Μποέμ του Τζάκομο Πουτσίνι στην Εθνική Λυρική Σκηνή
Το διαχρονικό έργο του οπερατικού ρεπερτορίου, η “Μποέμ” του Τζάκομο Πουτσίνι έρχεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μέσα από την σύγχρονη του Βρετανού σκηνοθέτη της όπερας, Γκρέιαμ Βικ, από τις 7 Δεκεμβρίου 2017 και για 10 παραστάσεις.
Δεν είναι λίγοι οι φίλοι του λυρικού θεάτρου που θεωρούν την Μποέμ ως την απόλυτη όπερα, μια και συνδυάζει μοναδική μελωδική μουσική, μια σπαρακτική ιστορία, καθημερινούς χαρακτήρες και έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι με τη μουσική του περιγράφει, μεταφέροντας με τρόπο συγκλονιστικό στον θεατή, όλη την παλέτα των συναισθημάτων: την ανεμελιά, τη χαρά, τον μεγάλο έρωτα, την απόγνωση.
Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή με φόντο το παγωμένο Χριστουγεννιάτικο Παρίσι, από τη στιγμή που συναντιούνται έως το θάνατό της από φυματίωση.
Η Μποέμ βασίζεται στη νουβέλα Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή (1845/8, 1851) του Ανρί Μυρζέρ και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1896 στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνου υπό τη διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι. Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέβασε για πρώτη φορά την Μποέμ τον Απρίλιο του 1948 σε μουσική διεύθυνση Αντίοχου Ευαγγελάτου.
Το 2007 ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Στέφανος Λαζαρίδης, ανέθεσε στον διάσημο Βρετανό σκηνοθέτη Γκρέιαμ Βικ να σκηνοθετήσει μια νέα παραγωγή της Μποέμ για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο Βικ, “ο άνθρωπος που έσωσε την όπερα στην Βρετανία”, όπως τον έχει χαρακτηρίσει η βρετανική εφημερίδα Telegraph, μετέφερε τη δράση του έργου από το Παρίσι του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου, δημιουργώντας μια παράσταση ορόσημο για το ελληνικό λυρικό θέατρο.
Η σπουδαία αυτή παραγωγή της Μποέμ θα παρουσιαστεί για 10 παραστάσεις μέσα στην περίοδο των Χριστουγέννων στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο του αφιερώματος της ΕΛΣ στον Στέφανο Λαζαρίδη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο Ρίτσαρντ Χάντσον, ενώ τους φωτισμούς ο Τζουζέππε ντι Ιόριο.
“Επιχειρήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ουσία του έργου, ώστε να υπάρχει κάτι το οικουμενικό που θα ταιριάζει σε κάθε εποχή. Όχι τόσο ως διαχρονικότητα όσο ως διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα δεν αλλάζει ποτέ· ο θάνατος θα είναι πάντα θάνατος, η φτώχεια θα είναι φτώχεια και οι φοιτητές θα είναι φοιτητές”, αναφέρει ο Βικ, στο σημείωμά του. Άλλωστε τα πρόσωπα της παρέας των τεσσάρων επίδοξων νεαρών καλλιτεχνών και της συντροφιάς τους είναι αναγνωρίσιμα στον καθένα. Τα προβλήματα, οι έγνοιες και τα αστεία τους, καθημερινά τότε, παραμένουν καθημερινά και σήμερα. Ο άτυχος έρωτας του Ροντόλφο για τη Μιμή αποκτά απρόσμενα τραγική διάσταση, καθώς η ιστορία τους θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο διπλανό διαμέρισμα, ανάμεσά μας.
Στην Μποέμ συμμετέχουν δύο εξαιρετικές διανομές Ελλήνων και ξένων πρωταγωνιστών. Στην πρώτη συναντούμε καταξιωμένους τραγουδιστές, ενώ στην δεύτερη νέους και ανερχόμενους. Στον ρόλο της Μιμής κάνει το ντεμπούτο της η σπουδαία Ελληνίδα υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου.
Η Μποέμ, λυρικές σκηνές σε τέσσερις εικόνες, βασίζεται στη νουβέλα Σκηνές απ’ την μποέμικη ζωή (1845/8, 1851) του Ανρύ Μυρζέρ και στο θεατρικό H μποέμικη ζωή (1849), το οποίο εμπνεύστηκε από αυτήν ο Τεοντόρ Μπαρριέρ. Το ποιητικό κείμενο είναι των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα. Η υπόθεση αφορά τον έρωτα ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή, από τη στιγμή που συναντιούνται έως τον άτυχο θάνατο της κοπέλας από φυματίωση.
Εικόνα 1η / Παρίσι, παραμονή Χριστουγέννων. Ο ποιητής Ροντόλφο και ο ζωγράφος Μαρτσέλλο, φτωχοί καλλιτέχνες, εργάζονται στην κρύα σοφίτα τους. Τους επισκέπτονται δυο φίλοι, ο φιλόσοφος Κολλίνε και ο μουσικός Σωνάρ. Η παρέα αποφασίζει να περάσει το βράδυ στο καφέ Μομύς. Και οι τέσσερις αποφεύγουν το σπιτονοικοκύρη, που εμφανίζεται αναπάντεχα, και ξεκινούν. Μόνον ο Ροντόλφο μένει για λίγο πίσω, προκειμένου να ολοκληρώσει το γραπτό του. Κάποιος χτυπά την πόρτα. Εμφανίζεται η Μιμή, μια ράφτρα, που ζητά φωτιά για να ανάψει το κερί της, που έχει σβήσει. Η φλόγα που της προσφέρει ο Ροντόλφο πυροδοτεί κι έναν κεραυνοβόλο έρωτα, που διακόπτεται από τις φωνές των συντρόφων του, που τον καλούν να τους ακολουθήσει.
Εικόνα 2η / Ο Ροντόλφο και η Μιμή συναντούν την παρέα στο καφέ Μομύς, στη γεμάτη ζωή παρισινή γειτονιά Καρτιέ Λατέν. Μικρή ταραχή προκαλεί η είσοδος της Μουζέττας, πρώην ερωμένης του Μαρτσέλλο, που συνοδεύεται από καινούριο, εύπορο θαυμαστή. Δεν αργεί να ξεφορτωθεί τον πλούσιο άντρα, για να πέσει ξανά στην αγκαλιά του Μαρτσέλλο. Όταν φτάνει ο λογαριασμός για όσα έχουν καταναλώσει, η ανέμελη συντροφιά το σκάει και αφήνει τον εύπορο θαυμαστή της Μουζέττας να πληρώσει.
Εικόνα 3η / Ξημερώματα, ένα κρύο πρωινό του Φεβρουαρίου έξω από μια ταβέρνα στα όρια της πόλης. Η Μιμή εισέρχεται αναζητώντας τον Μαρτσέλλο. Βήχει αφόρητα και του αφηγείται ότι ο Ροντόλφο ζηλεύει παθολογικά. Βλέποντάς τον να πλησιάζει, η Μιμή αποτραβιέται θέλοντας να αποφύγει μια σύγκρουση μαζί του. Τον ακούει να εξηγεί στον Μαρτσέλλο πως οι σκηνές ζηλοτυπίας δεν κρύβουν παρά την ανησυχία του για την κατάσταση της υγείας της. Ο έντονος βήχας προδίδει την κρυμμένη Μιμή, ενώ το γέλιο της Μουζέττας παρασύρει τον Μαρτσέλλο πάλι μέσα στην ταβέρνα. εξομολογούμενοι μία ακόμη φορά τον έρωτά τους, η Μιμή και ο Ροντόλφο αποφασίζουν να μείνουν μαζί έως την άνοιξη, ενώ η Μουζέττα και ο Μαρτσέλλο βγαίνουν από την ταβέρνα καβγαδίζοντας έντονα.
Εικόνα 4η / Στη σοφίτα της μποέμικης συντροφιάς, ο Ροντόλφο και ο Μαρτσέλλο συζητούν για τη Μιμή και τη Μουζέττα. Καταφτάνουν ο Κολλίνε και ο Σωνάρ. Οι τέσσερις φίλοι αρχίζουν τα παιχνίδια και τους αστεϊσμούς, ώσπου εισέρχεται έντρομη η Μουζέττα. Τους αναγγέλλει ότι η Μιμή είναι βαριά άρρωστη. Τη βοηθούν να περάσει μέσα και αποφασίζουν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους ώστε να εξοικονομήσουν χρήματα και να καλέσουν ένα γιατρό. Μόνοι, ο Ροντόλφο και η Μιμή θυμούνται την πρώτη τους συνάντηση. Όταν επιστρέφουν οι υπόλοιποι, η Μιμή λιποθυμά. Ο Σωνάρ διαπιστώνει ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσει από το γαλήνιο ύπνο της και ο Ροντόλφο ξεσπά.