Status Update: Μανώλης Δούνιας, σκηνοθέτης
Είναι απόφοιτος Νομικής. Υπήρξε για, σχεδόν, 10 χρόνια συνεργάτης του Δημήτρη Μαυρίκιου. Η μετάφραση του «Αυγούστου» στο θέατρο Χορν και της «Οικογενειακής Γιορτής» στο ΚΘΒΕ φέρουν τη δική του υπογραφή. Φωτογραφίες Πάτροκλος Σκαφιδάς
To θέατρο ξεκίνησε για μένα στο Γυμνάσιο, αν και η πρώτη μου αγάπη ήταν ο κινηματογράφος. Πολλές φορές κυριολεκτικά «έσερνα» τους συμμαθητές μου στο σινεμά (κάποιοι ακόμα να μου συγχωρέσουν τον τετράωρο Άμλετ του Kenneth Branagh). Στο Λύκειο όμως άρχισα μετά μανίας να παρακολουθώ θέατρο με αποτέλεσμα να βλέπω γύρω στις 40 παραστάσεις το χρόνο. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήθελα να μάθω περισσότερα για το πως μια θεατρική παράσταση γεννιέται.
Η σκηνοθεσία προέκυψε παράλληλα λοιπόν με τις σπουδές μου στη Νομική, οπότε και ξεκίνησα να παρακολουθώ μαθήματα σε θεατρικό εργαστήρι αλλά και σε σχολή κινηματογράφου. Η πρώτη μου επαγγελματική εμπειρία στο θέατρο ήταν… διπλή. Δυο από τους καθηγητές μου στο θεατρικό εργαστήρι μου ζήτησαν να συνεργαστούμε στις επερχόμενες δουλειές τους. Έτσι κυριολεκτικά από το πουθενά βρέθηκα ταυτόχρονα να κάνω μαζί με την Αλίκη Δανέζη Knutsen τη μετάφραση του «Festen» που ανέβηκε στο θέατρο Θησείον και να είμαι βοηθός του Δημήτρη Μαυρίκιου στον «Ερρίκο Δ’» που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο.
Ήταν πολύ μεγάλη χαρά και τιμή για μένα που μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με το Δημήτρη Μαυρίκιο, γιατί η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι θα ήθελα να ασχοληθώ πιο ουσιαστικά με το θέατρο ήταν όταν είδα τον «Γυάλινο Κόσμο» του στο «Εμπρός». Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη θεατρική πράξη και η ικανότητα του να δημιουργεί θεατρικές εικόνες που εντυπωσιάζουν, αφυπνίζουν και συγκινούν είναι μοναδική. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τη μουσική, τον ήχο και το φως και η ικανότητά του να διευθύνει τους ηθοποιούς ήταν – και εξακολουθεί να είναι – μεγάλο σχολείο για μένα.
Είχα την ευκαιρία να ζήσω τη δημιουργία μιας θεατρικής παράστασης μέσα από διάφορα πόστα: Του σκηνοθέτη, του μεταφραστή, του ηθοποιού και του δραματουργού. Η σκηνοθεσία και η δραματουργία είναι σαφώς αυτά που με ιντριγκάρουν περισσότερο, όπως βέβαια και η μετάφραση που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί μία πρώτου είδους σκηνοθεσία. Η υποκριτική είναι κάτι αφάνταστα γοητευτικό με το οποίο όμως θα μπορούσα να ασχοληθώ μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες καθώς δεν το έχω σπουδάσει επαγγελματικά.
Έχοντας δουλέψει αρκετές φορές ως βοηθός σκηνοθέτη, πιστεύω ότι το βασικό προσόν για αυτήν την θέση είναι να μπορεί να διατηρεί ένα πάρα πολύ καλό κλίμα στις πρόβες. Να είναι σε θέση να αποτρέψει εντάσεις, να μπορεί να προβλέψει τυχόν προβλήματα και να εξασφαλίσει ότι όλοι ηθοποιοί συντελεστές έχουν ως προτεραιότητα την επιτυχία αυτής καθαυτής της παράστασης. Επίσης πρέπει να έχει ξεκάθαρη εικόνα για το όραμα του σκηνοθέτη και να μπορεί να συμβάλει με τις δικές του ιδέες στην υλοποίησή του.
Με τον Αιμίλιο Χειλάκη γνωριζόμασταν και είχαμε δέσει πολύ πριν αποφασίσουμε να συν-σκηνοθετήσουμε. Η πρώτη μας δουλειά ήταν το «Μόνος με τον Άμλετ» ήταν αποτέλεσμα της ανάγκη μας να εκφραστούμε καλλιτεχνικά σε μια περίοδο που οι συνθήκες ήταν εναντίον μας. Ο «Ταρτούφος» ήταν η δεύτερη μας δουλειά και ακολούθησε η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Το γεγονός ότι τώρα στον «Αμπιγιέρ» έχω την αποκλειστική ευθύνη του τελικού αποτελέσματος είναι κάτι που με αγχώνει αλλά ταυτόχρονα με ιντριγκάρει.
Πιστεύω πάρα πολύ στις συνεργασίες στο θέατρο. Είναι ένα «άθλημα» ομαδικό και όχι ατομικό. Ως βοηθός σκηνοθέτη ή συνεργάτης στην σκηνοθεσία, πάντα επιδίωκα να συνεργάζομαι με ανθρώπους που θαυμάζω και εκτιμώ και οι οποίοι ξέρω ότι με τη σειρά τους με εκτιμούν καλλιτεχνικά και θα εισακούσουν και τη δική μου γνώμη για το τελικό αποτέλεσμα. Ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν ένιωσα το άγχος ότι πρέπει οπωσδήποτε να αυτονομηθώ εντελώς σκηνοθετικά και να αρχίσω να κάνω τις δικές παραστάσεις. Ήξερα ότι όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή θα έκανα το πρώτο βήμα στη σκηνοθεσία. Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε με τον «Αμπιγιέρ».
Ο «Αμπιγιέρ» ήταν ένα έργο που το ήξερα από την κινηματογραφική του εκδοχή και θεωρούσα ότι η επιτυχία του εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους ηθοποιούς που υποδύονται τους δυο κεντρικούς ρόλους. Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος Μυλωνάς και ο Μάνος Βακούσης μου πρότειναν να τους σκηνοθετήσω δεν δίστασα στιγμή καθώς μετά την συνεργασία μας στον «Αύγουστο» ήξερα πόσο σπουδαίοι ηθοποιοί είναι και πόσο καλή χημεία έχουν μεταξύ τους.
Ο «Αμπιγιέρ» είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα ωραιότερα έργα για τη ζωή στο θέατρο και για τους ανθρώπους του θεάτρου. Αποτελεί μια σάτιρα του θεατρικού κόσμου όπου οι θεατές καλούνται να κρυφοκοιτάξουν μέσα από την κλειδαρότρυπα των παρασκηνίων του θεάτρου και γίνονται μάρτυρες των κωμικοτραγικών καταστάσεων που εξελίσσονται εκεί. Και αυτό νομίζω ότι είναι ένα από τα μεγαλύτερα ατού του καθώς και εμένα πριν ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο, πάντα με κέντριζε να δω τι συμβαίνει στα παρασκήνια και στις κουίντες την ώρα της παράστασης.
Έχω μάθει να μην λέω μεγάλα λόγια σε σχέση με έργα που δε θα με ενδιέφεραν ποτέ να κάνω ή για ανθρώπους που δεν θα με ενδιέφερε ποτέ να συνεργαστώ. Για παράδειγμα πριν από τον «Κύκλο με την Κιμωλία» δεν περίμενα ότι θα ασχοληθώ με έργο του Μπρεχτ, όπως δεν περίμενα ότι οι πρώτες μου σκηνοθετικές απόπειρες θα ήταν με έργα όπως η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και η «Αντιγόνη» ίσως γιατί τόσο μεγάλα κείμενα παλαιότερα με τρόμαζαν. Γι’ αυτό έμαθα ποτέ να μην αποκλείω τίποτε.
Ένα από τα πιο γοητευτικά πράγματα στο θέατρο είναι ότι κατά τη διάρκεια των προβών ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το αν μια παράσταση θα λειτουργήσει ή όχι. Ακόμα και όταν όλα τα επιμέρους στοιχεία είναι σωστά πάντα υπάρχει αγωνία για το αν το τελικό αποτέλεσμα θα δέσει και θα δημιουργήσει στο κοινό το αίσθημα που οι συντελεστές ήλπιζαν. Μόνο μετά από την επαφή με το κοινό ουσιαστικά καταλαβαίνεις αν οι στόχοι σου επιτεύχθηκαν.