Σαν σήμερα, 22 Δεκεμβρίου 1989, πεθαίνει ο Σάμιουελ Μπέκετ
Ο Σάμιουελ Μπέκετ ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας στις 13 Απριλίου 1906. Ο πατέρας του ήταν επιμετρητής ποσοτήτων και η μητέρα του νοσοκόμα. Ο Μπέκετ σπούδασε γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά στο Trinity College για τέσσερα χρόνια, έως το 1927. Δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα στο Campbell College του Μπέλφαστ κι έπειτα διορίστηκε ως καθηγητής αγγλικών στην École Normale Supérieure στο Παρίσι, όπου και γνωρίστηκε με τον γνωστό Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις.
Το 1929, ο Μπέκετ δημοσίευσε το πρώτο του έργο, ένα κριτικό δοκίμιο με τίτλο Dante…Bruno. Vico..Joyce. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε ένα μικρό λογοτεχνικό έπαθλο με το ποίημα «Whoroscope», εμπνευσμένο από μια βιογραφία του Ρενέ Ντεκάρτ που έτυχε να διαβάζει εκείνη την περίοδο.
Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στο Δουβλίνο και στο Trinity College, αλλά πολύ σύντομα απογοητεύτηκε από το ακαδημαϊκό του έργο. Θέλοντας να δείξει την απέχθεια του κατέφυγε σε ένα τέχνασμα στη Modern Language Society του Δουβλίνου, διαβάζοντας στα γαλλικά ένα σοβαρό επιστημονικό άρθρο του συγγραφέα Jean du Chas, ιδρυτή του κινήματος του Συγκεντρωτισμού. Τόσο ο συγγραφέας όσο και το κίνημά του ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Μπέκετ, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να κοροϊδέψει τους σχολαστικούς. Παραιτήθηκε λοιπόν από την θέση του και ξεκίνησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Στο Λονδίνο, εξέδωσε μια κριτική μελέτη για τον Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Ένα χρόνο αργότερα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Dream of Fair to Middling Women, το οποίο εγκατέλειψε μετά τις απορρίψεις αρκετών εκδοτών (εκδόθηκε τελικά το 1993).
Μετά από άλλα ταξίδια, όπως στη Γερμανία, όπου δήλωσε απέχθεια για τη δράση των Ναζί, βρέθηκε στο Παρίσι. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1938, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, με την οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση, που θα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια.
Στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου ο Μπέκετ πήρε μέρος στην Γαλλική Αντίσταση ως αγγελιοφόρος και κινδύνεψε αρκετές φορές να συλληφθεί από τους Ναζί. Το καλοκαίρι του 1942 η ομάδα του προδόθηκε και μαζί με την γυναίκα του κατέφυγε στο μικρό χωριό Ρουσιγιόν, από όπου και συνέχισε να βοηθά την αντίσταση κρύβοντας πολεμικό εξοπλισμό στην κατοικία τους. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε αργότερα με το Μετάλλιο Αντίστασης και το Σταυρό του πολέμου από τη γαλλική κυβέρνηση.
Ο Μπέκετ είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό, το οποίο γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά, όπως και τα περισσότερα έργα του Μπέκετ μετά το 1947. Το έργο δημοσιεύτηκε το 1952 και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 1953. Στο Παρίσι, έκανε δημοφιλή και αμφιλεγόμενη επιτυχία, ενώ στο Λονδίνο το 1955 αρχικά το υποδέχτηκαν με αρνητικές κριτικές, ενώ παίχτηκε με επιτυχία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιτυχία αυτή άνοιξε στον Μπέκετ το δρόμο για μια σταδιοδρομία στο θέατρο με επιτυχημένα έργα όπως: Endgame, Krapp’s Last Tape, Happy Days και Play. Οι συνεχείς επιτυχίες των θεατρικών του έργων του άνοιξαν την καριέρα και του θεατρικού σκηνοθέτη.
Το 1961, σε μια μυστική τελετή στην Αγγλία, ο Μπέκετ παντρεύτηκε τη Σουζάν, κυρίως για λόγους που σχετίζονταν με το γαλλικό κληρονομικό δίκαιο. Το 1969, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Τύνιδα με τη Σουζάν, ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου 1989, ενώ έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.