Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι
4 βραβεία στις Χρυσές Σφαίρες (καλύτερη δραματική ταινία, Α’ γυναικείος ρόλος σε δραματική ταινία, Β’ ανδρικός ρόλος και καλύτερο σενάριο) για μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που είναι βέβαιο πως θα πρωταγωνιστήσει και στα Οσκαρ.
Η οργισμένη Μίλντρεντ Χέιζ (Φράνσις Μακ Ντόρτμαντ) πιέζει τις τοπικές αρχές να μην παρατήσουν τις έρευνες για τον εντοπισμό του δολοφόνου της κόρης της καρφώνοντας τα δικά της ερωτήματα στις τρεις διαφημιστικές γιγαντο-πινακίδες που «υποδέχονται» τους επισκέπτες στην είσοδο της κωμόπολης Έμπινγκ στο Μιζούρι…
Κι όμως, ο Μάρτιν ΜακΝτόνα («In Bruges», «Επτά Ψυχοπαθείς») δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό και μάλιστα το θεατρόφιλο, αφού δικό του έργο είναι ο «Πουπουλένιος» που γνώρισε μεγάλες δόξες πριν από μερικούς χειμώνες στο θέατρο Αθηνών. Φέτος ο δαιμόνιος ιρλανδοβρετανός θεατρικός συγγραφέας επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με την τρίτη και ωριμότερη ταινία του.
Οι «Πινακίδες» θυμίζουν έντονα το σινεμά των Κοέν και διατηρούν άμεση σχέση με το «Φάργκο» καθώς δεν είναι μόνο το παραπλήσιο θέμα (ένα έγκλημα ξυπνάει από το λήθαργο τους κατοίκους μιας μικρής πόλης που βρίσκεται στη μέση του πουθενά) αλλά και η παρουσία της πρωταγωνίστριας Φράνσις Μακ Ντόρτμαντ που βάζει φωτιά – μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά- στο σκηνικό. Λίγοι, πολύ λίγοι, σκηνοθέτες μπορούν να υπερηφανευτούν ότι καταφέρνουν να συνεπαίρνουν και να σοκάρουν το θεατή, χωρίς φτηνά κόλπα αλλά με τη δύναμη του έργου τους.
Οι Κοέν, ο Λιντς, ο Σκορσέζε, ο Χάνεκε έχουν το χάρισμα, όπως και ο ΜακΝτόνα που με την πρώτη του κιόλας ταινία «Αποστολή στην Μπριζ» αποδόμησε εντυπωσιακά το γκανγκστερικό θρίλερ κάνοντας πλάκα, ενώ εδώ φαίνεται πως σοβαρεύει επικίνδυνα. Η αφετηρία της προβληματικής του ξεκινάει από το γουέστερν (σερίφηδες και καουμπόις γεμίζουν το Εμπινγκ) και καταλήγει στο road movie, με ένα από τα σημαντικότερα και συζητήσιμα φινάλε στην ιστορία του σινεμά.
Τα δύο αυτά genres, οι δύο πυλώνες του αμερικανικού κινηματογράφου, στηρίζουν το βίαιο, ευφυές, μελαγχολικό αλλά και τόσο διαυγές σύμπαν του δημιουργού. Το γεμάτο νόημα σχόλιο του για το ρατσισμό, την κοινωνική αναλγησία, την εκδίκηση, την κάθαρση και τις δεύτερες ευκαιρίες έχουν ένα και μόνο σκοπό: την ανακάλυψη της αλήθειας και της απονομής δικαιοσύνης. Μακριά από διδακτικά μηνύματα και μόνο με τη δύναμη της γυναίκας που δεν έχει να χάσει τίποτα, ο ΜακΝτόνα πετάει νοητικές (αλλά και συναισθηματικές όπως μαρτυρά η υπέροχη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Γούντι Χάρελσον) μολότοφ στην οθόνη και τα μούτρα του θεατή. Δεν τον νοιάζει αν εκείνος ενοχληθεί παρά μόνο επιθυμεί να τον ταρακουνήσει από τον μακάριο ύπνο του.
Όσο οι καιροί είναι σκοτεινοί και επικίνδυνοι, άνθρωποι σαν την Χέιζ είναι χρησιμότεροι από ποτέ. Κι αν καταφέρνουν στο μοναχικό, σκληρό ταξίδι της εκδίκησης να πάρουν μαζί ως συνοδοιπόρους τους κάποιους μετανοημένους εχθρούς (η μεταμόρφωση του ρατσιστή μπάτσου Σαμ Ρόκγουελ είναι το κλειδί της προβληματικής του τρομακτικού -με την καλή έννοια- σεναρίου) τότε όλα μπορούν να συμβούν. Μέχρι και η συμφιλίωση με τον πραγματικό εαυτό. Μέχρι και το πρώτο ξύπνημα μετά από καιρό που ο ήλιος φαίνεται να λάμπει…