Οπερέττα σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο
Κριτική για την παράσταση «Οπερέττα» με αφορμή την «Οπερέττα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς που παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν στο Θέατρο Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου.
Δεν είδα την «Οπερέττα» του Νίκου Καραθάνου (με αφορμή, όπως σαφώς διευκρινίζεται, την «Οπερέττα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς) την περασμένη σεζόν. Την είδα την περασμένη εβδομάδα, δύο φορές. Γιατί σχεδόν από την πρώτη σκηνή αισθάνθηκα ότι κάτι αποκαλυπτικό πρόκειται να συμβεί. Και συμβαίνει: διάνοιες και ταλέντα διαφορετικών ανθρώπων δημιουργούν μια σύνθετη πράξη, που μαγικά κατορθώνει να φωτίσει, απογυμνώνοντάς τα, δύο –τρία πράγματα που αξίζει να σκεφτούμε και να νιώσουμε. Αυτό είναι η Τέχνη στη σκηνής.
Εικόνα πρώτη: Βραχώδης όγκος. Ένας μουσικός στο πλάι παίζει γκάιντα κι ο ήχος της, οξύς και διαπεραστικός, είναι σαν κλάμα που βγαίνει από τα σπλάχνα της γης. Λίγο πιο πέρα ένα ανθρωποειδές τραγουδά στίχους θλιμμένους, που ανακαλούν την πολύτιμη γλωσσική και συναισθηματική ποιότητα της ελληνικής δημοτικής ποίησης:
Όλη τη μαύρη κι άγρια νύχτα με το φεγγάρι
Και την αυγή με τη δροσιά, όσο να ρίξ’ ο ήλιος
Τρέχουν τ’ αλάφια στα βουνά, τρέχουν και τα μοσχάρια
Φωνάζουν, παίζουν, τρώγονται, στ’ απέραντα Ιμαλάια
Κι άμα σταθείς να τα κοιτάς πάνω στην Αναπούρνα
Νιώθεις τον άνθρωπο μικρό σε παγωμένη γούρνα
Τη μια σηκώνεται γελάει και βρίσκει τη μιλιά του
Την άλλη κλαίει τη μοίρα του, την μαύρη τη γενιά του.
Σε υψόμετρο 8.000 μέτρων ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναπνεύσει αλλά μπορεί να δει με μοναδική καθαρότητα το μηδέν της ύπαρξής του και το μεγαλείο του κόσμου. Σ’ αυτήν τη συνθήκη το βλέμμα καθαρίζει, το παράλογο και το γελοίο φωτίζονται με τρόπο ακαριαίο και σοκαριστικό.
Σημείο δεύτερο: Στη σκηνή του θεάτρου όλα μπορούν να συμβούν. Στη σκηνή του θεάτρου μπορεί να υπάρξει ένα πριγκιπάτο εκεί ψηλά στην Αναπούρνα, στα Ιμαλάια. Οι ευγενείς μπορούν να είναι όσο γελοίοι τους επιτρέπει να είναι το γεγονός ότι έχουν λησμονήσει τη μακρινή καταγωγή τους από τους Μεγάλους Πιθήκους. Γι’ αυτό και στην Οπερέττα του Καραθάνου, οι υπηρέτες κατ’ αντιδιαστολή προς τους ευγενείς, φορούν μάσκες πιθήκων. Δεν πρόκειται, νομίζω, για «σχόλιο» δαρβινικού αλλά αντι-δαρβινικού περιεχομένου: αν οι δυνατοί είναι αυτοί που επιβιώνουν, ποιοι είναι οι δυνατοί εν προκειμένω; Ο Αρισταίος ή το Κλεφτόνι; Στην έσχατη κρίση ποιος θα επιβιώσει: τα ανθρωποειδή της αριστοκρατίας, που αναφέρονται στον ιερέα από τη μία, στον μετρ της υψηλής ραπτικής από την άλλη, ή η κόρη του μπακάλη που διεκδικεί τη γυμνότητα, την αλήθεια του γυμνού σώματος και του γενετήσιου ενστίκτου;
Ο Καραθάνος μόνο την Αλμπερτίν (Εύα Σαουλίδου), την κόρη του μπακάλη, αφήνει χωρίς μάσκα πιθήκου στο τέλος, όταν η Επανάσταση σημαίνει την επανεκκίνηση της ανθρώπινης κατάστασης. Μου φαίνεται πως την αντιμετωπίζει σαν προσωποποίηση της Τέχνης της ίδιας, ένας άγγελος από αναγεννησιακό πίνακα (έτσι μοιάζει όταν ο Αρισταίος την «αποκαλύπτει» στους δικούς του), ένα «πλάσμα» που έχει μετατρέψει την αρχέγονη σοφία του ανθρωποειδούς σε λάμψη και φως.
Εικόνα τρίτη: Αν σταθείς στο βλέμμα του γορίλλα, μέσα στο κλουβί ζωολογικού κήπου, η καρδιά σου σκίζεται στα δύο.
Εικόνα τέταρτη: Ο Αρισταίος και ο Φιρουλέ, ο Χάρης Φραγκούλης και Μιχάλης Σαράντης, δίδυμο έξοχο στην κίνηση και στην ερμηνεία. Κωμικοί και τραγικοί μαζί, μετρούν τις γυναίκες που έχουν κατακτήσει (με δώρα, ρούχα, στολίδια). Τρέμουν το γυμνό σώμα γιατί η ζωή τους είναι μια κατασκευή. Μία «Μορφή», όπως γράφει ο Γκομπρόβιτς, μία μάσκα. Οι μάσκες είναι βασικό στοιχείο στο έργο και στην παράσταση. Ο άνθρωπος, εμείς όλοι, μπορεί να διακρίνει την μακρινή καταγωγή από το ζωικό βασίλειο αλλά έχει «εκπολιτιστεί». Θέλει να τον αγαπούν, θέλει να αρέσει. Σιγά σιγά η μάσκα γίνεται ένα με το πρόσωπο. Ο Γκομπρόβιτς λέει ότι αυτό που λέμε «ο εαυτός μου» δεν υπάρχει.
Σημείο πέμπτο: «[…] Ο άνθρωπος, όταν υποτάσσεται στο διανθρώπινο, είναι σαν κλαράκι στην ταραγμένη θάλασσα, ανεβαίνει, κατεβαίνει, βυθίζεται στα ταραγμένα νερά, γλιστρά απαλά στον αφρό λαμπερών κυμάτων, μεθά από ρίμες και ιλιγγιώδεις ρυθμούς, τον παρασέρνουν μακριά απρόβλεπτα ρεύματα. Μέσα από τη Μορφή, διαποτισμένος ως το μεδούλι από τους άλλους ανθρώπους, ξαναβγαίνει στην επιφάνεια πιο δυνατός από τον εαυτό του, ξένος προς τον εαυτό του. Διανοίγονται μονοπάτια που δεν είχε πριν φανταστεί, καμιά φορά δεν ξέρει καν τι του συμβαίνει. Γίνεται συνάρτηση των εντάσεων, των ασταθών καταστάσεων που προξενούν τυχαία οι άλλοι άνθρωποι, των καταστάσεων που ανακύπτουν μεταξύ των ανθρώπων και είναι αποτέλεσμα ποικίλων ορμών. Αυτή η άγνωστη και ασύλληπτη διανθρώπινη δημιουργία καθορίζει τις δυνατότητές του. Πολλά θα είχα ακόμη να πω». (Βίτολντ Γκομπρόβιτς, «Διαθήκη /Συνομιλίες με τον Ντομινικ Ντε Ρου», εκδ. Πατάκη, 2014).
Σημείο έκτο: Αυτό που πετυχαίνει ο Νίκος Καραθάνος με τον θίασο των ευγενών του πριγκιπάτου του «Ιμαλάιου» είναι εξόχως θεατρικό. Τραγουδούν, χορεύουν, παρακολουθούν και υποστηρίζουν τους πρωταγωνιστές όταν αυτοί ξεχωρίζουν κι ερμηνεύουν μικρά μέρη λόγου, συχνά λεκτικά παιχνίδια. Η Χαρούλα Αλεξίου αληθινή έκπληξη, τόσο για την ερμηνεία της όσο και για το δέσιμό της με το εξαιρετικό σύνολο εικοσαμελές σύνολο. Οι μουσικοί στην άκρη της σκηνής ανήκουν κι αυτοί με τον τρόπο τους, τις θαυμάσιες μουσικές του Άγγελου Τριανταφύλλου, στη δράση. Ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός και ο συνθέτης συμπληρώνουν με τραγούδι την σκηνική αφήγηση. Όλοι στη σωστή θέση, όλοι πολύτιμοι.
Εικόνα έβδομη: δεν έπαιζε στην εκδοχή της περσινής σεζόν αλλά ο Άρης Σερβετάλης είναι ιδανική επιλογή για τον ρόλο του Φιορ, του γκουρού της μόδας. Όχι μόνο για την ομιλούσα κίνησή του. Μία από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης, όταν, σε υπαρξιακή κρίση, μονολογεί για το ζήτημα του Χρόνου και της Ιστορίας, του ανήκει.
ΦΙΟΡ
Ἐγὼ ὁ Φιὸρ ὁ Δάσκαλος ἐγὼ ὁ Δάσκαλος ὁ Φιόρ!
Νὰ φωτίσω τὸν ἄνθρωπο μὲ ἕνα καινούργιο φῶς;
Γιὰ τοὺς παλιοὺς Δασκάλους ἤτανε παιχνιδάκι τίποτα –
Δεν ήταν τίποτα για τους παλιούς να φτιάξουν τον δώσουν μορφή στα μάρμαρα και στις πέτρες
Να επινοήσουν πολιτισμούς
Να φτιάξουν καινούρια πατρόν και καλαπόδια
Να χτίσουν πόλεις
Σήμερα όμως είναι βάσανο τι άλλο μπορεί να γίνει σήμερα!
Ποῦ θά ’μαστε σὲ πέντε χρόνια σὲ δέκα δεκαπέντε χρόνια ποῦ θά ’μαστε
Ποῦ θὰ μᾶς ξεβράσει ὁ χρόνος αὐτὸς ὁ Χρόνος
Ποὺ τρέχει σὰν τὸν ἄνεμο;
Χρόνε μου, Χρόνε μου, πῶς νὰ διαβάσω τὴ μορφή σου
Πῶς νὰ χαϊδέψω καὶ νὰ δῶ τὸ Πρόσωπό σου;
Χρόνε τοῦ Αὔριο σὲ πῆρε ὁ ὕπνος στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Σήμερα –
Σημείο όγδοο και τελευταίο: παραστάσεις σαν την «Οπερέττα» του Καραθάνου αποκαλύπτουν την χρεοκοπία της κριτικής αφού οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν το βίωμα, τη συγκίνηση, το συναίσθημα που προκαλεί η σκηνική πράξη. Όπως «τα γραπτά φιλιά δεν φτάνουν ποτέ στον παραλήπτη τους». Πρόκειται για σύλληψη υψηλής ποίησης (άρα και φιλοσοφικού στοχασμού) και θεατρικότητας όπου διαφορετικά στοιχεία (ο λόγος, η μουσική, η κίνηση, οι ερμηνείες) συνθέτουν ένα Όλον –εδώ κάθε τι έχει βρει ό-μορφα τη θέση του. Κι αν έχει νόημα να αναφερθώ σε –ισμούς, αυτή είναι μια παράσταση που απαντά σ’ όλους αυτούς που νομίζουν ότι μεταμοντερνισμός σημαίνει διάλυση, ειρωνεία, σύγχυση, βρωμιά. Μεταμοντερνισμός είναι να παίρνεις ένα έργο αυτού του αυθεντικά αιρετικού συγγραφέα, του Βίτολντ Γκομπρόβιτς και να δημιουργείς ένα άλλο, ένα μιούζικαλ που ξεχειλίζει μελαγχολία και, μαζί, πάθος για ζωή. Να συνδέεις τη σκέψη αυτού του ιδιοφυούς Πολωνού εμιγκρέ, που βίωσε ακραίες καταστάσεις και αντιθέσεις στο πετσί του (μεταξύ άλλων, την ψυχασθένεια της μητέρας του και δυο πολέμους, φτώχεια πολλών χρόνων, αναγνώριση μέσω Γαλλίας όταν πια τα καλά χρόνια της ζωής του είχαν περάσει), με τη δημώδη ποίηση και κείνους τους καταπληκτικούς στίχους του «ντεμοντέ» Σικελιανού, από το ποίημα Άγραφον (ο Χριστός, μπροστά στο πτώμα ενός σκύλου, αναγνωρίζει στα λευκά δόντια του, κάτι πέρα από τη σήψη, αντιφεγγιά του Αιώνιου και του Δίκαιου –τι σύλληψη!). Να μπορείς να διακρίνεις σχέσεις και αναλογίες -ασχέτως που, κατά τη γνώμη μου, η παράσταση θα τελείωνε ιδανικά στο τελευταίο κρεσέντο, εκεί που ο Κινγκ Κονγκ λέει «Επανάσταση», και όχι με το τραγούδι του φινάλε που μελοποιεί τους στίχους τους Σικελιανού.
Η θεατρικότητα του θεάτρου είναι ζητούμενο στις πολλές φτωχές, κυριολεκτικά και μεταφορικά, παραστάσεις που βλέπουμε στις σκηνές. Κι επειδή το έλλειμμα δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αυτή είναι μία παράσταση που πρέπει να βγει έξω. Πρέπει να πάει σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Κι αυτό είναι χρέος του Εθνικού Θεάτρου.
Μην χάσετε αυτή την Οπερέττα!