Φιλαρέτη Κομνηνού: Ένα θέατρο με τ’ όνομα μου; Μου προτάθηκε αλλά το απέρριψα. Μου φαινόταν σχεδόν αστείο
Η ηθοποιός των μεγάλων ερμηνειών σκέφτεται, καιρό τώρα, πως θα ήταν η ζωή της αν είχε γίνει φωτογράφος του National Geopraphic. Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή
Μέσα από τη τζαμαρία η πόλη απλώνεται ήσυχη μπροστά μας. Τα ξύλα σιγοκαίνε στο τζάκι. Η Μαρούλα, η σκυλίτσα της, κουρνιάζει στο χαλάκι και παίρνει σύντομους υπνάκους απολαμβάνοντας τη θαλπωρή. Στο τραπεζάκι του σαλονιού ένα κουτί γεμάτο σοκολατάκια. Μικρό ενθύμιο από το ταξίδι στο Βερολίνο απ’ όπου η Φιλαρέτη Κομνηνού μόλις έχει επιστρέψει. Την ακούω να μιλάει με ενθουσιασμό για τους Γερμανούς συναδέλφους της κι είναι παράδοξο. Παράδοξο γιατί εκείνη φέρει διαχρονικά μια γαλλική φινέτσα – της το έχουν πει κι άλλοι, πολλοί – ενώ η ιδιοσυγκρασία της είναι φορτισμένη με κάτι από ισπανικό duende. Της το λέω· γελάει.
Το duende βεβαίως τη βολεύει – ειδικά τώρα που ετοιμάζεται ν’ ανέβει στη σκηνή της «Γρανάδας», του νέου έργου του Γιάννη Καλαβριανού που ανεβαίνει στο θέατρο Απο μηχανής. Είναι κι αυτή μια στιγμή, που κυνηγάει να χαθεί για λίγο μέσα στο ρόλο της, να επικοινωνήσει «μέσα από ένα άλλο κανάλι, ίσως της ψυχής, ίσως της καρδιάς», όπως λέει.
Στην πραγματικότητα, το duende ήταν πάντα ένα από τα υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένη η Φιλαρέτη Κομνηνού. Κι ας δηλώνει με περηφάνια τη μακεδονίτικη καταγωγή, κι ας μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Από την ημέρα που κάθισε στο τιμόνι ενός Citroen Zeddix και κατέβηκε με φόρα για την Αθήνα – αλλά και νωρίτερα όταν φοιτήτρια, κοριτσόπουλο ακόμα παντρευόταν και γινόταν μητέρα – την οδηγούσε ένας παθιασμένος τυχοδιωκτισμός. Μέχρι και σήμερα που ταξιδεύει στην άκρη της γης, που χάνεται στη ζούγκλα του Αμαζονίου και βουτάει στα άγρια ποτάμια… duende. «Είναι αφέλεια να νομίζω ότι γνωρίζω τον εαυτό μου απόλυτα» παραδέχεται. «Μπορεί μεν να έχω φτάσει σ’ αυτή την ηλικία αλλά υποσυνείδητα θέλω να με αιφνιδιάζω. Κι ίσως αυτό να με κρατάει σε μια εγρήγορση».
Προέρχεστε από μια μεγάλη επιτυχία, αυτή της «Νίκης». Η επιτυχία ησυχάζει κάτι μέσα σας;
Η επιτυχία είναι μια σχετική έννοια. Αν έχω βασανιστεί στις πρόβες και το τελικό αποτέλεσμα είναι επιτυχημένο, αν καλλιτεχνικά με καλύπτει ή αισθάνομαι πως αυτά που σκεφτόμουν και οραματιζόμουν στη διάρκεια των προβών έχουν περάσει στη συνείδηση των θεατών, εκεί ναι, εισπράττω μια χαρά και μετά μια ησυχία. Μου αρέσει η χρήση της λέξης “ησυχία” γιατί σημαίνει πως κάτι έρχεται κάτι ομαλά.
Τι αφομοιώνετε ως επιτυχία;
Τώρα πια, η επιτυχία για μένα δεν έχει να κάνει με την αγωνία να με αναγνωρίσουν ή να με επιβραβεύσουν. Παλαιότερα, μπορεί να την σκεφτόμουν έτσι, όμως μεγαλώνοντας παίρνει άλλο νόημα: Να κάνω αυτό που θα μου δώσει μια ηρεμία και κυρίως να συναντιέμαι με ανθρώπους που δεν είναι κομπλεξικοί, εγωπαθείς, αλαζόνες αλλά έχουν μια βαθιά ανθρώπινη καλοσύνη και μαζί συναντιόμαστε στην αγωνία, την ανησυχία και την έρευνα μας πάνω σε μια παράσταση. Από εκεί και πέρα, ένας επιτυχημένος ρόλος ο οποίος θα αρέσει ή θα μου φέρει χρήματα αλλά την ίδια ώρα θα συνυπάρχει με μια οδυνηρή συνεργασία δεν με συγκινεί καθόλου. Όχι ως επιτυχία δεν το αντιλαμβάνομαι, αλλά ως δυστυχία.
Από μια μεγάλη παραγωγή στο μεγάλο θέατρο του «Ελληνικού Κόσμου» πηγαίνετε σε μια μικρότερη στο μικρότερο θέατρο του «Από μηχανής». Μήπως αγαπάτε και τις εναλλαγές;
Δεν είναι πολύ ωραίο; Για να πω την αλήθεια μου αρέσουν οι μεγάλες σκηνές και τα μεγάλα θέατρα. Ίσως γιατί ξεκίνησα από το ΚΘΒΕ και αισθανόμουν οικεία με τη μεγάλη σκηνή. Για να είμαι ειλικρινής, στο παρελθόν η εγγύτητα με το θεατή με καταπίεζε: Δεν ήταν το καλύτερο μου, όταν αισθανόμουν πως στο ένα μέτρο κάποιος κινείται στο κάθισμα του την ώρα που εγώ προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Με το καιρό συμφιλιώθηκα και προσαρμόζομαι σε μια πιο πιο κινηματογραφική υποκριτική τεχνική.
Τώρα πια, η επιτυχία για μένα δεν έχει να κάνει με την αγωνία να με αναγνωρίσουν ή να με επιβραβεύσουν
Επιδιώκετε τις εναλλαγές γιατί ενδεχομένως βαριέστε κιόλας;
Οι αλλαγές περιβάλλοντος – όπως και ο βαθμός δυσκολίας ενός ρόλου – είναι ένα αντίδοτο στην πλήξη του ηθοποιού. Αισθάνομαι ότι η δυσκολία με ενεργοποιεί και θέτει σε λειτουργία ολόκληρο το μηχανισμό μου για να ανακαλύψω κάτι άλλο. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος μου λέει πως έχω την περιέργεια ενός παιδιού, παρά τη μεγάλη εμπειρία.
Από την άλλη, δεν χρειαστήκατε ποτέ μια σταθερότητα; Στέγης, συνεργατών, συνθηκών;
Μέσα μου είναι πολύ αντιφατικό αυτό. Από την μια έχω την ψυχολογία του νομάδα και του ελεύθερου σκοπευτή – γι’ αυτό και κάθε χρόνο είμαι σε διαφορετικό θέατρο – κι από την άλλη κουράζομαι και πιάνω τον εαυτό μου να επιθυμεί ν’ ανήκει σε μια ομάδα για να συνεννοούμαι πιο εύκολα και να μην περνάω κάθε φορά την περίοδο της γνωριμίας με ανθρώπους και συνθήκες. Βεβαίως, την ίδια στιγμή που το λέω αυτό, μπορεί και να το υπονομεύω.
Είδατε ποτέ τον εαυτό σας σ’ ένα θέατρο που να φέρει το όνομα σας;
Μου προτάθηκε αλλά το απέρριψα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν παραγωγό να μου λέει: «Είσαι καλά; Μια μαρκίζα με το όνομα σου;». Τον άκουγα και μου φαινόταν σχεδόν αστείο.
Που σημαίνει πως δεν το επιθυμήσατε κιόλας;
Ήθελα τους μεγάλους ρόλους, τη δυνατότητα για μεγάλες ερμηνείες αλλά το όνομα μου στη μαρκίζα ενός θεάτρου όχι. Ήταν τελείως έξω από τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα.
Δεν αισθάνομαι πως έχω κατακτήσει την πλήρη ερμηνεία
Ανατρέχετε στο βιογραφικό σας;
Ναι, με μια γλυκιά τρυφερότητα και νοσταλγία.
Πιστεύετε πως έχετε παίξει τον καλύτερο ρόλο σας;
Όχι ακόμα. Ναι, έχω παίξει ρόλους που έχουν ταρακουνήσει τη σκέψη μου αλλά δεν αισθάνομαι πως έχω κατακτήσει την πλήρη ερμηνεία. Ίσως πάλι, να καλλιεργώ επίτηδες αυτήν την πεποίθηση στον εαυτό μου ώστε να μην ησυχάσω, να μην επαναπαυτώ και γίνω νοσταλγός του παρελθόντος. Γιατί, μοιραία, η εμπειρία σε βάζει σε μια τέτοια διαδικασία. Κι όταν ακούω έμπειρους ηθοποιούς να λένε «τότε που έκανα τον καλύτερο ρόλο μου» στενοχωριέμαι. Αισθάνομαι πως όταν οι άνθρωποι ενδίδουν πολύ στις αναμνήσεις γερνούν πραγματικά. Κι εκείνο που διατηρεί την πνευματική μου νεότητα – γιατί με τη βιολογική ηλικία μου έχω συμφιλιωθεί – είναι τα όνειρα. Θέλω να κάνω όνειρα και να δίνω κίνητρα στον εαυτό μου.
Πως φαντάζεστε την πλήρη ερμηνεία;
Αν κατάφερνα κάποια στιγμή να παίξω όπως παίζει στο πιάνο το «Feelings» η Νίνα Σιμόν και όπως αυτοσχεδιάζει με το κοινό της.
Τι καθορίζει τις ερμηνείες σας;
Μια δύναμη πιο εσωτερική. Μπορεί να θαυμάζω τη δεξιοτεχνία ενός ηθοποιού – που είναι καθαρά εγκεφαλική διαδικασία – αλλά εκείνο που με παρασύρει ως θεατή είναι η συνάντηση του με το duende, με την έκρηξη της καρδιάς. Σε μια ομιλία του, ο Λόρκα, περιγράφει καταπληκτικά το duende αναφέροντας το παράδειγμα μιας Ανδαλουσιανής τραγουδίστριας η οποία, μετά από δέκα χρόνια στο Παρίσι, επέστρεψε στην πατρίδα της κι έπαιξε μια βραδιά για τους φίλους. Ανεβαίνοντας στη σκηνή βάλθηκε να τους εντυπωσιάσει με την δεξιοτεχνία της αλλά κάποιος φώναξε ειρωνικά «Viva Paris!». Εκείνη, λοιπόν, θυμωμένη κι αφού ήπιε ένα ποτήρι κρασί επανέλαβε το ίδιο τραγούδι με τέτοιο ξόδεμα ψυχής που το κοινό δεν άντεχε να βλέπει· και τότε όλοι άρχισαν να σκίζουν τα ρούχα τους από την ένταση.
Δεν θέλω να ζω με την αγωνία του να είμαι trendy
Μιλήσατε νωρίτερα για τον «τρόπο» που αντιλαμβάνεστε τα πράγματα. Ποιος είναι αυτός; Τελευταία εμφανίζετε μια ροπή σε θεατρικά σχήματα που ψάχνονται περισσότερο.
Δεν ξεκινάω με την σκέψη να μην παλιώσω, το κάνω μ’ έναν πιο αυθόρμητο τρόπο. Δεν θέλω να ζω με την αγωνία του να είμαι trendy. Κι επίσης, δεν επιλέγω κάτι για να αποφύγω κάτι άλλο· θέλω να το πιστεύω πρώτα εγώ και μετά να πείσω τους άλλους γι’ αυτό. Στο θέατρο θέλω να είμαι ενημερωμένη σαν θεατής – παλιότερα δεν έχανα κανένα φεστιβάλ Αβινιόν και Εδιμβούργου – αλλά δεν επιδιώκω να συμμετέχω σε δουλειές που θα ορίσουν αν θα είμαι στη μόδα ή μέσα στην τρέχουσα μεταμοντέρνα αντίληψη. Ξέρεις, όταν βλέπεις πολύ θέατρο γίνεσαι εξαιρετικά καχύποπτος για τα κίνητρα που υπάρχουν πίσω από μια παράσταση.
Για παράδειγμα;
Στο τελευταίο μου ταξίδι στο Βερολίνο είδα παραστάσεις τολμηρά μεταμοντέρνες κι όχι δήθεν. Είδα το «Θείο Βάνια» και τον «Καλιγούλα» όπου οι Γερμανοί ηθοποιοί έπαιζαν κανονικότατα, για να μην πω ότι έπαιζαν βάσει της στανισλαφσκικής μεθόδου. Τώρα, γιατί και πως το μεταμοντέρνο έχει διαστρεβλωθεί στην ελληνική πραγματικότητα και οι ρόλοι αποδίδονται με μιαν απόσταση ή ο ηθοποιός απλώς ανακοινώνει, δεν το ξέρω. Υποθέτω πως έχει γίνει κάποια παρεξήγηση.
Τι σας λέει η αντίληψη του Γιάννη Καλαβριανού για το θέατρο;
Έχει κάτι το αυθεντικό. Το ένιωσα αυτό, από τότε που είδα το «Γιοι και κόρες» και θυμάμαι πως ήταν μια παράσταση που ζήλεψα, που ήθελα κι εγώ να συμμετέχω. Αισθάνομαι ότι το αφηγηματικό θέατρο είναι μια ανάγκη του. Τον γοητεύουν ιστορίες του παρελθόντος και τις διαχειρίζεται με πολλή συγκίνηση, ψάχνει, φέρνει υλικό στη σκηνή και σε αναγκάζει να ψάξεις και να μάθεις μαζί του. Κι επιπλέον είναι πολύ ποιητικός ο τρόπος γραφής του.
Ποια είναι η ιστορία της «Γρανάδας»;
Καταρχάς, η Γρανάδα είναι ένας αστερισμός που κάνει μια αργή περιστροφή γύρω από τον εαυτό της. Με αφορμή αυτό το δεδομένο παρακολουθούμε παράλληλους άξονες αφήγησης: Μια οικογένεια που προσπαθεί να διαχειριστεί ένα ζήτημα απώλειας αλλά στην πραγματικότητα βιώνει μια κατάσταση στασιμότητας· επίσης η ιστορία της Βασίλισσας Ιωάννας, γνωστής και ως Τρελής. Και οι δυο αφηγήσεις κορυφώνονται στο τέλος σε μια σουρεαλιστική έκρηξη. Όλοι αυτοί οι κόσμοι συναντιούνται στη «Γρανάδα» – την πόλη της μεγάλης ομορφιάς – και το έργο του Γιάννη δηλώνει πως όσο κι αν είναι οδυνηρό πρέπει να φεύγουμε από την απώλεια, να προχωράμε.
Ευγνωμονώ τη ζωή μου γιατί έτυχε να τη χορτάσω· ονόμασε το έρωτα, συμβίωση ή επιβεβαίωση σαν θηλυκό
Χωρίς τι άλλο δεν θα μπορούσατε να συνεχίσετε τη ζωή σας – εκτός από ανθρώπους που έφυγαν;
Τίποτα δεν με πληγώνει όσο η απώλεια των φυσικών προσώπων κι επειδή, κάθε τόσο, κάποιος χάνεται – φίλος ή γνωστός – ζω συνεχώς αυτή την αγωνία. Έχω τη φοβία πως κάποια στιγμή θα δεχθώ ένα τηλεφώνημα και θα μου ανακοινωθεί κάτι κακό. Έτσι πληροφορήθηκα και για το θάνατο του πατέρα μου, γεγονός που ακόμα φέρω ως τραύμα.
Ο χρόνος είναι απώλεια;
Χθες το βράδυ ένας φίλος μου έστειλε φωτογραφίες από την Κούβα όπου είχαμε πάει για γυρίσματα· κι άρχισα να παρατηρώ πως ήταν το σώμα και το πρόσωπο μου, πως ήταν η νιότη… Ωστόσο, αυτού είδους η απώλεια, η φθορά δηλαδή, έχει αρχίσει να βρίσκει στοιχεία άμυνας μέσα μου, σαν να συμφιλιώνομαι μαζί της. Ευγνωμονώ τη ζωή μου γιατί έτυχε να τη χορτάσω· ονόμασε το έρωτα, συμβίωση ή επιβεβαίωση σαν θηλυκό. Δεν έχω παράπονο και δεν πρέπει να έχω. Κι αυτό μου φέρνει μια ηρεμία και μια επιείκεια απέναντι στα πράγματα. Από την άλλη, όταν βλέπω ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν πως ο χρόνος πρέπει να θέσει άλλες προτεραιότητες στη ζωή τους, αντιλαμβάνομαι πως κάτι δεν έχει ικανοποιηθεί, κάτι έχει μείνει σε εκκρεμότητα. Όταν όμως νιώθεις ικανοποίηση λες «τώρα πρέπει να υποδεχτώ κάτι άλλο».
Έχετε τελειώσει με τη συντροφική ζωή;
Η προσωπική μου ζωή ήταν πάντα γεμάτη. Πάντα θυμάμαι στο πλευρό μου έναν άνδρα, να ζούμε, να συζούμε, μέσα σε γάμο ή μέσα σε σχέση. Το γεγονός ότι αυτά τα χρόνια δεν έχω κάποιον σύντροφο δεν αποτελεί πρόβλημα για τη ζωή μου, είτε το πιστεύει κανείς είτε όχι. Δεν νιώθω την έλλειψη της συντροφικότητας. Είναι καταστάσεις που, νομίζω πως, έχουν κάνει τον κύκλο τους. Κι επίσης δεν είναι απαραίτητο να είσαι μαζί με κάποιον για να είσαι καλά. Παρακολουθώ γύρω μου κάποια ζευγάρια και τρομάζω στην ιδέα του τι αντέχουν ο ένας από τον άλλον για να είναι μαζί. Ο φόβος της μοναξιάς έχει κάνει πολύ κόσμο να αναζητά σύντροφο. Ίσως, αν με κυριεύσει κι εμένα να στραφώ ξανά στη συντροφικότητα.
Η ζωή σας πήγε πίσω εξαιτίας της δουλειάς σας;
Και τα δύο τα έζησα παράλληλα. Δόθηκα στο θέατρο αλλά δεν ξεχνούσα να ζω. Είχα διαβάσει κάποτε την βιογραφία της Λιβ Ούλμαν που έλεγε ότι «θα ήθελα μετά τα 50 μου να μπορώ να πω το ρήμα έζησα κι όχι έπαιζα». Αν έχεις παρατηρήσει πολλοί ηθοποιοί ανακαλούν μνήμες βάσει ποιου ρόλου υποδύονταν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όμως, οι ρόλοι, τα καμαρίνια, οι πρόβες είναι μια πλαστή πραγματικότητα – ονειρεμένη αλλά πλαστή. Κι αυτό που τρέχει, που συμβαίνει και είναι πολύ ισχυρό είναι δίπλα. Συνεπώς, αν στρέψεις την πλάτη στην πραγματικότητα θα σε εξορίσει. Και εγώ ως γειωμένο άτομο μπορώ και θέλω να επανέρχομαι στα της ζωής· με βοηθά και η σχέση μου με το γιο μου, με τους συγγενείς, με τους φίλους μου.
Αναγνωρίσατε ποτέ στον εαυτό σας κάποιου είδους ανωτερότητα;
Αν δεν υπήρχε μια δόση ναρκισσισμού δεν θα έκανα αυτή τη δουλειά. Είναι, όμως, υγιής κατάσταση. Ναι, μπορεί να έχω ναρκισσευτεί κάποιες περιόδους της ζωής μου – ειδικά όταν έκανα τηλεόραση, βλέποντας τον εαυτό σε εξώφυλλα περιοδικών. Το γεγονός όμως ότι είμαι αναγνωρίσιμη δεν με έβαλε ποτέ στη θέση να κυκλοφορώ ως “διάσημη” στο δρόμο. Απεναντίας, κυκλοφορώ άβαφη, ατημέλητη κι ευτυχώς συχνά δεν με γνωρίζουν. Μου αρέσει να περνάω λαθραία αλλά την πατάω συχνά όταν αναγνωρίζουν τη φωνή μου. Κι εκεί που είμαι ντυμένη με τη φόρμα και τα γυαλιά ηλίου λέω από μέσα μου «φτου»!
Μπορεί να έχω ναρκισσευτεί κάποιες περιόδους της ζωής μου – ειδικά όταν έκανα τηλεόραση, βλέποντας τον εαυτό σε εξώφυλλα περιοδικών
Βλέπατε πάντα με ψυχραιμία τον εαυτό σας πάνω στη σκηνή;
Ήμουν τυχερή και καλομαθημένη. Ήρθαν αμέσως οι μεγάλοι ρόλοι. οι καταξιωμένοι σκηνοθέτες και μην έχοντας περάσει την περίοδο της δυσκολίας το θεωρούσα σχεδόν αυτονόητο. Μετά όμως, όταν αναγκάστηκα να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να έρθω στην Αθήνα, να κάνω αυτή την τεράστια μετακίνηση, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Άφησα την ασφάλεια ενός κρατικού θεάτρου, την ασφάλεια της συζυγικής ζωής, της οικογενειακής θαλπωρής και πήρα ένα αυτοκίνητο – τυχοδιωκτικά εντελώς – ένα Citroen Zeddix και κατέβηκα στην Αθήνα για να στήσω μια καινούργια ζωή.
Αυτή δεν ήταν συμπεριφορά μιας γεννημένης πρωταγωνίστριας…
Καθόλου. Ήταν η συμπεριφορά μιας γυναίκας περίεργης για τη ζωή – γιατί στη Θεσσαλονίκη τα είχα όλα. Στην Αθήνα βεβαίως, δεν ήρθα για να κάνω καριέρα τέτοιου τύπου – είχα ήδη κάνει ρόλους στην Επίδαυρο που ικανοποίησαν τη ματαιοδοξία μου. Απλώς, είχε αρχίσει να με στριμώχνει η πόλη, να με κυνηγάει η πλήξη και η ανάγκη να βρεθώ σε κάτι καινούργιο.
Τι καινούργιο υποδέχεστε τώρα, σε αυτή τη φάση της ζωής σας;
Τα ταξίδια. Νιώθω εξαιρετικά πλήρης αν μπορώ να δουλεύω κάποιους μήνες στο θέατρο και κάποιους μήνες να φεύγω. Το καλοκαίρι – οπότε και ικανοποίησα το παλιό απωθημένο μου να πάω στο Εκουαδόρ – ήμουν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.
Ποια είναι η πόλη της ουτοπίας σας;
H πόλη όπου θέλω να επιστρέφω είναι το Εδιμβούργο. Την έχω επισκεφθεί 5-6 φορές μέχρι τώρα και ήδη μου λείπει. Γενικά, δεν με ελκύουν οι δημοφιλείς προορισμοί, θέλω το ταξίδι να εμπεριέχει κάτι πιο τυχοδιωκτικό. Σε σημείο που αν δεν είχα γίνει ηθοποιός θα γινόμουν φωτογράφος του National Geographic. Επίσης, έχω μια φυσική αποστροφή προς την Ασία – και να μου χαρίσεις το εισιτήριο δεν θα πάω. Μόλις όμως στραφώ προς τη Λατινική Αμερική κι αρχίσω ν’ ακούω τη μουσικότητα των ισπανικών και των πορτογαλικών τρελαίνομαι.