Status Update: Ανδρέας Κοντόπουλος, ηθοποιός
Έπαιξε στην πρώτη του παράσταση στην πέμπτη Δημοτικού (και το θυμάται ακόμα). Του αρέσει να ταξιδεύει και να περπατάει στις πόλεις που επισκέπτεται. Ίσως το πιο αγαπημένο του βιβλίο είναι ο «Ευγένιος Ονιέγκιν» του Πούσκιν. Φωτογραφίες Σταύρος Χαμπάκης
Δεν ξέρω ακριβώς από που ξεκίνησε η επιθυμία μου ν’ ασχοληθώ με το θέατρο. Η μητέρα μου αγαπούσε πολύ το θέατρο και με πήγαινε σε παραστάσεις· αυτό ήταν ένα πρώτο ερέθισμα. Επίσης συμμετείχα στις σχολικές θεατρικές ομάδες από το Δημοτικό. Συγκεκριμένα στο Δημοτικό όπου πήγαινα είχαμε μία δραστηριότητα πέραν των μαθημάτων που ονομαζόταν “κύκλοι”, με ποικίλες θεματικές, μία εκ των οποίων ήταν το θέατρο. Αυτή ήταν και ή πρώτη μου επαφή με την σκηνή και ήταν μια έντονη εμπειρία που με επηρέασε αρκετά και στην οποία ανατρέχω συχνά πυκνά προκειμένου να αντλήσω έμπνευση καθώς μεγαλώνοντας τείνω να πιστεύω πως η ενασχόληση με το θέατρο αποτελεί εν μέρει ένα νήμα με την παιδικότητα, το ανεπιφύλαχτο παιχνίδι και την φαντασία, που έτσι κι αλλιώς είναι ζητούμενο στην υποκριτική τέχνη.
Η ενασχόληση μου με την τέχνη μετακινεί την αντίληψη μου ως προς την πραγματικότητα στην σφαίρα της αμφισημίας και της συνθετότητας των ανθρώπων και των πραγμάτων. Οι αξιακοί κώδικες με τους οποίους έχουμε μάθει να αποδομούμε και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα διέπονται από ενός είδους ορθολογισμό που αποσκοπεί στην κοινωνική και παραγωγική λειτουργικότητα του ατόμου. Δεν εξετάζω αν αυτό είναι καλό ή κακό, πάντως η τέχνη εξετάζει την ανθρώπινη περιπέτεια από μία άλλη σκοπιά, όπου το “καλό” και το “κακό” εν πολλοίς συγχέονται και αλληλοαναιρούνται. Νομίζω πως η επαφή με την τέχνη ωθεί κάποιον ολοένα πιο βαθιά στην αποδοχή της αβεβαιότητας, σε έναν στοχασμό για τον στοχασμό, κάτι το άσκοπο, το αυτοδαπανώμενο, το άχρονο, κάτι στο οποίο για μένα είναι εν τέλει πιο κοντά στην αλήθεια.
Βρίσκομαι πιο κοντά στο θέατρο λόγω των φίλων μου. Τα πάντα εκκινούν από την σχέση μου μαζί τους, την ποιότητα του διαλόγου που έχουμε μεταξύ μας κι ως εκ τούτου τον δικό μου διάλογο με τα πράγματα. Σε γενικές γραμμές, βρίσκω τον κόσμο του θεάτρου πιο εκλεπτυσμένο καλλιτεχνικά συνεπώς και πιο γόνιμο για μένα πνευματικά και δημιουργικά. Παλιότερα θα έλεγα πως ήμουν πιο “χύμα” ή πως ίσως είχα την πολυτέλεια λόγω ηλικίας να αντιλαμβάνομαι τον χρόνο με μεγαλύτερη ελαφρότητα κι ως εκ τούτου να σχετίζομαι γενικώς με μεγαλύτερη αφέλεια και τυχοδιωκτισμό.
Η εμπειρία που με έφερε πιο κοντά στην τέχνη μου, είναι το βίωμα των απωλειών και των ματαιώσεων, είτε αυτό έχει να κάνει με πρόσωπα, είτε με ψυχικούς και συναισθηματικούς χώρους. Αυτό δεν σημαίνει πως ωθούμαι στην τέχνη από ένα συναισθηματισμό, αντιθέτως το εφήμερο του θεάτρου μας γαλουχεί βιωματικά προς τον αποσυναισθηματισμό, την αποδοχή της σημαντικότητας και την ίδια ώρα της ασημαντότητας των πραγμάτων – και κατ’ επέκταση την σημαντικότητα και την ασημαντότητα της ίδιας μας της ζωής και της ύπαρξης εν γένει.
Το όνειρο της σκηνοθεσίας δεν το έχω εγκαταλείψει. Θέλω να κάνω μία ταινία και θα την κάνω – περισσότερο για μένα. Δεν φιλοδοξώ να κάνω καριέρα σκηνοθέτη.
Ναι, θα ήθελα να έχω υπάρξει πιο τολμηρός στις διεκδικήσεις μου. Πολλές φορές κυριαρχεί ένα αίσθημα ματαιότητας που με αναστέλλει, το οποίο όμως υποψιάζομαι πως υποκρύπτει ένα φόβο μην ηττηθώ. Όσο μεγαλώνω κι εξοικειώνομαι με την ιδέα του θανάτου, γίνομαι όλο και πιο τολμηρός.
Προσπαθώ να ζω χωρίς προσδοκίες γενικώς, να είμαι όσο δύναμαι συνδεδεμένος με το εδώ και το τώρα, να αφοσιώνομαι στο παρόν. Το να αναλογίζομαι τον εαυτό μου στο μεγάλο κάδρο με αγχώνει και με τρομάζει. Γι αυτό κι έχω την ανάγκη να διατηρώ μέσα μου την ιδέα της φυγής. Πως ό,τι και να γίνει, όσο κι αν στενέψει ο ορίζοντας, θα υπάρχει πάντα η δυνατότητα της διαφυγής, μέσα μου δηλαδή, σε κάτι απ το οποίο θα μπορώ να αντλώ ένα αυτοτελές αίσθημα ακεραιότητας. Αυτό εννοώ “φυγή”. Κάπως έτσι, οι περισσότεροι στόχοι μου είναι βραχυπρόθεσμοι.
Είχα δει παλιότερα δυο παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου «Χαίρε νύμφη» και «Αθανάσιο Διάκο». Με είχαν συνεπάρει. Διέκρινα έναν κόσμο πρωτότυπο, μία προσωπικότητα αυθεντική. Επιπλέον, πίσω από την τραχιά γλώσσα και τη φόρμα, διέκρινα μια τραυματισμένη ψυχική ευγένεια που κραύγαζε με μια βία αυτοσαρκαστική και αυτή η ποιότητα με έκανε να ανατριχιάζω. Ναι, ήθελα πολύ να συνεργαστώ μαζί της και όταν με πήρε τηλέφωνο χάρηκα πολύ.
Ως ηθοποιός δεν διακρίνω σε είδη τα κείμενα. Αυτό ίσως αφορά περισσότερο την σκηνοθεσία. Από την πλευρά του ηθοποιού το ζητούμενο, ανεξαρτήτως φόρμας, είναι πάντα το ίδιο, η άφεση στο σκηνικό παρόν, η σχέση δηλαδή με τον χώρο, τους ανθρώπους, τα αντικείμενα και η κυριολεξία.
Πιστεύω πως το κωμικό υπάρχει στο τραγικό και το αντίστροφο. Από το πολύ απλό πως κάποιος πατάει μια μπανανόφλουδα, πέφτει και σπάει το κεφάλι του, μέχρι για παράδειγμα τον Λεντς, τον πραγματικό Λεντς πάνω στον οποίο έγραψε ο Μπύχνερ, έναν άνθρωπο ψυχωτικό, που αυτοτραυματιζόταν για να νιώσει τα μέλη του ζωντανά ή τον Κρέοντα στην Αντιγόνη που εμμένει στον νόμο με αποτέλεσμα να προκληθεί η τραγωδία. Όπως συνυπάρχουν στον άνθρωπο το σπουδαίο με το γελοίο, το ευτελές με το μεγαλειώδες, έτσι συνυπάρχει και το κωμικό με το τραγικό.
Αισθάνομαι μοναξιά όταν η επικοινωνία μου με τους ανθρώπους υποβιβάζεται σε μηχανική μανιέρα, όταν κυριαρχεί αυτή η φοβική άρνηση να σπάσουμε, να αμφισβητηθούν και να επανεφευρεθούν οι λέξεις και τα αισθήματα μας. Σε ένα περιβάλλον που τα πάντα τυποποιούνται και θεωρούνται σχεδόν δεισιδαιμονικά αυτονόητα, αποστασιούμαι και η απόσταση αυτή μου επιστρέφει μοναξιά.
Το πως μου φαίνονται οι άνθρωποι όπως τους παρατηρώ από το ποδήλατο μου ή αν όντως τους βλέπω ή αν βλέπω μόνο μέσα μου, εξαρτάται από το πως αισθάνομαι εγώ στην εκάστοτε φάση. Σπανίως αυτό ανατρέπεται, πιθανώς λόγω μιας δυσαναπόδραστης αυτοαναφορικότητας, όταν όμως συμβαίνει η ανατροπή απολαμβάνω την κυριολεξία της συγκίνησης.
Απολαμβάνω την μοναχικότητα και την επιζητώ. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που φοβούνται μη μείνουν μόνοι. Όταν απομονώνομαι είτε διαβάζοντας, είτε γράφοντας, είτε χαζεύοντας, είτε παρακολουθώντας τον ΠΑΟΚ στην τηλεόραση, απολαμβάνω κυρίως το πως μεταβάλλεται μέσα μου η αίσθηση του χρόνου.
Ένας ίσως όχι και τόσο σημαντικός λόγος για τον όποιο θα έλεγα πως είμαι “από άλλον πλανήτη” είναι το γεγονός πως απέχω είτε ενεργητικά, είτε παθητικά, από όλα τα επικαιρικά διλήμματα με τα οποία καταπιάνονται οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κάθε τρεις και λίγο. Ο βασικός λόγος που διατηρώ ακόμη σελίδα στο Facebook είναι για να διαβάζω τα σχόλια του φίλου μου δημοσιογράφου Σταύρου Κόλκα που αφορούν τον ΠΑΟΚ.