Status Update: Μαρία Μαγκανάρη, σκηνοθέτις – ηθοποιός
Έκανε την πρώτη της εμφάνιση ως ηθοποιός στο Εθνικό θέατρο πριν από 14 χρόνια.Ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Κανιγκούντα» που δραστηριοποιήθηκε από το 2005 έως το 2013. Κρατάει ημερολόγιο από την Δ’ Δημοτικού. Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή
Προέρχομαι από μια λαϊκή οικογένεια (ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος) και τα ερεθίσματα αναφορικά με το θέατρο ήταν περιορισμένα: Kυρίως επιθεωρήσεις ή άλλες κωμωδίες με εισιτήρια της Εργατικής Εστίας. Είναι περίεργο, αλλά από παιδί γνώριζα ενστικτωδώς πως θ’ ασχολούμουν με την Τέχνη. Δεν βιαζόμουν όμως. Ήθελα πολύ να πάω στο Πανεπιστήμιο, οπότε τέλειωσα πρώτα τη Φιλοσοφική Ιωαννίνων. Εκεί, κάπως τυχαία, στο τέταρτο έτος, συμμετείχα σε μια παράσταση με ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Στο μεταξύ, το 1995 έφυγα με Erasmus στο Παρίσι, όπου γνώρισα τον Γιάννη Λεοντάρη και λίγο μετά τη Μαρία Κεχαγιόγλου. Από εκεί και μετά – χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα – τα πράγματα πήραν το δρόμο τους: Η Μαρία με προετοίμασε για τις εξετάσεις και πέρασα στη Δραματική Σχολή Βεάκη.
Ήδη, από τη Δραματική Σχολή δεν επικεντρωνόμουν μόνο στη λειτουργία της ηθοποιού. Μ’ ενδιέφερε το σύνολο, η δομή μιας παράστασης. Το 2007 σκηνοθέτησα μια μικρού μήκους ταινία που πήγε σε διάφορα Φεστιβάλ. Στο μεταξύ, είχαμε φτιάξει την «Κανιγκούντα» και εκεί υπήρχε η δυνατότητα μιας πιο συνολικής έκφρασης. Οπότε, η πρώτη μου θεατρική σκηνοθεσία, ο «Μεσοπόλεμος» το 2012 ήρθε εντελώς φυσιολογικά.
Νομίζω πως η πρώτη φορά που υποψιάστηκα αυτό το παραξένισμα, τη λοξή ματιά της τέχνης στην πραγματικότητα, ήταν στο Δημοτικό, όταν διάβασα στο αναγνωστικό το ποίημα του Εμπειρίκου: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου». Μάλιστα, ο δάσκαλος μας έβαλε να γράψουμε ένα δικό μας ποίημα, και αυτή ήταν η αρχή μιας μακράς περιόδου παιδικής και εφηβικής συγγραφής. Αργότερα, στην Α’ Γυμνασίου, με θυμάμαι να πηγαίνω στο βιβλιοπωλείο απέναντι απ’ το σχολείο μου και ν’ αγοράζω με χαρτζιλίκι τα ποιήματα του Καρυωτάκη και Σιμόν ντε Μποβουάρ (!), να κλαίω με τους «Άθλιους» του Β. Ουγκώ και να τρελαίνομαι για τον Τζιμ Μόρισσον και τους Doors. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την επίδραση που είχε πάνω μου το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Αντιγνώση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού». Το διάβασα στο Γυμνάσιο και από τότε τσακωνόμουν συστηματικά με τον καθηγητή των Θρησκευτικών!
Από τότε που άρχισα να σκηνοθετώ στο θέατρο, κάπως έμεινε πίσω η λειτουργία μου ως ηθοποιού. Την ανακαλώ βέβαια διαρκώς στην πρόβα, για να καταλάβω και να εξηγήσω τη λειτουργία των ηθοποιών μου. Όμως δεν έχει τελειώσει μέσα μου αυτό το κομμάτι· θέλω πολύ να ξαναπαίξω. Προτιμώ να μη σκηνοθετώ τον εαυτό μου. Όταν το έκανα – στο «Αλεξάντερπλατς» ήταν εξοντωτικό και δεν είχε πολλή χαρά.
Η «Κανιγκούντα» υπήρξε καθοριστικό κομμάτι της προσωπικής και της καλλιτεχνικής μου ζωής. Είναι η ταυτότητά μου, η ρίζα της αναζήτησής μου στο θέατρο. Πένθησα το τέλος της, ωστόσο στην πορεία κατάλαβα ότι ήταν για καλό. Η συνθήκη της «Προτσές» είναι πολύ διαφορετική, έχει πιο πολλή ελευθερία, και μερικές φορές περισσότερη μοναξιά.
Το θέατρο πλήττεται από την κρίση, όπως όλοι οι επαγγελματικοί χώροι. Γενικά η έννοια “ασκώ επάγγελμα” σχετικοποιείται κι αυτό είναι τρομερό. Ίσως αυτό το δεδομένο να κάνει τους νέους στο χώρο να τολμούν περισσότερο, να κάνουν ομάδες, ν’ ανεβάζουν ανεξάρτητα τα έργα τους. Είναι ωραία αυτή η φόρα, αλλά η τέχνη χωρίς κρατική στήριξη δεν μπορεί ν’ ανθίσει. Για πόσο μπορείς να παραμένεις και να πειραματίζεσαι πάνω στη δουλειά σου χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις απ’ αυτήν; Προσωπικά, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω τις καλλιτεχνικές επιλογές που έχω κάνει, εάν δεν είχα τη στήριξη και την ενθάρρυνση του συντρόφου μου, Παναγιώτη.
Το 1995, πριν πάω στη Δραματική Σχολή, είδα το «Ρομαντισμό» του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ως τότε είχα δει πολύ σινεμά, αλλά ελάχιστο θέατρο. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, μου συνέβησαν διάφορα, ψυχοσωματικού χαρακτήρα, πράγματα. Τότε σκέφτηκα πως αν αυτό είναι το θέατρο, μ’ ενδιαφέρει πολύ. Κάποια χρόνια αργότερα είδα το «1980» της Πίνα Μπάους στο Ηρώδειο. Θυμάμαι κόσμο να φεύγει απ’ την πολύωρη παράσταση κι εγώ να σκέφτομαι ότι δεν έχω δει κάτι πιο ενδιαφέρον στη ζωή μου.
Η ενηλικίωση είναι δύσκολη ιστορία, όλοι έχουμε τρομερή αντίσταση απέναντί της. Κατά βάθος θέλουμε να είμαστε παιδιά, να μην έχουμε την ευθύνη των πράξεών μας. Ζώντας σε μια ανήλικη χώρα, μας παρέχονται πολλά άλλοθι. Η συνέπεια, οι κανόνες, οι αξίες, στην Ελλάδα είναι έννοιες σχετικές. Το ελληνικό κράτος εξάλλου, ήταν ανήλικο ήδη απ’ την ίδρυση του. Διαχρονικά άλλοι αποφασίζουν για την τύχη του.
Θα ήθελα η νέα γενιά να έρθει με φόρα και να γκρεμίσει όλα αυτά που ακόμα ανεχόμαστε: Την αναξιοκρατία, την αμάθεια, τη δουλικότητα, τη νωθρότητα, τη μιζέρια. Θα ήθελα καταρχάς οι νεότεροι να αισθάνονται πολίτες, να διεκδικήσουν την κοινωνία, ν’ απαιτήσουν να είναι εντός της και όχι στις παρυφές της.
Ο παραθερισμός είναι συνώνυμο της μη δράσης. Είναι ένα στοπ καρέ, μια παύση από τη γρήγορη κίνηση της ζωής. Είναι ακόμα μια δικαιολογία για να μην πας παρακάτω. Είναι το «Από Σεπτέμβρη…». «Είμαστε παραθεριστές στη χώρα μας, περαστικοί. Δεν πράττουμε, μόνο μιλάμε» λέει η πρωταγωνίστρια του έργου. Σκέφτομαι πως η σχέση με τη χώρα μας έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Αλλά και στις ζωές μας ενίοτε είναι σαν να είμαστε σε διακοπές διαρκείας: Κρατιόμαστε μακριά από τις πραγματικές μας επιθυμίες αλλά και απ’ ό,τι μας ζορίζει. Μας αρκεί να παραπονιόμαστε.
Ίσως οι άνθρωποι ψάχνουν αφορμές για να εγκαταλείπονται στη νωθρότητα. Μας διέπει η, κατά Φρόιντ, αρχή της ευχαρίστησης και η αποφυγή του πόνου (και του κόπου). Η συνδιαλλαγή με την πραγματικότητα απαιτεί κόπο. Είναι ο “εχθρός” απ’ τον οποίο κανείς δε γλιτώνει.
Προσωπικά δεν είμαι άνθρωπος που βαριέται ιδιαίτερα. Ίσως λόγω ψυχαναγκασμού δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να βαριέται. Φέρω βαρέως τον χαμένο χρόνο. Τώρα που έχω κάνει παιδί βέβαια, αναπολώ τις περιόδους που έδινα στον εαυτό μου την πολυτέλεια του χαμένου χρόνου…
Νομίζω πως διαχρονικά οι άνθρωποι αρνούνται να συνειδητοποιήσουν τη θνητότητά τους. Νομίζουμε ότι θα είμαστε για πάντα, ότι αυτό που δεν κάνουμε σήμερα θα γίνει κάποια άλλη στιγμή. Πιάνω τον εαυτό μου ν’ αναβάλλει, ξέροντας μέσα μου πως κάποια πράγματα δεν θα τα κάνω ποτέ. Ίσως είναι αυτό το ζωτικό μας ψεύδος.