, ενώ φοβάμαι το χρόνο που περνάει, δεν έχω φοβηθεί τόσο πολύ ώστε να τον βαφτίζω αγάπη. Αλλιώς τώρα, θα ήμουν τακτοποιημένος, θα είχα στερηθεί μερικές ελευθερίες και θα είχα κερδίσει κάποιες ασφάλειες. Φυσικά και δεν εννοώ ότι οι άνθρωποι που ζουν μαζί δεν αγαπιούνται, λέω απλώς ότι πρέπει να ακριβολογούμε στο τι είναι αγάπη.
Δεν είχατε ποτέ τη επιθυμία να “τακτοποιηθείτε”;
Θα σας πω το εξής, ένα σχετικό διάλογο που έκανα με τη μάνα μου πριν από λίγο καιρό. Μου ρωτάει λοιπόν: «Δεν θα νοικοκυρευτείς, δεν θα μαζευτείς ποτέ;». Της απαντώ: «Μαμά, εσύ έχεις αστική καταγωγή, μη χρησιμοοποιείς μικροαστικούς όρους. Τι εννοείς να μαζευτώ;». Και συνεχίζει: «Να ζήσεις με όποιον θέλεις, να έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου». «Από φόβο να τον έχω;» τη ρωτώ – πιστεύοντας πως θα μου πει «όχι». Αλλά μου είπε, «ναι»· η μάνα μου είπε «ναι».
Στη σκηνή κάθισα σε πολλούς θρόνους. Και πολλοί από αυτούς κατέρρευσαν. Αλλά αυτό είναι το ωραίο: Να ζεις μεγάλους μύθους και μεγάλες απάτες
Τι είδους αναζητήσεις τροφοδοτεί μέσα σας η γνώση του λιγότερου χρόνου;
Με αφορά πολύ που λιγοστεύει ο χρόνος γιατί μέσα μου δεν έχω μεγαλώσει. Μπορώ να συμφιλιωθώ με την εξέλιξη του χρόνου – τα άσπρα γένια και οι ρυτίδες είναι μια εξέλιξη – αλλά ξέρω πως αυτό δεν είναι πρόοδος. Δεν θέλω να προοδεύσω γερνώντας κι έτσι αρχίζω να ψάχνω όχι να κατακτήσω κορυφές αλλά ν’ αναζητήσω ποιές τελικά είναι.
Δώστε μου μια εικόνα των αναζητήσεων που θέλετε να ακολουθήσουν, λοιπόν.
Να παίξω «Οιδίποδα τύραννο» και να με χειροκροτήσουν – έχει σημασία αυτό. Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι έγινα ηθοποιός για να υπηρετήσω την τέχνη. Εγινα ηθοποιός για να υπηρετήσω τον εαυτό μου και προσπαθώ να ερευνήσω αυτόν τον εαυτό. Επίσης να πάψω να φοβάμαι το χρόνο, ν’ αγαπήσω πραγματικά τους ανθρώπους που έχω αρχίσει ν’ αγαπώ – και δεν εννοώ τον έρωτα, σιγά το δύσκολο – και να μπορέσω να μεταδώσω το διδακτικό μου σπόρο στους νεότερους χωρίς να θέλω αναγκαστικά να τους αρέσω.
Θα θέλατε να αναφέρεται το όνομα σας ως δασκάλου όπως και του πατέρα σας;
Θα ήθελα να είμαι ωφέλιμος, να έχω κάνει καλό. Φοβάμαι το θάνατο και δεν θέλω να σκέφτομαι την υστεροφημία. Θέλω τη ζωή τώρα. Αλλωστε και ο πατέρας μου ακολουθούσε τη συνείδηση του που του έλεγε πως ο δάσκαλος πρέπει να είναι βρώσιμος.
Μόλις ονομάσατε ένα ρόλο – στόχο. Επιδιώκετε να έχετε σημαντικούς ρόλους στο βιογραφικό σας;
Μπορεί να ακούγεται υπερφύαλο αλλά δεν είναι. Και ο γιατρός δεν θέλει να ανακαλύψει ένα φάρμακο για μια χρόνια νόσο; Ετσι κι εγώ, από το χώρο που είμαι θα ήθελα να παίξω ένα ρόλο, τον Οιδίποδα τύραννο, που μου αρέσει πάρα πολύ και να καταγάγω, μέσω αυτού, μια επιτυχία. Από εκεί και πέρα δεν με ενδιαφέρει το βιογραφικό μου γιατί έχει να κάνει με το παρελθόν μου που έχει πεθάνει. Κι εγώ θέλω να κοιτάζω μπροστά, θέλω να είμαι ζωντανός. Το ποδήλατο όταν σταματάει πέφτει. Κι έτσι, ακόμα κι αν ποδηλατώ αγκομαχώντας, θα ποδηλατώ.
Ενώ φοβάμαι το χρόνο που περνάει, δεν έχω φοβηθεί τόσο πολύ ώστε να τον βαφτίζω αγάπη
Θέλετε να σας αγαπάει το κοινό σας;
Υπάρχει κανείς ηθοποιός που δεν θέλει να τον αγαπάει το κοινό του; Φέρτε τον εδώ, μπροστά μου! Ο ηθοποιός δεν υπάρχει χωρίς το κοινό του. Κι εγώ θέλω να είμαι θεός και δαίμονας για το κοινό μου.
Εχετε προλάβει να χτίσετε ένα μύθο γύρω από το όνομα σας;
Πάντοτε, στη σκηνή – κι αυτό ισχύει για κάθε καλλιτέχνη – βρίσκεται κατά 50% ο ίδιος και κατά 50% ο μύθος του. Πηγαίνουμε σε μια παράσταση προεξοφλημένοι πως θα δούμε ένα μύθο – γύρευε πως αυτός έγινε μύθος – οπότε και να αφοδεύσει ο πρωταγωνιστής μας πάνω στη σκηνή θα πούμε «τι έκανε ο πούστης!». Ο μύθος είναι μια μεγάλη ασφαλιστική δικλείδα. Εμείς οι, κάπως, παλιοί προλάβαμε και φτιάξαμε ένα status που τώρα εξαργυρώνουμε· άλλοι κατ’ αξίαν, άλλοι παρ’ αξίαν. Τα καημένα τα νέα παιδιά, όμως, φτιάχνουν statuses που γίνονται γρήγορα και ξεγίνονται γρήγορα. Ωστόσο, δεν υπάρχει ούτε ένας καλλιτέχνης που να μην θέλει να συντηρεί το μύθο του έστω κι αν αυτό στηρίζεται στο προφίλ του παιδιού της διπλανής πόρτας.
Η σκηνοθεσία προκύπτει από μια αυτοπεποίθηση ή επειδή εμπιστεύεστε τον εαυτό σας περισσότερο από τους άλλους;
Η σκηνοθεσία ήρθε τυχαία στη ζωή μου όταν μου το ζήτησε, πριν από χρόνια, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο «Συλλέκτη». Εκτοτε ξεκίνησα να σκηνοθετώ γιατί μου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία να πω αυτό που θέλω. Ισως, επίσης, προκύπτει και ασυνείδητα επειδή ο σκηνοθέτης έχει μια θέση εξουσίας και ελέγχου των πραγμάτων. Ομως όσο μεγαλώνει η ελευθερία άλλο τόσο μεγαλώνει και η ευθύνη. Πάντως, ξέρω ότι δίπλα στο όνομα μου γράφει ηθοποιός και σκηνοθέτης αλλά δεν αισθάνομαι σκηνοθέτης γιατί θεωρώ και τις δύο πολύ μεγάλες έννοιες. Εγώ είμαι απλώς ένας που παίζει κι ένας που σκηνοθετεί. Δεν το λέω με καμία σεμνότητα – γιατί δεν είμαι σεμνός. Μόνο για το ΙΚΑ είμαι ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Δουλεύετε στην τέχνη με τυχοδιωκτικό τρόπο;
Μόνο! Εδώ έχω τυχοδιωκτισμό στη ζωή μου δεν θα έχω στη δουλειά μου; Από μικρός θυμάμαι στοίχιζα τα μολύβια και μετά τεμπέλιαζα. Το μυαλό μου, επέβαλλε κάποια «πρέπει» τα οποία στη συνέχεια απέρριπτα.
Είστε άνθρωπος του ρίσκου;
Ολοι έχουμε δίχτυ ασφαλείας – αυτό το status που συζητούσαμε νωρίτερα. Με αυτή την έννοια, είναι, ας πούμε, ρίσκο να κάνω τον «Πέερ Γκυντ» και να διακινδυνεύσω να φάω τα μούτρα μου. Ομως, θα πέσω θεαματικά, από ψηλά κι όχι από τον ημιόροφο. Ρίσκο είναι να μην έχεις δίχτυ ασφαλείας κι εγώ πιστεύω ότι έχω. Ρίσκο δεν υπάρχει όταν κάνεις μια πειραματική παράσταση σε μια πειραματική σκηνή. Κι εγώ θεωρώ πως ό,τι πειράματα έχω κάνει δεν τα έκανα σε εργαστήρια πειραμάτων. Θέλω πω ότι είναι να χέσεις πάνω στη σκηνή, κάν’το στο Μέγαρο, κάν’το στη Στέγη – όχι σ’ ένα υπόγειο για 20 θεατές.
Θέλω να είμαι θεός και δαίμονας για το κοινό μου
Ρίσκο να αναλάβετε μια διοικητική θέση σε θεατρικό ή άλλο οργανισμό θα παίρνατε;
Μου έχει προταθεί ήδη δύο φορές. Αν μπορούσα να διατηρήσω την καλλιτεχνική μου δημιουργία θα δεχόμουν σαν μια εκπαιδευτική αποστολή.
Θα δεχόσασταν και τώρα;
Είμαι πάντα έτοιμος και ποτέ. Εχω πράγματα στο μυαλό μου κυρίως για τη θεατρική εκπαίδευση και την ευρύτερη έννοια της παιδείας που πρέπει να καλλιεργεί ένας οργανισμός. Και με χαρά βλέπω ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, Στάθης Λιβαθινός δίνει πολύ μεγάλη βάση στην εκπαίδευση.
Στην πορεία σας κάνετε συμβιβασμούς;
Πολλούς.
Τι είδους; Εχετε επιλέξει μια δουλειά με κεντρικό γνώμονα τα χρήματα που αυτή θα σας προσέφερε;
Δεν το θεωρώ συμβιβασμό αυτό. Ζω από τη δουλειά μου. Η δουλειά μου είναι να βάζω κομμάτια της ψυχής μου στο τραπέζι για να αγοράσετε εσείς. Δεν είμαι freelance ψυχοθεραπευόμενος και θέλω να πληρώνομαι όπως και κάθε ηθοποιός. Βεβαίως και έχω κάνει δουλειές που ήταν πιο δελεαστικές οικονομικά απ’ ότι καλλιτεχνικά. Βεβαίως έχω δουλέψει και σε γκουρμέ κουζίνες και σε fast foodάδικα. Βεβαίως και έχω συλλάβει ιδέες για δουλειές που ήθελα να κάνω κι έχω αποτύχει. Επίσης έχω συνεργαστεί με ανθρώπους που δεν ήταν το καλύτερο μου. Ομως, το θέατρο είναι ένα φρούτο που τρώγεται και με τα κουκούτσια.
Θα λέγατε ότι έχετε προδώσει τον «αληθινό εαυτό» σας;
Μπορεί και να τον έχω προδώσει γιατί δεν τον ξέρω. Ενα πράγμα δεν έχω προδώσει και μπορώ να το πω με βεβαιότητα: Μπορεί να μην έχω κάνει ότι θέλω αλλά συνάμα δεν έχω κάνει ότι δεν θέλω. Αυτό δεν προδώθηκε ακόμα.