Καζαντζάκης
Συνέχεια για το σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή στην κινηματογραφική πινακοθήκη των «Μεγάλων Ελλήνων» ύστερα από τους Καβάφη, Ελ Γκρέκο, Βαρβάκη με «ήρωα» αυτή τη φορά τον Νίκο Καζαντζάκη.
Μνήμες από την παιδική ηλικία με την παρουσία του βάναυσου πατέρα να σημαδεύει την ψυχή του. Σπουδές στην Αθήνα και τα πρώτα λογοτεχνικά βήματα. Η γυναίκα ως μαρτύριο αλλά και λύτρωση. Τα ταξίδια που διαμόρφωσαν την πολιτική σκέψη του. Ο Λένιν, ο Χριστός, ο Μάρξ, ο Ζορμπάς. Η γερμανική κατοχή και το Νόμπελ που δεν ήρθε. Η φιλία με τον Σικελιανό. Αποσπάσματα από τη διαδρομή του Νίκου Καζαντζάκη που περιγράφονται με αντίστοιχο αποσπασματικό κινηματογραφικό λόγο.
Μετριότατο, ρηχό και επιτηδευμένο το φιλμ αδυνατεί να πλησιάσει έστω στην καρδιά της καζαντζακικής φιλοσοφίας. Παραδομένο σε μια χλιαρή, τηλεοπτικής κοπής, αναπαράσταση των κύριων γεγονότων που διαμόρφωσαν τη σκέψη του κρητικού λογοτέχνη, το απλοϊκό σενάριο βολοδέρνει μεταξύ voice over του συγγραφέα (τον υποδύεται ο φιλότιμος Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος αλλά κι αυτός δεν γλυτώνει από 2-3 τραγικές ), στιγμιοτύπων από μοιραίες συναντήσεις, σχολιασμούς κομβικών ιστορικών σταθμών (οκτωβριανή επανάσταση, γερμανική κατοχή κ.α.) και καρτποσταλικής αισθητικής φωτογραφίες που θεωρητικά «αγκαλιάζουν» το πνεύμα του Καζαντζάκη αλλά στην ουσία το μόνο που πετυχαίνουν είναι η αθέλητη διακωμώδηση του.
Η ταινία είναι μια ιδιαίτερα ατυχής στιγμή στην καριέρα του Σμαραγδή αφού κάθε φορά που επιχειρεί να ανιχνεύσει την απελευθερωτική φιλοσοφική σκέψη του ήρωα γλιστράει σε κινηματογραφικές μπανανόφλουδες. Οι υποτιθέμενες σκηνές που πιάνουν την «αιώνια» σύγκρουση ψυχής και ύλης για τον Καζαντζάκη που έψαχνε απελπισμένα να βρει τη λυτρωτική ελευθερία από τη φυλακή του σώματος σε θρησκείες, πολιτικές ιδεολογίες και βιωματικές εμπειρίες, καταλήγουν σε κακόγουστες σκηνές, άθλιες ερμηνείες (εξαίρεση η τελευταία παρουσία του Στάθη Ψάλτη που σε πέντε μόλις λεπτά καταφέρνει να κλέψει την παράσταση) και σεναριακά ευφυολογήματα γύρω από το νόημα της ύπαρξης.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης