MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
17
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Κάμποι, φουστανέλες κι έρωτες: Το ποιμενικό δράμα ξανά προς τη δόξα τραβά

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης σκηνοθετεί τη «Βοσκοπούλα», το ποιμενικό ειδύλλιο του 16ου αιώνα και οι Σίμος Κακάλας, Νίκος Καραθάνος και Γιάννης Λεοντάρης θυμούνται όλους τους πιθανούς λόγους που τους έκαναν να αγαπήσουν τα βουκολικά δράματα και να αποκαταστήσουν πανηγυρικά την εικόνα τους στη συνείδηση του θεατρικού κοινού με μεγάλες επιτυχίες.

author-image Στέλλα Χαραμή

Στα βουνά της Κρήτης, η ωραία βοσκοπούλα βρίσκει, κοντά στη σπηλιά της, ένα νεαρό βοσκό – λιπόθυμο. Οι δυο νέοι, ξάφνου, ερωτεύονται κεραυνοβόλα… Στα ορεινά χωριά της Στύγας, η Γκόλφω και ο Τάσος ανταλλάσουν όρκους αιώνιας αγάπης· όταν όμως ο πειρασμός για έναν άλλο γάμο προκύψει ο Τάσος προδίδει την αγαπημένη του… Ενας άνδρας γυρεύει να μαζέψει μέλι και βρίσκεται ζωντανός στον Κάτω Κόσμο…

Η ζωή και τα πάθη του κόσμου των ποιμένων, που σφύζουν από αισθηματολογίες, θρηνητικούς έρωτες και λαμπυρίσματα της φύσης βρίσκονται εδώ και χρόνια να συγκινούν τους θεατές του 21ου αιώνα που – μέχρι τότε αναγνώριζαν τη φουστανέλα σαν εθνικό σύμβολο, αποκήρρυσαν (και μάλλον συνεχίζουν να το κάνουν) ως μπανάλ τις μελοδραματικές αγάπες και θεωρούσαν τη δημοτική ποίηση μια ξεπερασμένη μορφή τέχνης. Αρκεί, βεβαίως να ψάξει κανείς στο YouTube τα views που έχει το «" target="_blank" >Τραγούδι της αγάπης» (μουσική Αγγελου Τριανταφύλλου) από την εμβληματική «Γκόλφω» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου που ρήμαξε (όπως νωρίτερα και ο Σίμος Κακάλας) κάθε στερεότυπο για την εθνική φορεσιά όσο και για το ρομαντισμό του κάμπου και του λόγγου.

Από τα μέσα των zeros οπότε και η ομάδα «Χώρος» θα ξεσκόνιζε για πρώτη φορά τον Περεσιάδη μέχρι και σήμερα – όπου η ομάδα Elephas Tilensis ανεβάζει την κρητική «Βοσκοπούλα» – τα ποιμενικά δράματα, τα ειδύλλια, η βουκολική ποίηση “βάζουν” το δραματουργικό credit για παραστάσεις – φαινόμενα. Από την εποχή της Κρητικής Αναγέννησης (με τον «Αμύντα», τη «Βοσκοπούλα», τον «Απόκοπο» και την «Πανώρια») έως την ηχώ του είδους στα τέλη του 19ου αιώνα, η ελληνική λογοτεχνία και δραματουργία ευτυχεί με έργα μεγάλης πνοής, υψηλής ποιητικής αξίας και έντονων ψυχολογικών καταστάσεων τα οποία η ελληνική σκηνή της τελευταίας δεκαετίας αποφάσισε να απενοχοποιήσει από την πατίνα του χρόνου, την γλωσσική ιδιοτυπία και τον τοπογραφικό τους χαρακτήρα και να τα καταστήσει ξανά έργα πρώτης γραμμής. Τέσσερις σκηνοθέτες – οι τρεις συνδέθηκαν άρρηκτα με ανεβάσματα ποιμενικών δραμάτων και ο τέταρτος επιχειρεί τώρα να ακολουθήσει τα βήματα τους – εξηγούν τους λόγους που η κρυστάλλινη καθαρότητα της ποιμενικής ποίησης τυγχάνει αυτής της αποδοχής.

Δημήτρης Αγαρτζίδης, ηθοποιός – σκηνοθέτης

Poimenika Agartzidis

Υπάρχει κάτι οικείο και ταυτόχρονα ανοίκειο με αυτά τα κείμενα. Μοιάζουν τόσο μακρινά – και είναι, αφού μας χωρίζουν τέσσερις αιώνες από την γραφή τους – ωστόσο υπάρχει μέσα τους ένα αίσθημα βαθύ και απλό, για το οποίο νιώθουμε νοσταλγία. Εννοώ, είναι σα να απευθύνονται στις πρώτες αισθήσεις, στις πρώτες γεύσεις, τις παιδικές, αυτές που έχουμε ξεχάσει και έχουμε ανάγκη να θυμηθούμε, γιατί αυτές προσδιορίζουν την ταυτότητά μας, την ουσία μας. Μετά, όλες οι κοινωνικές και οικογενειακες επιρροές μας μεταλλάσσουν σε κάτι που, ενήλικες πια, δεν αναγνωρίζουμε. Το πιο αγαπημένο μου μέρος, ένα χωριό της Πίνδου, το Αμπελοχώρι και ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, η γιαγιά μου που δεν υπάρχει πια, γέννησαν την ανάγκη της «Βοσκοπούλας». Είναι μια παράσταση που μέσα μου αφιερώνω στην παιδική ηλικία, σε ό,τι έχασα και σε ό,τι αναζητώ κάθε μέρα. Προβληματιστήκαμε στην αρχή αν το κρητικό ιδίωμα θέλει μια επεξήγηση στον σημερινό θεατή, τελικά δεν κάναμε καμιά επέμβαση στο κείμενο, γιατί ο εσωτερικός του ρυθμός είναι τόσο καθαρός και υπάρχει μια σωματική, θα έλεγα, σύνδεσή μας με αυτόν τον λόγο. Τον αφήσαμε να μας οδηγήσει.

Poimenika Voskopoula Agartzidis
Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης σκηνοθετεί τη «Βοσκοπούλα» (αγνώστου συγγραφέα) που ανεβαίνει στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Πρωταγωνιστούν οι Πηνελόπη Τσιλίκα και Γιώργος Παπανδρέου.

Σίμος Κακάλας, ηθοποιός – σκηνοθέτης

Poimenika Kakalas

Δεν είχα καμία σχέση με το είδος του ποιμενικού δράματος παρότι πάντοτε πίστευα ότι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την κουλτούρα του Νεοέλληνα – αφού ως έθνος ποτέ δεν περάσαμε από τη φάση της αστικοποίησης. Το περίεργο είναι πως συνάντησα τη δημοτική ποίηση μέσω ενός άλλου είδους μελοδράματος, του γιαπωνέζικου anima (εξ ου και η «Γκόλφω manga» που προέκυψε χρόνια αργότερα). Και το ακόμα πιο περίεργο είναι πως η «Γκόλφω» έμελλε να καθορίσει τη διαδρομή μας ως ομάδα «Χώρος» μ’ έναν απόλυτο τρόπο. Χάρη στη «Γκόλφω» εξάλλου συνεχίσαμε την πορεία μας στο ποιητικό θέατρο με τον «Απόκοπο» και την «Ερωφίλλη».

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως είναι ένα υπέροχο, καλογραμμένο, πολύ δυνατό και συγκινητικό έργο, πως διαβάζεται με πάρα πολλούς τρόπους γιατί έχει πάρα πολλά επίπεδα και αρετές.
Από εκεί και πέρα όμως η «Γκόλφω» πρεσβεύει κάτι πολύ πιο σημαντικό: Είναι ένα παράθυρο για να κοιτάξουμε στην ταυτότητα μας. Πριν προκύψει η κρίση πίστευα πως αν σκύψουμε στο παρελθόν μας θα βρούμε μια άκρη με το μέλλον μας· θα καταλάβουμε αυτό που είμαστε κι όχι αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε ως Ελληνες. Πίστευα πως το καλύτερο μέσον για να ξανασυστήσουμε την ταυτότητα μας είναι να γυρίσουμε στην παράδοση. Δέκα χρόνια μετά δεν το πιστεύω πια. Δυστυχώς, έχουμε επιλέξει να απωθήσουμε ή να χλευάσουμε την καταγωγή και τις καταβολές μας – δείτε το πως έχουμε αποκηρύξει την τέχνη του Καραγκιόζη λόγω της σύνδεσης του με την Τουρκοκρατία.

Ωστόσο, τουλάχιστον στο θεατρικό κόσμο, η «Γκόλφω» αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα για να αναμοχλεύσουμε κείμενα – για τα οποία τρέφουμε φοβερά ταμπού – χωρίς ενοχές. Οπως κι εμείς έτσι και οι επόμενες γενιές οφείλουν να ανακαλύψουν αυτά τα έργα με άλλο μάτι, απαλλαγμένα από τα φορτία και τα στερεότυπα που τα βάραιναν άδικα για αιώνες.


Poimenika Golfo Kakalas

* Ο Σίμος Κακάλας και η ομάδα «Χώρος» ανέβασαν τη «Γκόλφω» του Σπυρίδωνα Περεσιάδη για πρώτη φορά το χειμώνα του 2004 στο Φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και τον «Απόκοπο» – κρητικό ποίημα του 16ου αιώνα – που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2007. Ακολούθησαν πολυάριθμες εκδοχές και για τα δύο έργα.

Νίκος Καραθάνος, ηθοποιός – σκηνοθέτης

Poimenika Karathanos

Οταν άρχισα να ασχολούμαι με την ανάγνωση της «Γκόλφως» είχα μια περίεργη αίσθηση: Μου φαινόταν λες κι αυτό το έργο να μιλούσε για τους Πρωτόπλαστους. Ο Περεσιάδης το έγραψε όντας τυφλός. Υπαγόρευε στίχους στον πατέρα του και μάλλον η τυφλότητα του τον οδήγησε να δημιουργήσει μια τέτοια ονειρική στιγμή κειμένου, μια τόσο ισχυρή ποίηση. Τι έκανε στ’ αλήθεια; Εκ πρώτης όψεως έγραψε ένα μικρό έπος για το χωριό του. Στην πραγματικότητα αποκάλυψε το μυστικό του τι σημαίνει να είσαι Ελληνας, το χαρακτήρα μιας ολόκληρης φυλής. Ζωντάνεψε έναν κόσμο σχεδόν Αρκαδικό όπου οι μύθοι, οι συγκρούσεις, τα πάθη, τα όνειρα, η φτώχεια, οι ελευθερίες βροντάνε μέσα στα λόγια του. Ο λόγος του είναι κελαϊδιστός μα είναι και σκληρός.

Αν παρατηρήσεις τους ανθρώπους στα βουνά θα διαπιστώσεις πως περπατάνε πιο αργά, στέκονται και σε λογαριάζουν από μακριά. Αυτό κάνει και ο Περεσιάδης στο κείμενο του· λογαριάζει τις λέξεις και τις ψυχές των ανθρώπων. Μιλάει για όλους εκείνους που διαβαίνουν τη ζωή δύσκολα. Αποτυπώνει τον έρωτα σαν προσωπική επανάσταση παρότι γύρω από τους ήρωες του ξεσπάει πόλεμος κανονικός. Η «Γκόλφω» δεν θα πάψει ν’ ακούγεται στ’ αυτιά μου σαν ευχή, σαν προσευχή και σαν κατάρα μαζί. Εχει φοβερά πράγματα αυτό το έργο μέσα του· και πιο πολύ έχει μια καθαρότητα που λείπει από τη ζωή μας ανυπόφορα. Το διακρίνω ως το καλύτερο ανάμεσα στα ποιμενικά δράματα που έχουν γραφτεί – ισάξιο με το λόγο του Παπαδιαμάντη και του Ευαγγελίου.

Poimenika Golfo Karathanos
* Ο Νίκος Καραθάνος σκηνοθέτησε τη «Γκόλφω» του Σπυρίδωνα Περεσιάδη που ανέβηκε το χειμώνα του 2013 από το Εθνικό θέατρο και φιλοξενήθηκε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου το επόμενο καλοκαίρι.

Γιάννης Λεοντάρης, σκηνοθέτης

Poimenika Leontaris

Η «Βοσκοπούλα» είναι ένα ποιμενικό ειδύλλιο αγνώστου ποιητή, γραμμένο στα τέλη του 16ου αιώνα στην Κρήτη. Θεωρείται το σημαντικότερο έργο του είδους στην ελληνική γραμματεία και ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της ευρωπαϊκής ποιμενικής ποίησης της εποχής. Η γλώσσα του κειμένου είναι παράξενη. Ένας λόγιος ποιητής επηρεασμένος από ιταλικά πρότυπα αναπαράγει μία «βαριά» ορεινή διάλεκτο της Κρήτης. Οι ήχοι της γλώσσας αυτής είναι ξένοι και ερεθιστικοί. Όπως όταν, ταξιδεύοντας σε χώρες ξένες, ψάχνεις να αισθανθείς τον ερωτισμό μέσα στους δύστροπους φθόγγους άγνωστων γλωσσών. ‘Η όπως όταν αναρωτιέσαι πώς άραγε να ηχούσαν τα ερωτικά λόγια στα αρχαία ελληνικά ή στον ελληνικό μεσαίωνα. Η «Βοσκοπούλα» είναι μία πρωτοπρόσωπη αφήγηση η οποία μας εξιστορεί το αδύνατο – τον έρωτα στην απόλυτη μορφή του – και ρωτά πεισματικά αν μπορεί κανείς να πεθάνει από έρωτα. 

Η επιλογή του κειμένου για την παράσταση της ομάδας «Κανιγκούντα» έγινε με κριτήρια το θέμα και την έμμετρη φόρμα. Ο θάνατος από έρωτα, χαρακτηριστικό ρομαντικό μοτίβο, φαντάζει σήμερα ως κάτι ακατανόητο. Η «Βοσκοπούλα» κατονομάζει χωρίς ενοχή, αυτά που σήμερα απαξιούμε να ονομάσουμε επειδή τα θεωρούμε μεγαλόστομα. Ωστόσο στην εποχή της φοβίας για τον έρωτα ένα κείμενο που μιλά για τον θάνατο από έρωτα είναι επαναστατικό. Χρησιμοποιήθηκε ολόκληρο το κείμενο χωρίς περικοπές ή επεμβάσεις. Έγινε εξαντλητική δουλειά πάνω στο ρυθμό, στο σεβασμό στο μέτρο και τη ρίμα και την σαφή απόδοση του νοήματος από την άλλη. Δεν επιδιώξαμε να μιμηθούν οι ηθοποιοί την εκφορά του κρητικού ιδιώματος αλλά θελήσαμε να το αποδώσουν με καθαρότητα σαν να μιλούν μια ξένη γλώσσα και όχι τη μητρική τους.

Poimenika Voskopoula Leontaris2
* Ο Γιάννης Λεοντάρης σκηνοθέτησε τη «Βοσκοπούλα» (αγνώστου συγγραφέα), παράσταση που ανέβηκε από την ομάδα «Κανιγκούντα» το χειμώνα του 2007 στο «Αμόρε» και στο θέατρο «Αμαλία» την Άνοιξη του 2008.

Περισσότερα από Art & Culture