Σαν σήμερα, 5 Δεκεμβρίου 1791, πεθαίνει ο Αμαντέους Μότσαρτ
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κλασικής μουσικής.
Δημοφιλής και αδιάρικτα συνδεδεμένος με τον βιεννέζικο κλασικισμό, τον κλασικισμό, αλλά και τη λεγόμενη «Πρώτη Σχολή της Βιέννης». Συνέθεσε περισσότερα από 600 έργα, μουσική δωματίου, συμφωνική και εκκλησιαστική μουσική, καθώς και μικρότερες συνθέσεις: παραλλαγές, φαντασίες, σονάτες, άριες κ.α.
Γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ στην τότε Αγία Ρωμαίκή Αυτοκρατορία, τωρινή Αυστρία. Γιός των Γιόχαν Γκέοργκ Λέοπολντ Μότσαρτ και Άννα Μαρία Βαλμπούργκα Περτλ, ο Αμαντέους και ο μόνος μαζί με την αδερφή του, Μαρία Άννα, που επέζησαν της παιδικής τους ηλικίας. Η αδερλφή του ήταν μεγαλύτερη από αυτόν, είχε το ψευδώνυμο “Ναννερλ” και υπήρξε και εκείνη μουσικός, εμπνέοντας τον Αμαντέους για τη μουσική.
Σε ηλικία μόλις 5 ετών ξεκίνησε να συνθέτει τα πρώτα του κομμάτια, τα οποία και έπαιζε στον πατέρα του, που τα κατέγραφε. Αυτά τα πρώτα κομμάτια, Κ. 1-5, κατάγραφηκαν στο μουσικό βιβλίο “Nannerl Notenbuch“. Εμφανίστηκε στο κοινό για πρώτη φορά μαζί με την αδελφή του στον Πανεπιστμήμιο του Σάλτσμπουργκ, σαν “παιδί θαύμα” το Σεπτέμβριο του 1761.
Το 1762 ταξίδεψε για το Μόναχο ενώ από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονίας μέσω Πάσαου και Λίντς, στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, η οποία του χάρισε ένα παιδικό κοστούμι. Επίσης ταξίδεψε στη Φρανκφούρτη, το Μάιντζ, το Άαχεν και άλλες πόλεις ως προσκεκλημένος Γερμανών ηγεμόνων, καταλήγοντας στο Παρίσι το 1763. Εκεί γνωρίστηκε με τους συνθέτες Γιόχαν Σόμπερτ και Γιόχαν Γκότφριντ Έκαρντ. Επόμενος σταθμός αποτέλεσε το Λονδίνο όπου και γνωρίστηκε με τον γιό του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ. Από αυτά τα ταξίδια γνώρισε και άλλους σημαντικούς μουσικούς της εποχής του όπως τον Ν.Πιτσίνι , Τζ.Μπ. Σαμαρτίνι και τους διάσημους καστράτους Σ.Φαρινέλλι και Τζ. Μαζουόλι.
Η επόμενη παραμονή του Μότσαρτ στο Σάλτσμπουργκ διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και στο Μόναχο. Αυτή την εποχή, ο δημοφιλής συνθέτης ανέπτυξε ακόμα περισσότερο την συνθετική τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον Φραντς Γιόζεφ Χάυντν στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε εν τέλει, να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιεννέζικου κλασικισμού. Αυτή την εποχή απέκτησε η ενόργανη μουσική του Μότσαρτ (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες) μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ.
Ένα νέο ταξίδι του Μότσαρτ στο Παρίσι, από το Σεπτέμβριο 1777 μέχρι τον Ιανουάριο 1779, το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, αφενός σκιάστηκε από το θάνατο της μητέρας του στις 3 Ιουλίου 1778, η οποία τον συνόδευε, αφετέρου δεν απετέλεσε μία καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν από τον περιπόθητο διορισμό σε κάποια Αυλή. Αντιθέτως, έχασε και τη θέση του στο Σάλτσμπουργκ, ύστερα από αντιδικία με τον αρχιεπίσκοπο. Ο συνθέτης κατάφερε να επαναπροσληφθεί με την συμβολή του πατέρα του, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. O Μότσαρτ δεν είχε σκοπό να υποταγεί στο πρωτόκολλο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα. Λίγο πριν από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα Idomeneo (1780-81) που προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο 1781 βρισκόταν ο Μότσαρτ στη Βιέννη, όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση/απόλυσή του.
Το ξεκίνημα του Μότσαρτ στη Βίεννη ήταν πολλά υποσχόμενο. Σ’ ένα από τα γράμματα στον πατέρα του ανέφερε πως εκεί βρισκόταν το κατάλληλο πεδίο δράσης γι’ αυτόν και πως μπορούσε να βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Μόσταρτ τα 10 χρόνια της ζωής του στη Βιέννη, βρισκόταν σε καλλιτεχνικό οίστρο αφού περίπου τα μισά έργα του τα συνέθεσε εκείνη την περίοδο. Σύντομα παρουσιάστηκε ως διοργανωτής συναυλιών, εξαίρετος πιανίστας αλλά και ως μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες, είτε ως μαέστρος και σημαντικός συνθέτης. Ένα σημαντικό βήμα του Μότσαρτ για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή απoτέλεσε η επιτυχία του με την όπερα Η απαγωγή από το σεράι τον Ιούλιο του 1782. Τον ίδιος χρόνο παντρεύτηκε με την Κοστάντσε Βέμπερ. Ο γάμος του δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, με τον οποίο είχαν ψυχρανθεί από την εποζή της διαφωνίας με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι το 1785 ο Μότσαρτ συνέθετε κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου. Ιδιαίτερα τα κοντσέρτα του για πιάνο βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιεννέζικο κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα.
Το 1784- 1785 συνεργάστηκε με τον Λορέντσο ντα Πόντε και μετακίνησε τις συνθετικές δραστηριότητες του Μότσαρτ προς το δραματικό μουσικό είδος. Την 1η Μαΐου του 1786 ανέβηκε η όπερα «Οι Γάμοι του Φίγκαρο», το 1787 ο «Ντον Τζιοβάννι». Το δεύτερο έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα. Το 1787 διορίστηκε επιτέλους ο Μότσαρτ ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Τούρκους και η μουσική ζωή της Βιέννης βρισκόταν σε ύφεση. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του ντα Πόντε δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο (κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου.
Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Μότσαρτ (1789-91), ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη εις βάρος του οφειλόταν σε ένα βαθμό, στην κακή οικονομική διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή του για συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια. Ο Μότσαρτ ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 1791, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου σημειώθηκε δραματική επιδείνωση της ασθένειάς του, η οποία τον οδήγησε στο θάνατο. Το “Ρέκβιεμ” (Requiem), μία παραγγελία του κόμητα Φ. Βάλζεγκ-Στούπαχ, έμεινε ημιτελές. Με εντολή της χήρας Κονστάντσε ανέλαβαν να το ολοκληρώσουν αρχικά ο J. Eybler και στη συνέχεια ο Φ. Συσμάιερ (F. X. Suessmayer). Αυτή η μορφή του έργου εκτελείται, συνήθως, μέχρι σήμερα.