Πενθεσίλεια: Στον έρωτα και στον πόλεμο
Οι πρωταγωνιστές της «Πενθεσίλειας» – Βίκυ Βολιώτη, Θάνος Τοκάκης, Αργύρης Ξάφης, Σύρμω Κεκέ, Άλκηστη Πουλοπούλου, Ηρώ Μπέζου, Κώστας Κορωναίος, Αινείας Τσαμάτης – και ο σκηνοθέτης της Παντελής Δεντάκης, μιλούν με τα ερωτικά λόγια της ρομαντικής τραγωδίας του Χάινριχ Φον Κλάιστ που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος, Σταύρος Χαμπάκης
Ένα κρύο φθινοπωρινό πρωινό του 1811, ο Χάϊνριχ Φον Κλάιστ αυτοκτονεί μ’ ένα περίστροφο στην όχθη μιας μικρής λίμνης του Βερολίνου. Λίγο νωρίτερα, με το ίδιο περίστροφο είχε πυροβολήσει την Ενριέτε Φόγκελ, την γυναίκα με την οποία συνδεόταν συναισθηματικά τα τελευταία δύο χρόνια, πάσχουσα από ανίατη νόσο.
Γνήσιος εκπρόσωπος του Ρομαντισμού που αναγνωρίστηκε μετά θάνατον καθώς εν ζωή δέχθηκε ανίερη κριτική και λογοκρισία, ο Κλάιστ θα απεικόνιζε τρία χρόνια νωρίτερα – προφητικά σχεδόν – το σπαραγμό του έρωτα και του θανάτου στην «Πενθεσίλεια», το αυτοβιογραφικό έργο που, κατά δήλωση του, είχε «αποθέσει τα τρίσβαθα του είναι μου, όλη τη λάσπη, όλη τη λάμψη της ψυχής μου». Στη διάρκεια του Τρωϊκού πολέμου, ο στρατός των Αμαζόνων αντιμάχεται τις ελληνικές δυνάμεις. Όσο ο πόλεμος μαίνεται, τόσο ο έρωτας καλπάζει ανάμεσα στην βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια και τον, επικεφαλής των Ελλήνων, Αχιλλέα. Στο έργο του Κλάιστ, ο έρωτας ταυτίζεται σπαρακτικά με το θάνατο – στο τέλος η Πενθεσίλεια, ως άλλη Αγαύη, διαμελίζει το αντικείμενο του πόθου της και για τον εαυτό της επιφυλάσσει τη λύση της αυτοχειρίας.
Σπαράγματα του ποιητικού λόγου που περιγράφει αυτήν την οδυνηρή ταύτιση επιλέγουν οι οκτώ πρωταγωνιστές του στο ανέβασμα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση – Βίκυ Βολιώτη, Θάνος Τοκάκης, Αργύρης Ξάφης, Σύρμω Κεκέ, Άλκηστη Πουλοπούλου, Ηρώ Μπέζου, Κώστας Κορωναίος, Αινείας Τσαμάτης – και ο σκηνοθέτης του Παντελής Δεντάκης και τα αποκωδικοποιούν εξίσου ποιητικά.
Βίκυ Βολιώτη
«Αχ, πόσο εύθραυστοι είμαστε όλοι! Αυτή που κείτεται μπροστά μας τσακισμένη, πόσο αγέρωχα ανάσαινε πριν από λίγο στην κορυφή της σύντομης ζωής της».
Αυτό το τετράστιχο που λέει η Πρωθιέρεια στο τέλος του έργου κοιτάζοντας τη νεκρή Πενθεσίλεια συνοψίζει, κατά τη γνώμη μου, όλη την ουσία όχι μόνο του έργου, αλλά ολόκληρης της ζωής μας. Ζούμε το μεγαλύτερο μέρος της με την πεποίθηση ότι είμαστε άτρωτοι, αήττητοι και με δεδομένη την ύπαρξή μας ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαστε παρά μόνο πλάσματα αδύναμα, έρμαια συμπτώσεων, τύχης αλλά και δικών μας επιλογών, συνήθως παρορμητικών και αυτοκαταστροφικών. Ο Kleist γράφει ένα βίαιο έργο για να μας μιλήσει για την τρυφερότητα και την ευθραυστότητα μας, την οποία ξεχνάμε. Και δεν ξεχνάμε μόνο τη δική μας αλλά κυρίως των ανθρώπων γύρω μας.
Παντελής Δεντάκης
Ο Διομήδης λέει: «Όπου κι στρέψουμε τη σκέψη, η λογική εξήγηση δεν βρίσκει», αναφερόμενος στην άγρια μάχη μεταξύ Αμαζόνων και Ελλήνων, μεταξύ Πενθεσίλειας και Αχιλλέα. Κι εκεί βρίσκεται το επίκεντρο του έργου. Η λογική δεν μπορεί να εξηγήσει τον έρωτα. Τον παραλογισμό που δημιουργεί, την θεϊκή ανύψωση, την απελπισία. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι είναι αυτό που μας έλκει τόσο εμμονικά. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι μας οδηγεί από την ευτυχία, στην συντριβή. Τι μας οδηγεί να καταστρέφουμε ό,τι με πάθος και με κόπο δημιουργούμε. Τι μας οδηγεί να γινόμαστε θηρία και να κατασπαράζουμε το αντικείμενο του πόθου μας.
Σύρμω Κεκέ
«Εγώ δεν είμαι σαν εκείνες που αγκαλιάζουν τον άντρα τον αγαπημένο και του λένε σε αγαπώ τόσο πολύ, καλέ μου, που θα μπορούσα από αγάπη να σε φάω, και πριν καλά καλά το ξεστομίσουν, οι επιπόλαιες, έχουν χορτάσει κιόλας. Εγώ όταν σ’ αγκάλιασα, έκανα αυτό που είπα».
Ξεχωρίζω αυτό το απόσπασμα γιατί πιστεύω πως εκφράζει με τρομερή ακρίβεια τον κανιβαλισμό που μας γεννάει έρωτας. Αυτή τη βαθιά επιθυμία να κατασπαράξουμε, να καταπιούμε και εντέλει να ενσωματώσουμε τον άλλον, αυτό το «ξένο σώμα», ώστε να πάψει επιτέλους να μας εξουσιάζει, να μας τυραννά και να μας κάνει να μην αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας.
Κώστας Κορωναίος
«Όπου κι αν στρέψουμε τη σκέψη, η λογική εξήγηση δεν βρίσκει».
Απορεί ο Διομήδης προσπαθώντας να καταλάβει γιατί με τόση μανία πολεμάει η Πενθεσίλεια τους Έλληνες. Εμείς που διαβάσαμε το έργο ξέρουμε (;) από έρωτα, από μίσος. Προσπαθούμε να καταλάβουμε καταστάσεις και συμπεριφορές αναλύοντας τις. Το κάνουμε συνέχεια – αντανακλαστικά σχεδόν – γιατί έτσι κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας. Όταν όμως οι συμπεριφορές αυτές αντικρούονται; Όπως στον έρωτα ή στον πόλεμο; Και πάλι χρησιμοποιείς την εμπειρία σου. Αν είσαι τυχερός έχεις βιώσει μόνο τον έρωτα ενώ για τον πόλεμο έχεις ακούσει ιστορίες από παππούδες, γιαγιάδες και τις ειδήσεις. Πολλά κοινά μπορεί να έχουν αυτά τα δύο, το κυριότερο όμως είναι το παράλογο, το ακατανόητο του πράγματος. Άρα πως μπορεί να σε βοηθήσει η λογική; Είναι σαν να προσπαθείς να λύσεις ένα έπιπλο ΙΚΕΑ με μια αγκινάρα! Θυμάσαι ακόμη και δικές σου συμπεριφορές όντας ερωτευμένος, προσπαθείς να τις καταλάβεις και πάλι απορείς. «Πώς το έκανα εγώ αυτό;» λες! Διαβάζεις για «έγκλημα πάθους» και πάλι σκέφτεσαι, πώς έφτασαν σε αυτό το σημείο αυτός που σκότωσε και αυτός που σκοτώθηκε; Δεν σου αρκούν οι αντιθετικές απλοποιήσεις θύτης-θύμα, δυνατός-αδύναμος κλπ. Δεν σου εξηγούν το γιατί… Στο ακατανόητο του πολέμου δεν θα αναφερθώ καν. Είναι τόσο πολύ το αίμα και τόσο λίγες οι λέξεις.
Ακατανόητο, παράλογο, απορία, ερωτηματικά. Αυτά μου συμβαίνουν όποτε προσπαθώ να κατανοήσω τον έρωτα. Ίσως η απάντηση δίνεται στο «Ο Αστερίξ λεγεωνάριος» με θέμα τον έρωτα. Διάφοροι ήρωες λύνονται ξαφνικά σε κλάματα. Οι γύρω τους που δεν ξέρουν τον λόγο του οδυρμού, καταλήγουν στο σίγουρο συμπέρασμα: «Είναι ερωτευμένος».
Ηρώ Μπέζου
«..το κάθε κύμα του το αφρισμένο σβήνει απ’ το στήθος μου και μια κηλίδα».
Αυτή η φράση της Πενθεσίλειας αναφέρεται στον «χείμαρρο της έκστασης» που την κυριεύει μόλις συνειδητοποιεί ότι ο αγαπημένος της είναι δικός της. Αυτή η ιδιότητα του έρωτα να θεραπεύει, να επιτρέπει στο φως να βγει στην επιφάνεια, να απελευθερώνει από τον θυμό και τον φόβο, με συγκινεί. Και πιστεύω ότι ένα τέτοιο βίωμα, η γεύση της λύτρωσης από το βάρος της ζωής, είναι που κάνει τόσο αβάσταχτο τον αποχωρισμό, ώστε το ερωτευμένο πρόσωπο να μεταμορφώνεται σε τέρας, μέσα στην ακραία του ευαισθησία.
Θάνος Τοκάκης
Λέει ο Αχιλλέας για τον Διομήδη: «Δε με ακούει ότι το μάτι του δεν έχει αντικρίσει σε όλη του τη ζωή σε αυτό το σύμπαν το βρίσκει ασύλληπτο ακόμα και σαν σκέψη.»
Μια φράση που περικλείει τη βαθύτερη έννοια του ρομαντισμού, την υπέρβαση που τελικά οδηγεί στον αφανισμό. Έρωτας ή πόλεμος, δηλαδή έρωτας ή θάνατος. Ή αλλιώς να ζεις ή να μη ζεις. Ο Κλάιστ και οι ρομαντικοί προτείνουν απόλυτος έρωτας και (τελικά) θάνατος. Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται στον αντίποδα του Ρομαντισμού· του είναι αδύνατο να κατανοήσει την έννοια του απόλυτου, του αιώνιου, και της υπέρβασης. Γι αυτό διαβάζοντας τέτοια κείμενα συνήθως (χαμο)γελάμε, αντιμετωπίζοντας το Ρομαντικό ιδεώδες σχεδόν ως γραφικό. Στην ουσία, όμως, είναι αμηχανία. Για την υπέρβαση που δεν μπορούμε να κάνουμε, για τον έρωτα που δε θα ζήσουμε, έχοντας την ψευδαίσθηση πως δε θα πεθάνουμε ποτέ. Κι αυτό είναι ο θάνατος μας.
Αργύρης Ξάφης
«Στη φύση, απ’ όσο ήξερα, υπάρχουν η δύναμη και η αντίστασή της μόνο!» λέει ο Οδυσσέας.
Για μένα είναι πυρηνική φράση σε αυτό το έργο για το πόσο έχουν ανατραπεί όλοι οι νόμοι της φύσης. Βρισκόμαστε κάπου που δεν ξέρουμε πού είμαστε, ενάντια σε έναν εχθρό που δεν είναι εχθρός, συμμαχούμε με τους χειρότερους για να νικήσουμε έναν ψευδοπόλεμο, ξεχνάμε τους δικούς και αγαπάμε μέχρι θανάτου. Εκεί είμαστε. Η τρέλα είναι η καινούρια μας φυσική κατάσταση. Καλώς ήρθατε.
Αλκηστις Πουλοπούλου
«Χάρηκα που σε χτύπησε αυτό το χέρι, αλλά σαν έπεσες, ένιωσα ζήλια για το χώμα που σε είχε αγκαλιάσει».
Το θέμα του έρωτα απασχολεί και θα απασχολεί επ’ άπειρον. Ο έρωτας είναι κινητήριος δύναμη, μπορεί να δημιουργήσει ή να καταστρέψει, γι’ αυτό και είναι συνυφασμένος με τον πόλεμο, τη μάχη. Είναι κι αυτός αδίστακτος. Γιατί η λαχτάρα της κατάκτησης και της ένωσης με το αντικείμενο που πόθου είναι απέραντη και μπορεί να οδηγήσει στον κανιβαλισμό μεταφορικά – και όχι μόνο – όπως γίνεται με την Πενθεσίλεια που κατασπαράζει τον Αχιλλέα γιατί δεν μπόρεσε να τον κατακτήσει όπως ήθελε.
Αινείας Τσαμάτης
«Όλα λοιπόν έγιναν από λάθος. Φιλιά, δαγκωματιές, αυτά ταιριάζουν. Αν κάποιον αγαπάς με την καρδιά σου μπορείς το ένα να μπερδέψεις με το άλλο».
Τα λόγια ανήκουν στην Πενθεσίλεια. Όντως μπορείς το ένα να μπερδέψεις με το άλλο. Ο έρωτας είναι ανεξέλεγκτος σου θολώνει το μυαλό και την σκέψη. Το μέγεθος της χαράς και της ευτυχίας που σου προσφέρει απλόχερα μπορεί να σε κάνει να θες να πάρεις φόρα και να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο. Μπορείς να ξεκινήσεις με φιλιά και χωρίς καν να το αντιληφθείς φτάνεις σε ένα σημείο οπού έχεις κατασπαράξει τον άλλον χωρίς να έχεις αγγίξει ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του.