MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
30
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Θοδωρής Γρηγοριάδης: Με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος κλείνει ένας κύκλος

Λίγες μέρες μετά την απονομή του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος στον Θοδωρή Γρηγοριάδη (“Ζωή Μεθόρια”, εκδόσεις Πατάκης, 2015) συναντήσαμε τον συγγραφέα, άνθρωπο ταπεινό και με έμφυτη ευγένεια, στο σπίτι του και είχαμε μαζί του μια εκτενή συζήτηση για τις δικές του στιγμές αλλά και για πολλά και διάφορα ακόμα, όπως τη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία, το θέατρο, τα best sellers, τα βραβεία, τα social media.

author-image Νίκος Ρουμπής

Τι είναι για σας η συγγραφή;

Υπάρχω μαζί με αυτό το πράγμα εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε που ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία, από 13 ετών περίπου παιδί, σε ένα αγροτικό περιβάλλον, ξαφνικά άρχισα πέρα από τις προσωπικές ανησυχίες να με απασχολούν και οι πολιτιστικές, λόγου χάρη με ενδιέφεραν πολύ τα βιβλία, το σινεμά που υπήρχε στο χωριό. Μαζί με το διάβασμα ξεκίνησα να γράφω, περιέγραφα αρχικά και μετά κατάλαβα ότι ήταν ένας τρόπος να εκφράζομαι. Αυτό με οδήγησε σε μια καθημερινότητα. Εδώ θέλω να κάνω τη διάκριση ανάμεσα στη συγγραφή σε επαγγελματικό επίπεδο και τη συγγραφή ως ανάγκη, στη δεύτερη περιλαμβάνω και όσα δεν εκδίδονται. Η συγγραφή που οδηγεί στον επαγγελματία συγγραφέα ξεκίνησε το 1990 αλλά η συγγραφή ως προσωπική ανάγκη, ενσωματωμένη μέσα μου, υπήρχε σχεδόν από παιδί και δε συμφωνώ ότι πρέπει να ταυτίζεται με τον όρο ταλέντο αλλά είναι ένας τρόπος έκφρασης, όπως κάποιος για παράδειγμα θα έπαιζε κιθάρα, θα έκανε ένα άθλημα, είναι δηλαδή κάτι που βιώνεται.

Μου δίνετε μια ωραία ευκαιρία να σας ρωτήσω λοιπόν αν πιστεύετε ότι η συγγραφή είναι κάτι που διδάσκεται, βλέπουμε να οργανώνονται τόσα σεμινάρια δημιουργικής γραφής σήμερα σχεδόν από παντού.

Τα σεμινάρια αυτά θα μπορούσαν πρακτικά να συμβουλεύσουν, σίγουρα όμως δεν μπορούν να φτιάξουν έναν συγγραφέα. Αν δε το χεις δηλαδή στην πραγματικότητα θα γράψεις κάποια πράγματα αλλά αυτό δε θα συνεχιστεί πολύ. Εγώ επειδή υπήρξα και δάσκαλος στα σχολεία πιστεύω στη διδασκαλία αλλά περισσότερο ως έμπνευση, ως καθοδήγηση και όχι με την έννοια ότι μεταδίδεις κάτι το πολύ σημαντικό. Ένας καλός δάσκαλος μπορεί να δείξει κάποιους “κανόνες”, να γίνει μεσολαβητής σε αυτό που είναι η πραγματική λογοτεχνία.

Ποιο ήταν το έναυσμα που σας ώθησε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη λογοτεχνία;

Τα πρώτα μου εφηβικά, ημερολογιακού τύπου, γραψίματα με οδήγησαν στο πανεπιστήμιο να διαβάζω πιο υποψιασμένα τη λογοτεχνία και την ανάγκη να “μιμηθώ” κάποιους συγγραφείς. Θυμάμαι ότι όταν είχα διαβάσει τα διηγήματα του Ιωάννου ξεκίνησα να γράφω και εγώ κάποια μικρά διηγήματα προσπαθώντας να βρω το ύφος μου μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Μετά με τις σπουδές μου στην ξένη λογοτεχνία κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι πιο σπουδαία και πιο μεγάλα, εκεί ήρθα αντιμέτωπος με την κλασική λογοτεχνία αλλά και τη μοντέρνα. Άρχισα να οργανώνω λοιπόν μεγαλύτερες φόρμες αλλά πάντα μέσα από τα δικά μου βιώματα, δεν προσπαθούσα να μιμηθώ ένα διαφορετικό ξένο περιβάλλον. Κάπως έτσι προέκυψαν κάποιες μικρές νουβέλες τις οποίες καταχώνιασα. Μετά στη θητεία μου στο Ναυτικό συνέχισα να γράφω κρυφά στο καράβι και εκεί έγραψα το πρώτο μου οργανωμένο μυθιστόρημα το οποίο δεν βγήκε ποτέ. Στα μέσα της δεκαετίας του 80 έστειλα κάποια διηγήματα σε τοπικά περιοδικά -εδώ θέλω να τονίσω τη σημασία των λογοτεχνικών περιοδικών σαν ένα στάδιο μετάβασης-. Στα τέλη του 80 λοιπόν έχοντας γράψει ένα μυθιστόρημα, τη «Φανή», ένας φίλος στην Αθήνα, που ήξερε ότι έγραφα, έστειλε το χειρόγραφο στη Βαγενά, της άρεσε και γυρίστηκε τηλεταινία για την ΕΡΤ με εκείνη πρωταγωνίστρια. Στη συνέχεια έγραψα τους «Κρυμμένους Ανθρώπους» με την εμπειρία μου ως δάσκαλος στα μειονοτικά χωριά της Θράκης και αποφάσισα να το βάλω στη βαλίτσα μου και να κατέβω στην Αθήνα με την προοπτική ότι θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό από το να είμαι μόνο ένας καθηγητής Αγγλικών. Και έβαλα το στοίχημα ότι αν δεν καταφέρω κάτι άλλο θα γυρίσω πίσω στην καθημερινότητά μου, στο βορειοελλαδίτικο κλίμα που μυθοποιώ και μέσα στα κείμενα μου και δεν ήθελα, ούτε θέλω να το χάσω.

thodoris grigoriadis2

Έτσι λοιπόν προέκυψε και η άφιξη στην πρωτεύουσα;

Ακριβώς! Η Αθήνα προέκυψε μέσα από μια εσωτερική μετακίνηση. Έλεγα μάλιστα σαν αστείο ότι ήμουν ένας πολιτιστικός μετανάστης.

Οι ήρωες μου είναι ανασφαλείς, καταπιεσμένοι, ομοφυλόφιλοι. Με ενδιαφέρουν αυτοί οι άνθρωποι, όχι μια ουμανιστική καλοσύνη. 

Από πού προκύπτει η έμπνευση των ηρώων σας;

Καλύπτω τις προσωπικές μου ανησυχίες αλλά δεν αγνοώ ότι θα διαβαστούν. Ως συγγραφέας έχω και κάποια όρια σε σχέση με το αναγνωστικό κοινό και τον εκδότη ακόμη, αν και αυτό δεν το ομολογούν εύκολα όλοι. Έχω στο μυαλό μου τι θα παραδώσω στον κόσμο, δεν παραδίδω τα ημερολόγια μου αλλά ένα συγκεκριμένο κείμενο που έχει σχέση με τον κόσμο που παρατηρώ γύρω μου, τίποτα που δεν είναι πέρα από μένα. Για αυτό και οι ιστορίες μου είναι βορειοελλαδίτικες, οι ήρωες μου άτομα με αγροτική προέλευση, μικροαστοί, άνθρωποι που ξέρω, καθηγήτριες, υπαρκτές καταστάσεις. Με ενδιαφέρει να μεταφέρω τις δικές μου εποχές και μέσα από αυτές τις μνήμες να υπάρχει και η εξήγηση αυτών. Εκεί έχω βάλει ένα προσωπικό φίλτρο. Έτσι οι ήρωες μου είναι ανασφαλείς, καταπιεσμένοι, ομοφυλόφιλοι, με ενδιαφέρουν αυτοί οι άνθρωποι, όχι μια ουμανιστική καλοσύνη. Και θέλω ακόμα οι χαρακτήρες μου να είναι διδακτικοί, δε θα βρεις για παράδειγμα στις σελίδες μου έναν καλό φασίστα ή έναν φανατικό χριστιανό.

Από το σύνολο των βιβλίων σας υπάρχει κάποιο που ξεχωρίζετε;

Με την κλασική απάντηση θα απαντούσα ότι όλα είναι παιδιά μου, αλλά μερικές φορές χαίρεσαι που ένα από αυτά ξεχώρισε και έκανε κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο. Την μεγάλη ρήξη λοιπόν σε ό,τι έκανα ως τότε την έφερε «Το Παρτάλι», ένα βιβλίο με μεγάλη στροφή θεματολογική, υφολογική αλλά και προσωπική. Ήταν ένα βιβλίο απελευθέρωσης από τις παλιές φόρμες γραφής. Εκεί συνέβησαν πράγματα οριακά, ήρθαν τα πάνω κάτω στον τρόπο που σκεφτόμουν και έγραφα. Περιέγραφα το δικό μου πέρασμα σε μια άλλη εποχή ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη με την πτώση της χούντας, τη μεταπολίτευση, κοσμογονικές αλλαγές, ήταν μια προσωπική και γενική απελευθέρωση. Είναι πολύ αυτοβιογραφικό και από την άλλη αποτελεί δεξαμενή για χαρακτήρες που πήρα και για άλλα έργα μου στη συνέχεια.

Η σχέση σας με το αναγνωστικό κοινό έχει διαφοροποιηθεί μέσα στα χρόνια;

Βέβαια, έχει αλλάξει. Βγήκα σε μια εποχή που δεν υπήρχε ενημέρωση, διαδίκτυο, η πληθώρα των καναλιών και των θεάτρων. Τότε ο κόσμος διάβαζε πιο πολύ. Μπορώ να πω ότι για αυτό ήμουν τυχερός, γιατί το κοινό με γνώρισε και με αγάπησε και αυτό ήταν καλό. Μετά άρχισα να κάνω τις δικές μου στροφές, “δυσκολεύοντας” τα θέματά μου, δεν συνέχισα την πεπατημένη, έκανα βουτιές. Άλλοι αναγνώστες έφευγαν, άλλοι έρχονταν, δεν ήμουν τόσο αυτονόητος ως συγγραφέας. Υπάρχει όμως και μια πιστή ομάδα που σε κρατάει και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Θυμάστε κάποια ιδιαίτερη στιγμή στα πλαίσια της συγγραφικής σας πορείας;

Πριν από τρία χρόνια από τον Θοδωρή Γκόνη μου ζητήθηκε να γράψω έναν μονόλογο για το Φεστιβάλ των Φιλίππων που θα αναφέρεται σε έναν αγγελιοφόρο, σύγχρονο ή αρχαίο. Αυτό λοιπόν ανέβηκε εκεί, στο αρχαίο θέατρο, η παράσταση λεγόταν «Οι επτά άγγελοι των Φιλίππων» και ήταν αρχαία κείμενα που σχετίζονταν με τον χώρο. Αυτή, μαζί με την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου, ήταν η πιο συγκινητική στιγμή για μένα. Ένα δικό μου κείμενο να παίρνει σάρκα και οστά και να παίζεται σε έναν χώρο με τον οποίο ήμουν πολύ συνδεδεμένος. Από παιδί πήγαινα σε αυτό το θέατρο γιατί ήταν απέναντι από το χωριό και μάλιστα ενώ δεν είχα δει αυτό που λέμε κανονικό θέατρο είχα δει πολύ αρχαίο θέατρο.

Υπάρχει μια χρήση της λογοτεχνίας στο θέατρο αλλά δεν είναι αμφίδρομη, οι θεατράνθρωποι δεν είναι ενημερωμένοι για το παρόν λογοτεχνικό γίγνεσθαι

Μιας και ήρθαμε στα θεατρικά λημέρια ποια είναι η άποψη σας για το γεγονός ότι όλο και περισσότερες παραστάσεις που ανεβαίνουν σήμερα διασκευάζουν λογοτεχνικά έργα;

Χαίρομαι με αυτό και θα χαιρόμουν περισσότερο αν οι θεατές διάβαζαν κιόλας τα αντίστοιχα κείμενα. Μου κάνει όμως εντύπωση που μερικές φορές κάποιες ομάδες καταφεύγουν σε κείμενα λίγο ανούσια. Και τολμώ να πω ότι πιάνω λίγο αδιάβαστους με τη σύγχρονη λογοτεχνία τους συντελεστές του θεάτρου. Εννοώ ότι δεν πρέπει μόνο να εκπλήσσεσαι σήμερα με έναν συγγραφέα που ήταν πριν από 80 χρόνια, θα πρέπει να έχεις την τόλμη και το ρίσκο να βρεις και τον συγγραφέα της εποχής σου, όχι να τον αφήσεις για τρεις γενιές μετά. Αυτό είναι συνέπεια του μη διαβάσματος. Υπάρχει λοιπόν μια χρήση της λογοτεχνίας στο θέατρο αλλά δεν είναι αμφίδρομη, οι θεατράνθρωποι δεν είναι ενημερωμένοι για το παρόν λογοτεχνικό γίγνεσθαι.

Πιστεύετε στην έννοια του best seller; Σας απασχολούν οι πωλήσεις των βιβλίων σας;

Αρχικά δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό. Όταν το 93 μου έλεγε ενθουσιασμένη η Κάτια Λεμπέση στον Κέδρο ότι ο «Ναύτης» κάνει τη μια έκδοση μετά την άλλη είχα τρομάξει. Το best seller σημαίνει περισσότεροι αναγνώστες, κάποια εποχή μια οικονομική ενίσχυση. Βέβαια το κοινό των best sellers δεν είναι ποτέ πιστό, έχει προστεθεί για κάποιους λόγους. Έτσι και εγώ συνεχίζω την πορεία μου και οι αναγνώστες τη δική τους και μπορεί να συμπέσουμε ή να μην συμπέσουμε. Εγώ δεν είχα το άγχος ένα βιβλίο να μου αποφέρει ένα συγκεκριμένο ποσό γιατί ήμουν και καθηγητής του Δημοσίου, μπορούσα να καλύπτω τα πάγια μου. Καταλαβαίνω ωστόσο πολύ καλά τι σημαίνει να ζεις μόνο από τα βιβλία. Στον χώρο της λογοτεχνίας και όχι της παραλογοτεχνίας ελάχιστοι το πέτυχαν αυτό, αναφέρω ενδεικτικά τον Ξανθούλη, τη Ζατέλη, τη Φακίνου, τον Βασιλικό και τον Κουμανταρέα κάποια στιγμή.

Για μένα η λογοτεχνία είναι ένα κείμενο που με το χέρι στην καρδιά θα έλεγες ότι με αυτό το παιδί μου μπορεί να μάθει ελληνικά στο σχολείο ή να έχει μια διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο

Με αφορμή το προηγούμενο σχόλιο σας πιστεύετε ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία; Υπάρχουν κάποια κριτήρια που τοποθετούν ένα έργο στον έναν ή τον άλλο χώρο;

Αυτό είναι υπόθεση της ιστορίας της λογοτεχνίας που αυτοπροσδιορίζεται συνεχώς από συγγραφείς που ο ένας συνεχίζει τους άλλους. Αν ανοίξεις ένα βιβλίο αναβλύζει από την πρώτη σελίδα τι είναι λογοτεχνία, όπως στο θέατρο και στο σινεμά που καταλαβαίνεις γρήγορα αν αξίζει αυτό που βλέπεις. Η λογοτεχνία φαίνεται στο τι έχεις διαβάσει από πίσω, στο τι σκοπούς βάζεις στη γραφή σου και αυτό το καταλαβαίνει ο αναγνώστης, βλέπει τη γλώσσα, το ύφος, τον τόνο, το λεξιλόγιο, τις προθέσεις, το πώς προχωράει, είναι εκατοντάδες πράγματα αυτά που φτιάχνουν ένα λογοτεχνικό κείμενο και είναι φανερά. Στην Ευρώπη και στην Αμερική το έχουν λύσει το θέμα, λένε general fiction και literature. Αν κάποιος απλά βγάζει ένα βιβλίο που ξεπουλάει παντού και έχει κοινό που το διαβάζει χαλάλι του και αυτός συγγραφέας είναι, αλλά όχι με τον όρο του λογοτέχνη όπως τον ξέρουμε. Για αυτό και βρίσκω ευφυή τον παραπάνω διαχωρισμό σε λογοτεχνία και γενική μυθοπλασία. Στους New York Times, στα ευπώληπτα, υπάρχει αυτή η διάκριση γιατί διαφορετικά δε θα φαινόταν ποτέ το όνομα του Φίλιπ Ροθ παρά μόνο εκείνο της Νόρας Ρόμπερτς. Για μένα λοιπόν η λογοτεχνία είναι ένα κείμενο που με το χέρι στην καρδιά θα έλεγες ότι με αυτό το παιδί μου μπορεί να μάθει ελληνικά στο σχολείο ή να έχει μια διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο. Για αυτό πιστεύω ότι στο σχολείο πρέπει να μπαίνουν περισσότερο σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα. Είναι ο μόνος χώρος μαζί με το πανεπιστήμιο που μπορούν με τις γνώσεις που προσφέρουν να αποκαταστήσουν αυτό που λέγεται σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Και είναι καλό που τώρα τελευταία υπάρχει μια ευρύτερη αποδοχή και των ζώντων συγγραφέων.

thodoris grigoriadis3

Πόσο εύκολο ή δύσκολο θεωρείτε ότι είναι σήμερα να ασχολείται κανείς με τη συγγραφή;

Είναι δύσκολο γιατί υπάρχουν χιλιάδες πειρασμοί γύρω μας. Γράφεις για δύο λόγους, ή γιατί σε τρώει ή γιατί θέλεις να κάνεις το κομμάτι σου και το πορτοφόλι σου. Βέβαια σε μια χώρα μικρή, όπως η Ελλάδα, η αγορά είναι περιορισμένη, το κομμάτι σου μπορείς να το κάνεις σε παρέες, στο facebook, εκεί να πουλήσεις λίγο μούρη συγγραφική.

Κατά συνέπεια θεωρείτε ότι η λογοτεχνία και τα social media, το facebook λόγου χάρη, δεν μπορούν να συνταιριάζουν;

Σε ένα μικρό διαφημιστικό επίπεδο μπορούν ίσως, αλλά ως εκεί. Ξέρω συγγραφείς που έχουν 5000 φίλους, διπλό προφίλ στο facebook και δεν έχουν μισή έκδοση. Το facebook είναι μια προσωπική αυταπάτη παρά μια κοινωνική επιβεβαίωση. Σχεδόν κανείς δεν είναι αληθινός εκεί. Εμένα αυτό δε με ενδιαφέρει. Γράφω 30 χρόνια και υπάρχουν άνθρωποι που δε με ξέρουν, δε με έχουν αντικρύσει ποτέ. Ποτέ δεν πίστευα ότι ο συγγραφέας είναι το κορμί του και η φάτσα του. Ακόμα και τώρα που μιλάμε δεν είμαι ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, είμαι ο συγγραφέας persona του Θόδωρου Γρηγοριάδη, είναι μια διαμεσολάβηση για να μιλήσω για το έργο μου. Αυτό το μπερδεύουν μερικοί συγγραφείς και στην ουσία πουλάνε τον εαυτό τους. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη συγγραφή. Υπάρχουν συγγραφείς, η Έλενα Φεράντε για παράδειγμα που δεν την ξέρει κανείς και σκίζει, ούτε κανείς ήξερε τον Σάλιντζερ. Αυτοί έκαναν φοβερές καριέρες με την “απουσία” τους. Χρειάζεται λοιπόν μια μέση κατάσταση, να κάνεις γνωστό το έργο σου και μετά να αποσύρεσαι. Εγώ είμαι και από τη φύση μου χαμηλού προφίλ, οι αγωνίες μου αφορούν μόνο στα κείμενα. Έτσι και στο facebook σπανίως βάζω κάτι εκτός από αυτό που αφορά στη δουλειά μου. Οι διαδικτυακοί μου φίλοι πιστεύω ότι είναι αυτοί που θέλουν να συναντήσουν τον συγγραφέα, όχι τον ιδιώτη, δε νομίζω ότι θέλουν να με βλέπουν να τρώω τη σαλάτα μου.

Πώς κρίνετε την πορεία της αναγνωσιμότητας στην Ελλάδα;

Υπάρχει μεγάλη πτώση και πολυδιάσπαση σε είδη. Οι αναγνώστες δεν είναι μεγαλόκαρδοι στη ποικιλία των διαβασμάτων τους. Τώρα υπάρχουν ειδικοί αναγνώστες για κάθε είδος, και έχουν σηκώσει τείχη προς τη γενικότερη λογοτεχνία, π.χ. κάποιοι διαβάζουν μόνο μεταμοντέρνα βιβλία, άλλοι μόνο επιστημονικής φαντασίας. Η ξένη λογοτεχνία πάει ίσως λίγο καλύτερα. Επίσης πιστεύω και ελπίζω πολύ στις αναγνώσεις που γίνονται σε βιβλιοθήκες, αυτό προκύπτει και από τη σειρά λογοτεχνικών σεμιναρίων που διοργάνωνα επί μια τριετία στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη των Σερρών.

Κατά τη γνώμη σας υπάρχουν δυνατά και αδύνατα σημεία σήμερα στην ελληνική λογοτεχνία;

Υπάρχει μια γενιά συγγραφέων σήμερα που γενικά ψάχνεται περισσότερο από παλιά, είναι πιο διαβασμένοι, το παλεύουν, αλλά έχω την αίσθηση ότι τους λείπει κάτι, λείπει αυτό που λέω εσωτερική ψυχή, μια πάλη, ένα προσωπικό ύφος. Είναι βιβλία σπουδαγμένα, φροντισμένα, έχουν μια βάση αναφορών αλλά δεν έχουν μια πολύ δική τους προσωπικότητα, όπως ήταν για παράδειγμα τα κείμενα του Ταχτσή, του Ιωάννου, του Τσίρκα, τα πεζά του Ρίτσου. Αυτό μπορεί να είναι και σύμπτωμα της εποχής καθώς έχουμε μια γενική αποκαθήλωση του συναισθήματος, την κυριαρχία του πιο έντονου εσωτερικού ψυχισμού. Είναι κάτι που πρέπει να το ψάξουμε. Εξάλλου ο “λυρισμός” που αναφέρω εγώ ανήκε σε μια εποχή που περισσότερο αγναντεύαμε παρά ήμασταν στημένοι σε μια οθόνη.

Τι σημαίνει για σας το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος που σας απονεμήθηκε πρόσφατα;

Υπήρξα υποψήφιος και στο παρελθόν με βιβλία που θα τα χαρακτήριζα της ίδιας δυναμικής. Άρα αυτό το βραβείο ήταν συγκυρία επιτροπής, διαβασμάτων, “αντιπάλων”. Ήταν μάλλον το κατάλληλο βιβλίο, την κατάλληλη στιγμή.


Πιστεύετε ότι σας το “χρώσταγαν” μετά από δύο υποψηφιότητες;

Όχι βέβαια. Απλώς με το βιβλίο αυτό κλείνει ένας κύκλος. Όταν μου ήρθε αυτό το βραβείο χαμογέλασα, χάρηκα πολύ, το ευχαριστήθηκα και για να είμαι ειλικρινής λίγο με ανησύχησε γιατί πάντα τα βραβεία ή κλείνουν ή ανοίγουν κύκλους. Μου ήρθε σε μια καλή φάση, κοντεύω τριάντα χρόνια συγγραφής και ένας μεγάλος κύκλος έχει ολοκληρωθεί. Έχω την αίσθηση ότι ήρθε στη σωστή στιγμή καθώς από εδώ και πέρα σκέφτομαι να κάνω άλλα πράγματα και αυτό το βραβείο με βοηθάει πολύ προς αυτόν τον σκοπό. Ένα τέτοιο βραβείο έχει διαφορετική υπόσταση όπως και να το κάνουμε, οπότε καλώς το.

Θεωρείτε λοιπόν τις βραβεύσεις στον χώρο των γραμμάτων χρήσιμες;

Νομίζω ότι τα τελευταία ειδικά χρόνια οι όποιες λίστες από τις οποίες προκύπτουν τα βραβεία ενισχύουν την ελληνική λογοτεχνία, είναι χρήσιμες. Έχουν αρχές, διαμορφώνουν ένα κλίμα, δεν ξέρω αν προσθέτουν νέους αναγνώστες όπως παλιότερα. Η «Ζωή Μεθόρια» που βραβεύτηκε είναι ένα βιβλίο μου που έχει κάνει μια έκδοση, την έγραφα τόσα χρόνια, πιστεύω ότι είχα κάνει μια δουλειά που αναγνωρίστηκε, αυτό τιμά και εμένα και το βιβλίο και την επιτροπή. Από την άλλη τα βραβεία δίνουν κουράγιο σε όσους γράφουν ακόμη ελληνική λογοτεχνία, είναι μια αναγνώριση που την χρειάζεσαι τόσο ως συγγραφέας, όσο και ο χώρος ο ίδιος.

Ποιο βιβλίο άλλου λογοτέχνη θα θέλατε να είχατε γράψει;

Να ήταν μόνο ένα! Σίγουρα τον «Αδριανό» της Γιουρσενάρ, το διήγημα του Ιωάννου «Επιτάφιος Θρήνος», ένα ποίημα του Καβάφη.

Αν θέλεις να γράψεις μυθιστόρημα που θα αποτυπώνεις τον εαυτό σου, τους γύρω σου, την εποχή σου, πρέπει να βγεις στους δρόμους, στην κοινωνία, να ταξιδέψεις και λίγο να αποχωριστείς το λογοτεχνικό κύκλωμα που αυτοκαταναλώνεται 

Τα λογοτεχνικά σας σχέδια για το μέλλον;

Έχω πολύ υλικό που θέλω να διαμορφώσω κατάλληλα. Δε θα θελα να γράψω τώρα ένα ακόμη μυθιστόρημα. Θέλω να περάσω σε άλλες μορφές της πεζογραφίας που να έχω μέσα και προσωπικά στοιχεία, πιο αυτοβιογραφικά, πιο εξομολογητικά. Σίγουρα δε θα σταματήσω να γράφω γιατί αυτό υπάρχει μέσα μου και έρχεται και με βρίσκει.

Τι θα συμβουλεύατε κάποιον που θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή;

Θα του έλεγα να διαβάσει. Για ένα βιβλίο που θέλει να γράψει να διαβάσει πρώτα πενήντα. Ακόμα και μη λογοτεχνικά να είναι θα αποκομίσει κέρδος από την όποια “αρνητικότητα”. Από την άλλη το σημαντικό είναι κάποιος να ζει. Αν θέλεις να γράψεις μυθιστόρημα ειδικά -και όχι μια πρόζα ποιητική ή εσωτερικούς μονολόγους-, που θα αποτυπώνεις τον εαυτό σου, τους γύρω σου, την εποχή σου, πρέπει να βγεις στους δρόμους, στην κοινωνία, να ταξιδέψεις, να συγχρονιστείς και λίγο να αποχωριστείς το λογοτεχνικό κύκλωμα που αυτοκαταναλώνεται, εννοώ δηλαδή να έχεις στο περιβάλλον σου μόνο συγγραφείς και όχι ανθρώπους του εκεί έξω κόσμου. Εμείς μεσολαβούμε ανάμεσα σε αυτό που τρέχει γύρω μας και σε αυτό που η λογοτεχνία προσπαθεί να μεταπλάσει. Οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη ιστορία αφήσουμε πίσω μας, γραμμένη με έναν καλό τρόπο, αυτό είναι πολύ σημαντικό.

zoh methoria fin

 Το βιβλίο που βραβεύθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος

Περισσότερα από Πρόσωπα