Μια ηθοποιός προετοιμάστηκε για να παρουσιάσει έναν θεατρικό μονόλογο, την «Πιο Δυνατή» του Στρίντμπεργκ, αλλά λίγο πριν αρχίσει η παράσταση ξεχνάει τα λόγια της. Είχε προετοιμαστεί πολύ γι’ αυτό το έργο. Ήθελε αυτή η μέρα να είναι η μέρα της. Η μέρα που θα ξεδίπλωνε στους θεατές τα υποκριτικά της ταλέντα. Θα τους έδειχνε πώς μπορεί να μεταπηδήσει από το ένα συναίσθημα στο άλλο, πώς μπορεί να γεμίσει με δάκρυα τα μάτια της. Με αυτό τον μονόλογο ήθελε να μπει στο στερέωμα των γνωστών ηθοποιών. Αλλά σήμερα ξέχασε τα λόγια της. Κάτι συνέβη και κανένας ρόλος δεν είναι σήμερα αρκετός. Μόνο μία ατάκα θυμάται: «Κάθεσαι εκεί και μόνο που με κοιτάς τραβάς από μέσα μου όλες αυτές τις σκέψεις που νόμιζα πεθαμένες.» Αλλά μία ατάκα δεν φτάνει. Οι θεατές χρειάζονται και άλλες. Χωρίς ατάκες εξάλλου πώς να παίξεις τον ρόλο σου; Και χωρίς ρόλο δεν υπάρχουν θεατές. Και χωρίς θεατές δεν υπάρχει χειροκρότημα. «Τέλεια!» αναφωνεί η Κβάντα. «Ίσως οι πιο δυνατές ατάκες δεν χρειάζονται το χειροκρότημα. Χρειάζονται μόνο τη σιωπή.»