Στον μεσαίωνα της δύσης εκτυλίσσεται το έργο της Αναστασίας Παπαστάθη “Φαινόμενο Ρασομόν”. Μετά την δίκη για τον φόνο ενός άνδρα, ένας Μοναχός, μια Περουκιέρισα κι ένας Ξυλοκόπος για να προστατευτούν από την καταιγίδα που ξεσπάει, βρίσκουν καταφύγιο στα ερείπια της πύλης Ρασομόν.
Ο Μοναχός με υπαρξιακή αγωνία αλλά και φιλοσοφική αναζήτηση, πιστεύει στην ζωή και στον άνθρωπο, αναζητά τον ιδανικό κόσμο, η επαφή του όμως με την πραγματικότητα τον απογοητεύει. Η Περουκιέρισα, δεν πιστεύει σε τίποτα και σε κανέναν. Δουλειά της είναι να φτιάχνει περούκες απ’ τα μαλλιά των πεθαμένων, ξυρίζοντας τα κεφάλια τους. Τριγυρνάει μέσα στο δάσος και ψάχνει για πτώματα. Προκλητικά κυνική νοιάζεται μόνο για τον εαυτό της. Ο Ξυλοκόπος φαίνεται καλός άνθρωπος, θεοσεβούμενος, οικογενειάρχης, τα ‘χει καλά με την εξουσία, δεν διστάζει όμως να κλέψει και να πει ψέματα προς όφελός του. Τα τρία αυτά πρόσωπα, συζητούν για το γεγονός που τάραξε την πόλη. Πριν τρεις μέρες, στο δάσος ένας άντρας δολοφονήθηκε και η γυναίκα του βιάστηκε. Ως ύποπτος, συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο ένας Ληστής.
Η Γυναίκα καλείται να καταθέσει, το ίδιο και ο Μοναχός που είδε το ζευγάρι να μπαίνει στο δάσος, αλλά και ο Ξυλοκόπος, που όπως ισχυρίζεται ήταν ο πρώτος που βρήκε τον νεκρό. Μάρτυρες και κατηγορούμενοι, για το ίδιο γεγονός, αφηγούνται μια διαφορετική ιστορία, η οποία ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του θεατή. Ακόμα και την εκδοχή του Άντρα μαθαίνουμε μέσω της Περουκιέρισας, που τον συνάντησε τυχαία αιμόφυρτο στο δάσος, λίγο πριν πεθάνει.
Ποια είναι τελικά η αλήθεια; Το “Φαινόμενο Ρασομόν” επιχειρεί να θέσει ερωτήματα που αφορούν στην σχετικότητα της αλήθειας και κατά πόσο αυτό που θεωρεί ο κάθε άνθρωπος ως αλήθεια, σχετίζεται με παράγοντες όπως ο χαρακτήρας του, το επίπεδό του, ή το προσωπικό του όφελος.
Βρισκόμαστε στον μεσαίωνα της Δύσης κοντά στο Σαλέντο της Ιταλίας όπου κατέφυγαν μοναχοί από την Κωνσταντινούπολη, που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις της συνόδου της εκκλησίας περί απομάκρυνσης των εικόνων. Οι μοναχοί γνώριζαν γραφή και ανάγνωση και μελετούσαν τα αρχαία κείμενα όπως Πλάτωνα και Αριστοτέλη μάλιστα μετέγραφαν τα κείμενα αυτά σε αντίτυπα ώστε να μπορέσουν να βοηθήσουν στην μετάδοσή τους. Ιδρύθηκαν μοναστήρια, με ένα από τα πιο σημαντικά το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου του Κάσολε το 1098 που στο αποκορύφωμά του λειτουργούσε ως πανεπιστήμιο και ήταν φάρος γνώσης και πολιτισμού. Σε αυτό το χρονικό και τοπικό πλαίσιο συναντούμε τα έξη πρόσωπα του έργου που ο κάθε ένας αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο κόσμο. Όσο για την πύλη Ρασομόν, έτσι ονομάζεται στο έργο, η είσοδος μιας φανταστικής πόλης που άλλοτε ευημερούσε. Τώρα παραμένουν μόνο τα χαλάσματα και ένα στέγαστρο που βρίσκουν καταφύγιο οι διαβάτες.