Status update: Σοφία Καψούρου, ηθοποιός – συγγραφέας
Είναι απόφοιτος της Σχολής MME του Πανεπιστημίου Αθηνών και της δραματικής σχολής Ίασμος. Γράφει ποιήματα και παραμύθια από παιδί. Θα ήθελε διακτινιστεί στην εποχή της Αναγέννησης για να ποζάρει στο Ραφαήλ και τον Μποτιτσέλι.
Μικρή, πολύ μικρή, πριν ακόμα αποχωριστώ όλα μου τα νεογιλά δόντια, έπαιζα θέατρο στην Παιδική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Άργους. Όταν τελείωνε η πρόβα, περίμενα με αγωνία και χαρά την επόμενη πρόβα, της επόμενης ημέρας. Δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθώ ότι χαίρομαι το ίδιο στη σκηνή όσο και στη θάλασσα. Και μιλώ για τη θάλασσα, γιατί η θάλασσα με λυτρώνει. Όπως με λυτρώνει η σκηνή.
Όταν ήμουν μικρή έγραφα ποιήματα και παραμύθια κι όταν έγραφα είχα την αίσθηση της άμμου στις πατούσες μου, όπως όταν περπατάς στην ακτή, στα δόντια του κύματος, είχα την αίσθηση της ελευθερίας, την ίδια αίσθηση που έχω και τώρα όταν γράφω.
Η συγγραφή προκύπτει τόσο νωρίς στη ζωή και τα ενδιαφέροντά μου από ανάγκη. Από ανάγκη έκφρασης και ομορφιάς. Άλλοι φυτεύουν τριαντάφυλλα το πρωί στον κήπο τους, άλλοι φτιάχνουν γλυκά τα απογεύματα, άλλοι τις νύχτες πηγαίνουν στα μπουζούκια και τα μπαρ, εγώ γράφω. Γράφω αντί να μιλήσω. Καμιά φορά γράφω αντί να ζήσω.
Ο λόγος μου έχει ταυτότητα, έχει δακτυλικό και ηχητικό αποτύπωμα, έχει έντονη ποίηση, αφαίρεση, υπαινιγμό, χιούμορ και σαρκασμό. Γράφω το όνειρο στη γλώσσα του και κάθε φράση μου είναι και όνειρο και ονειροκρίτης. Το ψυχρό και το θερμό εναλλάσσονται στη γραφή μου. Αστείες καταστάσεις που τις διαδέχονται δραματικές καταστάσεις και το αντίστροφο. Ο λόγος μου θέλω να καίει. Είτε πάγος είτε φωτιά…να καίει.
Είμαι υπηρέτης δύο αφεντάδων, μέσα μου βαραίνει τόσο η συγγραφή όσο και η υποκριτική. Όταν γράφω, πάντα σκέφτομαι ως ηθοποιός, στριφογυρίζω την κάθε φράση στο στόμα μου χίλιες φορές, την φοράω στο σώμα μου άλλες τόσες. Όταν παίζω, έχω σκαπάνη και σκάβω ανάμεσα στις λέξεις, κάτω και δίπλα από αυτές, να δω τι λείπει, τι κρύβεται. Αν έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στα δύο, θα προτιμούσα να πεθάνω. Ξέρουμε όλοι που οδήγησε η «εκλογή της Σόφι»…
Ως ηθοποιός πεινάς. Ως συγγραφέας πεινάς πιο πολύ. Αλλά η αγάπη είναι ένας είδος πείνας. «Πεινασμένος γράφεις καλύτερα» λέει η Κλάρα Σούμαν στον άντρα της Ρόμπερτ Σούμαν στην τρίτη πράξη του έργου μου. Στερούμαι πολλά για να μπορώ να γράφω, να παίζω, να σκηνοθετώ, αλλά η στέρηση μεγαλώνει την αγάπη για ό,τι κάνω, με γεμίζει επιμονή και υπομονή. Έχω δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου: Το τέλος θα το βάλω εγώ, όχι οι άλλοι, ούτε οι συνθήκες. Κι αν κάποια στιγμή δεν έχω να αγοράσω χαρτί για να γράψω, θα γράφω στους τοίχους.
Ευτυχισμένος συγγραφέας είναι ο νεκρός συγγραφέας. Η αγωνία μου να ευτυχήσουν σε καλά ανεβάσματα τα κείμενά μου είναι μεγάλη, αλλά τα έργα είναι παιδιά και τα παιδιά μόλις βγαίνουν από την πόρτα του σπιτιού, δεν ξέρεις ποιον θα συναντήσουν. Κάποιον καλό άνθρωπο, κάποιον κακό, κάποιον φωτισμένο, κάποιον απατεώνα… Το σίγουρο είναι ότι στον δρόμο συναντάς ανθρώπους, ευλογίες και κινδύνους. Κι εγώ τα παιδιά μου δεν τα θέλω κλειδωμένα στο σπίτι, γιατί θα μαραζώσουν και θα πεθάνουν. Θέλω τα παιδιά μου να ζήσουν. Καλύτερα από μένα. Μετά από μένα.
Εμείς οι Έλληνες έχουμε θέατρο, αλλά δεν έχουμε έργα. Και χωρίς έργο, δεν υπάρχει μετατόπιση, όπως θα έλεγε ένας φυσικός. Και χωρίς μετατόπιση δεν υπάρχει θέατρο. Γράφονται έργα, καλά, κακά, μέτρια, αλλά δεν αρκεί. Ένα θεατρικό έργο για να αντέξει στον χρόνο, οφείλει να δημιουργήσει ρήγμα ανάμεσα στις πλάκες. Και επειδή η γλώσσα μας είναι ελληνική και δεν είναι αγγλική ή γερμανική, δεν ταξιδεύει εύκολα, το ελληνικό έργο μένει εντός συνόρων και είναι καταδικασμένο να διανύει αποστάσεις μικρές, Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Έργα γράφονται, ένα στα τριακόσια αξίζει, κι αυτό το ένα δεν προστατεύεται από τους φορείς και τους ανθρώπους του πολιτισμού. Αν σώσουμε ένα έργο, θα σώσουμε και το δάσος. Το Εθνικό Θέατρο δείχνει έμπρακτα ότι το νέο ελληνικό έργο έχει θέση στο ρεπερτόριό του. Αυτό είναι τομή. Είναι βήμα στο φεγγάρι. Είναι τόλμη.
Το «Σούμαν» γεννήθηκε σε μια περίοδο της ζωής μου που ήμουν μαζί με έναν άνθρωπο, αλλά στην ουσία ήμουν μόνη μου. Ζούσα μικρές αναλαμπές και πολύ σκοτάδι. Και για να μην πονώ, έπρεπε κάθε μέρα, κάθε νύχτα να επινοώ την ομορφιά. Έχω το πιο δυνατό όπλο στα χέρια μου, την ελληνική γλώσσα. Κι έχω και κάτι ακόμα: Τρέλα. Κι ένας τρελός με ένα όπλο στα χέρια του είναι ικανός για όλα: Για το καλύτερο και το χειρότερο. Ελπίζω το χειρότερο να το απέφυγα.
Η σχέση δημιουργίας – καταστροφής με γοητεύει. Όπως και η σχέση δημιουργού με το δημιούργημά του. Με γοητεύουν επίσης οι τάφοι των ανθρώπων. Κάποτε έζησαν σε αυτό το χώμα άνθρωποι που άλλαξαν τον κόσμο, που έβλεπαν έναν αιώνα μακριά αλλά δεν έβλεπαν στο ένα μέτρο. Στα έργα μου μπλέκω την Ιστορία με τη Φαντασία. Τη μεγαλοφυΐα με τη μετριότητα. Το παλιό με το σύγχρονο. Έχω γράψει τρία θεατρικά έργα μέχρι τώρα. Τις «Ερωμένες στον καμβά», το «Σούμαν» και το έργο «Η Σέξτον και τα Κογιότ». Πρόκειται για μια τριλογία πάνω στη θεματική «Τέχνη – Έρωτας – Καύση». Γιατί τα όμορφα μυαλά όμορφα καίγονται.
Οι ιστορίες πραγματικών προσώπων προϋποθέτουν σοβαρή και βασανιστική έρευνα. Η έρευνα είναι μέρος της συγγραφής, μπορεί ως στάδιο να προηγείται, αλλά από ένα σημείο και μετά ενσωματώνεται στη διαδικασία της συγγραφής, ώστε στο τέλος να μην ξεχωρίζει η μία διαδικασία από την άλλη. Και οι δύο απαιτούν φαντασία, γιατί όταν ερευνάς κάτι, πρέπει να φανταστείς πώς έγινε και όταν γράφεις κάτι, πρέπει να φανταστείς πώς θα γίνει. Έρευνα, παρατήρηση, πείραμα. Το πείραμα είναι το αποκορύφωμα.
Ο ρομαντισμός με έλκει, γιατί όλα είναι στο κόκκινο. Και το μαύρο. Πάθη και συγκινήσεις, φόρμες και αντιλήψεις όλα στη φουρτούνα. Αν δούμε τον πίνακα του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ «Οδοιπόρος πάνω από τη θάλασσα της ομίχλης» -αντιπροσωπευτικό δείγμα γερμανικού ρομαντισμού- θα καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος είναι μόνος του με πλάτη στη ζωή και μέτωπο στον θάνατο, έτσι όπως οι ρομαντικοί πιστεύουν. Στον ρομαντισμό ο επιμένων…ηττάται. Κι εγώ γράφω για την ήττα και την απώλεια.