12 Δυνατοί
Η αληθινή ιστορία της πρώτης στρατιωτικής απάντησης των ΗΠΑ στον Οσάμα Μπιν Λάντεν μετά από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους το 2001.
Λίγες μόλις εβδομάδες μετά από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, μια ομάδα των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων στάλθηκε σε μια δύσκολη, ορεινή περιοχή στο Αφγανιστάν με αποστολή να συνεργαστεί με έναν τοπικό πολέμαρχο εναντίον των Ταλιμπάν.
Το φάντασμα του Οσάμα Μπιν Λάντεν και η πληγή της 9/11 εξακολουθούν να στοιχειώνουν το αμερικανικό πατριωτικό σινεμά. Από την πλευρά του θεάματος η ταινία βλέπεται άνετα χάρη στις καλά σκηνοθετημένες σκηνές δράσης, την επική φωτογραφία και τις ξεκάθαρες γραμμές μεταξύ Καλού (όποιος μιλάει αγγλικά) -Κακού (όλοι οι υπόλοιποι).
Όμως καθώς μιλάμε για μια καθαρά προπαγανδιστική ταινία όπου το αμερικανικό ιδεώδες αποθεώνεται σε όλες του τις μορφές και αποχρώσεις ξεκινάμε να καταγράφουμε τη λίστα της πατριωτικής ανοησίας και φλυαρίας.
Αρχικά ο ήρωας (ο Κρις Χέμσγουορθ) δίνει υπόσχεση στη σύζυγό του ότι θα γυρίσει σώος στο σπίτι του μετά από την αποστολή αυτή, στην οποία δεν είναι βέβαιο ότι η ομάδα του θα λάβει μέρος στο τελικό κρίσιμο στάδιο. Στη συνέχεια οι αρχηγοί πέντε διαφορετικών ομάδων των ειδικών δυνάμεων περνούν από συνέντευξη για να αποφασίσουν οι υπεύθυνοι ποιοι είναι οι ικανότεροι για να σταλούν στη έδαφος του εχθρού απομονωμένοι και δίχως βοήθεια από τα αμερικανικά στρατεύματα. Καταλάβατε ποιοι προκρίθηκαν αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε τους πανηγυρισμούς τους (άραγε ο χαρακτήρας του Χέμσγουορθ σκέφτηκε καθόλου την υπόσχεση του;) που θα βρεθούν στην κόλαση.
Εδώ η λογική σταματά και αφήνουμε το ποτάμι της αφέλειας να κυλήσει στα επόμενα πλάνα όπου μεταξύ άλλων παρακολουθούμε τους ήρωες να καλπάζουν πάνω σε άλογα ενάντια σε εχθρικά τανκ, να χαριεντίζονται με ατάκες που δεν βγάζουν νόημα και να εξυμνούν με κάθε ευκαιρία την αθάνατη αμερικανική υπεροχή, ενώ ακούμε και διδαχές περί διαφοράς μεταξύ στρατιώτη και πολεμιστή (όλα είναι θέμα ψυχής) όπως λέει ο σοφός πολέμαρχος στον αμερικανό ήρωα για να του αλλάξει τη φιλοσοφία ζωής που είχε μέχρι τότε.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης