Στην πρόβα: «Το παιχνίδι της σφαγής» στο Εθνικό Θέατρο – Ο Ιονέσκο ως freak show
Δέκα ημέρες πριν την πρεμιέρα του σπουδαίου έργου του Ευγένιου Ιονέσκο μπαίνουμε στην πρόβα της ανατρεπτικής προσέγγισης του Γιάννη Κακλέα και συνομιλούμε με τον ίδιο, το συνθέτη Σταύρο Γασπαράτο και τους ηθοποιούς Ιερώνυμο Καλετσάνο, Χριστίνα Μαξούρη, Λαέρτη Μαλκότση και Ελενα Τοπαλίδου για το πως ένα μνημείο σαρκασμού, μαύρου χιούμορ και παραλόγου γίνεται – χάρη στο θέατρο – αποδεκτό ως λογικό. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Το εξαγριωμένο πλήθος που πυκνώνει στο μέτωπο της σκηνής του Rex βρίσκεται στο κατόπι μιας μητέρας που παλεύει να προστατεύσει το παιδί της. «Η σάρκα των μικρών παιδιών είναι πιο τρυφερή από των μεγάλων» ενθαρρύνει η Αγορίτσα Οικονόμου, όταν ο Λαέρτης Μαλκότσης εισβάλλει στη σκηνή σερβίροντας (πλαστικά) μωρά στο πιάτο και λανσάροντας το «φρεσκότατο κρέας». Καθώς όλοι κραδαίνουν ανθρώπινα μέλη προς βρώση, η Μαρία Διακοπαναγιώτου τραγουδάει με λύσσα πως «όλα για τον άνθρωπο είναι» ανταποκρινόμενη στη φωνή του Γιάννη Κακλέα που ζητάει επιτακτικά από μικροφώνου να «αγριέψετε! Να ορμήξετε! Σαν να μην αναγνωρίζετε τους εαυτούς σας! Μεταμορφωθείτε σε τέρατα!». Το freak show που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι ένα πρώτο σχεδίασμα από τη σκηνή φινάλε του «Παιχνιδιού της σφαγής» του Ιονέσκο, όπως αναμένεται να κάνει πρεμιέρα σε λιγότερο από δέκα ημέρες.
(από αριστερά) Λαέρτης Μαλκότσης, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Μαρία Διακοπαναγιώτου.
Ο Γιάννης Κακλέας επιστρέφει στο Εθνικό μ’ ένα έργο-απωθημένο από την εποχή που φοιτούσε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης (το πρώτο ανέβασμα του στην Ελλάδα έγινε το 1970 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν) αλλά – εννοείται – πως δεν το αφήνει ελεύθερο παρεμβάσεων. Σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο που μεταφράζει και διασκευάζει και το Σταύρο Γασπαράτο που συνθέτει μουσική, ο Ιονέσκο οδηγείται σε μια εκδοχή όπου το μουσικό, το θέατρο του παραλόγου, η περφόρμανς και το κόμικ συναντά το theatre bizarre. «Είναι νομίζω μια απόπειρα να κάνουμε ολικό θέατρο. Να φέρουμε μαζί το σώμα, τη φωνή, τον ήχο, την κίνηση και την εικόνα. Θα έλεγα, μάλιστα, πως είναι μια παράσταση που κινείται στα χνάρια του Τεχνοχώρου. Σχεδόν, αντιμετωπίζουμε τον Ιονέσκο σαν ένα μετακαταστροφικό κόμικ».
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Κακλέας.
Στο «Παιχνίδι της σφαγής» ο κορυφαίος Ρουμάνος δραματουργός παρακολουθεί τη συμπεριφορά των κατοίκων μιας πόλης όταν στους κόλπους της ξεσπάει μια ξαφνική επιδημία και ο θάνατος αρχίζει να αφανίζει αδιακρίτως τον έναν μετά τον άλλο. Οι ήρωες του είναι άνθρωποι που πεθαίνουν ή που ζουν κατά τύχη, αφού δεν ξέρουν να ζουν, μα ούτε μπορούν να κατανοήσουν γιατί πεθαίνουν. «Αυτό το κακό μας συμβαίνει χωρίς λόγο» λένε βουτηγμένοι στην άγνοια την ώρα που άλλοι εθελοτυφλούν πως «εμάς θα μας τη χαρίσει η πανούκλα» ή ενδίδουν στα λόγια των πολιτικών που καπηλεύονται την ανθρωπιστική κρίση.
«Ο θάνατος είναι για τον Ιονέσκο το αποτέλεσμα μιας κατάστασης γιατί η επιδημία που πλήττει την πόλη δεν είναι παρά μια αυτοάνοση κατάσταση ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης βλακείας» διαπιστώνει ο σκηνοθέτης της παράστασης. «Τα ήθη μιας κοινωνίας έχουν νοσήσει νωρίτερα από καθετί άλλο και ο Ιονέσκο επιτίθεται αμείλικτος στη σπουδαιοφάνεια, στις ιδέες, στη δημαγωγία που ανθεί σε περιόδους κοινωνικής κενότητας. Γι’ αυτό και το έργο είναι καθαρά πολιτικό αφού σαρκάζει τον άνθρωπο που οδεύει με μια διάθεση ευτυχίας προς την άβυσσο. Στα μάτια του Ιονέσκο ο άνθρωπος είναι μια μαριονέτα του συστήματος και στην τελική δεν λυπάται καθόλου για την καταστροφή του· απεναντίας το διασκεδάζει. Είναι ένας αμετανόητος φαρσέρ».
Η διασκευή για λογαριασμό του Εθνικού τοποθετεί τη δράση μέσα σε μια συνθήκη θεάτρου εν θεάτρω όπου μια ομάδα καλλιτεχνών, μέλη ενός τσιρκολάνικου θιάσου, αποφασίζουν – μετά το τέλος του κόσμου – να παραστήσουν το υλικό του Ιονέσκο. Τα νήματα κινεί ένας κομπέρ (τον υποδύεται ο Γιώργος Παπαγεωργίου) που εν είδει καταρραμένου ποιητή ή λοξού φιλοσόφου τους υπενθυμίζει πως «το σκοτάδι είναι καλό· κρύβει όλα όσα φοβάστε». Μια εγκαταλελειμένη κινηματογραφική οθόνη, ένα αυτοκίνητο – αντίκα που σαπίζει (σκηνικά Γιάννης Κακλέας και Σάκης Μπιρμπίλης – ο δεύτερος και στο σχεδιασμό του φωτισμού) φτιάχνουν το τοπίο ενός drive in τρόμου όπου η συντριβή έχει αφήσει σιωπηλά τα ίχνη της: Το αλογάκι ενός καρουσέλ, ένας καφέ λούτρινος αρκούδος, άδεια παιδικά καρότσια και κούκλες – πτώματα σε αποσύνθεση. Ετσι, το έργο του Ιονέσκο καταφτάνει σαν υλικό μνήμης στα χέρια εκείνων που προσπαθούν να κατανοήσουν τι έφταιξε και η ωραία ζωή τους έγινε κονιορτός και σκόνη.
Αγορίτσα Οικονόμου, Στέλιος Ιακωβίδης, Αρετή Τίλη και Πάνος Παπαδόπουλος.
Στη θέα ενός κινηματογραφικού γκάτζετ της… σφαγής – μιας λεπίδας που στην επαφή με το ανθρώπινο δέρμα στάζει “αίμα” – ο 20μελής θίασος επιδεικνύει παιδικό ενθουσιασμό. Η πρόβα σταματά για λίγο. Ένα μικτό σχήμα ηθοποιών – κάποιοι από αυτούς με ανεπτυγμένη τη μουσική ιδιότητα – αλλά και επαγγελματιών χορευτών και χορογράφων στελεχώνουν την πρωταγωνιστική ομάδα που συντονίζεται ταυτόγχρονα σ’ ένα αυξημένο σύνολο απαιτήσεων. Η παρουσία της Έλενας Τοπαλίδου λόγου χάρη, με το πλούσιο χορευτικό βιογραφικό, εστιάζει περισσότερο στην υποκριτική (μολονότι ένας αυθόρμητος αυτοσχεδιασμός της χωνεύτηκε στην κινησιολογία της ομάδας που επιμελείται η Αγγελική Τρομπούκη) και βρίσκεται να ερμηνεύει το πιο φιλοσοφικό απόσπασμα του έργου διαπιστώνοντας πως ο Ιονέσκο είναι επικίνδυνος. «Το υλικό του είναι τόσο ουσιώδες και με μεγάλο βάθος αλλά η προσέγγιση του κινδυνεύει να γίνει φτηνή, μια μανιέρα αν δεν είσαι απέναντι του ειλικρινής και λεπτός» λέει. Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος συμφωνεί καθώς ως ηθοποιός καλείται ν’ ανταποκριθεί σ’ ένα καινούργιο υλικό όπου, όπως παρατηρεί, για να λειτουργήσει «έχει ανάγκη την ελαφράδα και τη διαθεσιμότητα ενός μιούζικαλ χωρίς να είναι τέτοιο».
Ιερώνυνος Καλετσάνος και Ελενα Τοπαλίδου.
Στα δεξιά της σκηνής, η τετραμελής ορχήστρα του Σταύρου Γασπαράτου ερμηνεύει ζωντανά ένα κομμάτι θλιμμένης τζαζ, τοποθετώντας στο κέντρο της παράστασης τη μουσική. «Από την πρώτη στιγμή που ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στη διασκευή του έργου ξέραμε ότι η μουσική θα είναι ένας ισότιμος, με τη δραματουργία, συνομιλητής. Ωστόσο, αυτό δεν χαρακτηρίζει απαραίτητα την παράσταση ως μιούζικαλ ή δεν την εντάσσει στο είδος του μουσικού θεάτρου. Εξάλλου, δεν με αφορούν οι ονομασίες των πραγμάτων. Ναι, η μουσική έχει έναν εξαιρετικά οργανικό ρόλο, παρόλα αυτά χωρίς δεσμεύσεις ή την ανάγκη να αποδείξει κάτι. Η ύπαρξη της ορχήστρας επί σκηνής δηλώνει, ήδη, πολλά για τη σημασία της μουσικής» εξηγεί ο δραστήριος συνθέτης, περιγράφοντας τις συνθέσεις του πάνω στο υλικό του Ιονέσκο σαν ένα «παράξενο καμπαρέ, ένα μπλέξιμο υφών όπου οι εποχές και τα στιλ καταστρέφονται μέσα σ’ ένα σήμερα».
Ο συνθέτης Σταύρος Γασπαράτος με τη βοηθό σκηνοθέτη της παράστασης, Νουρμάλα Ηστυ.
Οξύμωρο που ο ηθοποιός (και μουσικός) Λαέρτης Μαλκότσης εντοπίζει στη μουσική του Γασπαράτου το κλειδί για να κατανοήσει τον Ιονέσκο καθώς, όπως ομολογεί, «δεν τον αγαπάω γιατί δεν τον καταλαβαίνω. Είναι ένα πολύ δύσκολο κείμενο αφού το παράλογο πρέπει να ερμηνευτεί απολύτως λογικά. Κι εδώ η μουσική με σώζει. Μαζί με τη μουσική παρτιτούρα αντιλαμβάνομαι και τη δραματουργική. Ευτυχώς».
Λαέρτης Μαλκότσης.
«Μακριά από εμάς όσοι πιστεύουν περισσότερο στο θάνατο απ’ ότι στη ζωή» αναφωνεί απελπισμένα από σκηνής η Χριστίνα Μαξούρη στο απόσπασμα του έργου όπου οι γιατροί της πόλης συσκέπτονται για την αντιμετώπιση της «αρρώστιας» φοβούμενοι πως ο θάνατος θα αναδειχθεί νικητής στην τελική μάχη με την ανθρώπινη γνώση. Με τη διττή ιδιότητα της ηθοποιού και τραγουδίστριας και με τη θέληση να κινηθεί ευέλικτα από τη μία στην άλλη, η Χριστίνα Μαξούρη καταλήγει πως τελικά είναι το ίδιο το έργο που την κινητοποιεί περισσότερο σ’ αυτήν την πυκνή προσπάθεια. «Με αγγίζει πολύ η γύμνια και το τρωτό του ανθρώπου που σχολιάζει ο Ιονέσκο. Ο τρόπος που εκθέτει ότι όλοι είμαστε ίσοι μπροστά στο θάνατο και τίποτα από την προηγούμενη ζωή μας δεν έχει νόημα. Κι όμως δεν είναι ένα απαισιόδοξο έργο, όχι· ίσως μόνο είναι ωμά ρεαλιστικό μέσα στον παραλογισμό του. Ωστόσο, στο πρώτο πλάνο δεν μένει ο θάνατος, αλλά η ζωή. Ο Ιονέσκο μας θυμίζει σαρκαστικά πως όσο κι αν οι άνθρωποι είναι ελαττωματικοί, όσο κι αν παλεύουν με τα θηρία, θέλουν παρόλα αυτά να ζήσουν».
Γιώργος Στάμος και Χριστίνα Μαξούρη.
Από το βάθος της σκηνής, ένας μαυροφορεμένος ξυλοπόδαρος (Πασχάλης Παπαδάκης) με την ψυχρή μάσκα του θανάτου περιδιαβαίνει και επιβάλλεται στο ακινητοποιημένο πλήθος για να απομακρυνθεί γοργά προς το φουαγιέ του Rex. Όπως, εξάλλου, ανακοινώνει και ο κομπέρ του Γιώργου Παπαγεωργίου «κυρίες και κύριοι, η πόλη… σώθηκε».
Γιώργος Παπαγεωργίου, Αλέξιος Φουσέκης, Πασχάλης Παπαδάκης και Ελενα Τοπαλίδου.