Φθινοπωρινή σονάτα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας
Το Θέατρο οδού Κεφαλληνίας, περιλαμβάνει στο ρεπερτόριό του τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν και την παρουσιάζει στο κοινό σε μετάφραση του Ζαννή Ψάλτη, από τις 26 Ιανουαρίου.
Το 2018 κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννηση του Ινγκμαρ Μπέρκμαν. Ενός από τους κορυφαίους του παγκόσμιου σινεμά. Το Σουηδό σκηνοθέτη του οποίου η συνεισφορά στην τέχνη είναι γνωστή, θα τιμήσει το 2018 το Teater Giljotin στη Στοκχόλμη, ανεβάζοντας τη «Φθινοπωρινή Σονάτα», ένα από τα αριστουργήματά του, που μεταφέρθηκε και στο θέατρο πολλές φορές.
Η «Φθινοπωρινή Σονάτα έχει παιχθεί συγκεκριμένα και πάντα με μεγάλη επιυτχία στο Αμβούργο και στο Μπουένος Αιρες το 2002, στην Πράγα το 2003, στη Δρέδη και στο Μοντεβιδέο το 2004, στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στο Αμστερνταμ το 2005, στο Τελ Αβιβ, στο Μιλάνο, στη Λισαβόνα στη Ρώμη και στη Βαρσοβία το 2007, στο Λουξεμβούργο, στο Ταλίν και στην Κοπεγχάγη το 2008, στο Ελσίνκι, στο Οσλο και στη Σεούλ το 2009, στο Τόκυο το 2013, στη Ρίγα το 2015, στο Γκέτεμποργκ το 2016 και στη Ριέκα το 2017. Στην Ελλάδα ανέβηκε τρεις φορές, το 2002, το 2006 και το 2015.
Πρόκειται για ένα έργο, όπου ο Μπέργκμαν στοχάζεται για την αγάπη…Πλάθει δύο χαρακτήρες υποδείγματα. Δύο χαρακτήρες, μάνα και κόρη, που είναι δύο κόσμοι εκ διαμέτρου αντίθετοι. Η κόρη της οποίας είναι εύκολο να αγαπήσει και δύσκολο να αγαπηθεί και η μάνα της οποίας είναι εύκολο να αγαπηθεί και δύσκολο να αγαπήσει.
Στην παράσταση του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, πρωταγωνιστούν, η Μπέττυ Αρβανίτη (Σαρλότ), η Δέσποινα Κούρτη (Εύα) και ο Δημήτρης Ημελος (Πάστωρ Βικτώρ). Σκηνοθετεί ο Αρης Τρουπάκης, που σημειώνει: «Στη “Φθινοπωρινή σονάτα” του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν παρακολουθούμε τη συνάντηση μιας μητέρας με την κόρη της μετά από επτά ολόκληρα χρόνια που δεν είχαν δει η μία την άλλη. Η μητέρα, πιανίστα διεθνούς φήμης, με μια ζωή μακριά και πέρα από κάθε οικογενειακή δέσμευση, προσπαθεί να ξαναβρεί τη στοργή και την παρηγοριά που της λείπει στην αγκαλιά της κόρης της αλλά η σχέση τους είναι από χρόνια βαθιά τραυματισμένη. Η κόρη όσο κι αν θέλει δεν μπορεί να κρύψει άλλο κλειδωμένα στα συρτάρια της τα παράπονα, την οργή, το μίσος, το θυμό που της έχει προκαλέσει η μητέρα της. Με χειρονομίες αδέξιες, σχεδόν απεγνωσμένες, σπασμωδικές ζητά ξανά και ξανά στο βλέμμα της μια έστω στιγμιαία επιβεβαίωση. Η διεκδίκηση γίνεται κι από τις δύο πλευρές όλο και πιο άγρια, πιο βαθιά και πιο ανελέητη. Ξεναγοί μας στη μοιραία επανένωση των δύο γυναικών είναι ο σύζυγος της κόρης, ένας σιγόφωνος άντρας που επιμένει να ελπίζει πως θα ξανακερδίσει τη χαμένη ευτυχία στο πλάι της γυναίκας του κι η μικρότερη αδερφή της, χτυπημένη από μια παραλυτική ασθένεια, που με τις άναρθρες κραυγές της τις καλεί και τις ξανακαλεί στο παιδικό της δωμάτιο. Εκεί που κάποτε ξέχασαν το πιο πονεμένο αλλά και πιο μονάκριβο κομμάτι του εαυτού τους».