Καντίντ ή η Αισιοδοξία στο Θέατρο Πόρτα
Κριτική για το έργο “Καντίντ ή η Αισιοδοξία” του Βολταίρου που παρουσιάζεται στο Θέατρο Πόρτα σε διασκευή και σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.
Διαβάζοντας Βολταίρο (τα λίγα, σε σχέση με το τεράστιο συγγραφικό έργο του, βιβλία που έχουν μεταφραστεί στην ελληνική και κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία), και για-τον-Βολταίρο, αντιλαμβάνεται κανείς ότι πολλά εξ όσων έχουν γραφτεί είναι ανακριβή –για το ίδιο ζήτημα αποδίδονται στο Βολταίρο διαφορετικές απόψεις, ακόμη και αντίθετες μεταξύ τους, ενώ σε αρκετά κείμενα διορθώνονται εσφαλμένες απόψεις για το τι έχει πει, γράψει, εκφράσει ο Βολταίρος. Λ.χ. στο ένα κείμενο διαβάζω ότι από τα κείμενά του δεν προκύπτει ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα κι αλλού ότι «διατύπωσε ένα αυτόνομο φιλοσοφικό σύστημα».
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν και στην Γαλλία, όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση στα κείμενά του, υπάρχει αυτή η εικόνα σύγχυσης. Αλλά έχω την εντύπωση πως τις «παρανοήσεις» τις ευνοεί το πληθωρικό έργο του και η ίδια η ζωή του που θα ’λεγε κανείς ότι δεν είναι απολύτως συμβατή με τις ιδέες του. Ο Βολταίρος απεχθανόταν, επί παραδείγματι, την καταπίεση και αγωνίστηκε με την πένα του ενάντια στην κοινωνική αδικία αλλά ήταν φιλομοναρχικός, οι φίλοι του ήταν ευγενείς και έζησε αρκετά χρόνια στην Αυλή του αυτοκράτορα Φρειδερίκου της Πρωσίας στο Πότσνταμ. Γνώρισε και τη Βαστίλη, βέβαια, και την εξορία. Γνώρισε τις διώξεις και την μεγάλη αποδοχή. Έζησε (1694-1778) και είδε πολλά σε μια εποχή μεγάλων αντιθέσεων, που κυοφορούσε ριζοσπαστικές τομές – η σκέψη του είναι αναλόγως «περιπετειώδης» και στις αντιφάσεις της διακρίνει κανείς ανεξέλεγκτη πληθωρικότητα, ελαφρότητα αλλά και ζωντάνια.
Η νουβέλα «Καντίντ ή Η αισιοδοξία» του Βολταίρου εκδόθηκε το 1759, τέσσερα χρόνια μετά τον τρομερό σεισμό της Λισαβόνας (1755), στον οποία μάλιστα αναφέρεται – μία από τις περιπέτειες του ήρωα του συμβαίνουν ακριβώς τη μέρα του σεισμού (και τις αμέσως επόμενες). Το γεγονός συντάραξε μεταξύ άλλων θεολόγους και φιλοσόφους, δίνοντας αφορμή στον Βολταίρο να εξετάσει τον «οπτιμισμό» του παλαιότερου φιλοσόφου Γκότφριντ Βίλελμ Λάιμπνιτς (1646-1716). Ο Λάιμπνιτς υποστήριζε ως δεδομένη την αρχή ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός, εφόσον αποτελεί δημιουργία του Θεού και ο Θεός επιλέγει πάντα το καλύτερο. Αυτός που θα αμφισβητούσε αυτήν την αναπόδεικτη αρχή, θα ήταν ασφαλώς βλάσφημος.
Ο Βολταίρος γελοιοποιεί στον «Καντίντ» την μεταφυσική ερμηνεία του Λάιμπνιτς όπως και την κατάχρηση της αρχής της επαρκούς αιτίας, σύμφωνα με την οποία για να υπάρχει ή για να συμβεί κάτι, πρέπει να υπάρχει ένας επαρκής λόγος. Με μοντέλο τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» (1726) του Τζόναθαν Σουίφτ, και με ανάλογη σατιρική διάθεση, στήνει μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν αφελή και καλοπροαίρετο νεαρό που γαλουχήθηκε με τις αρχές του Λάιμπνιτς στο προστατευμένο περιβάλλον του πύργου ενός Βεστφαλού βαρόνου. Θα βρεθεί, όμως, στο δρόμο, άφραγκος και άπειρος, και θα ζήσει απίστευτες περιπέτειες που σταδιακά θα τον κάνουν να αμφισβητήσει την ορθότητα του «Tout est pour le mieux dans le meilleur des mondes possible» (Όλα είναι για το καλύτερο, στον καλύτερο των δυνατών κόσμων). Γιατί εξετάζοντας την αέναη αλληλεξάρτηση ενέργειας και αποτελέσματος, αιτίας-αιτιατού, αναγκαστικά θα προσκρούσουμε κάποια στιγμή στο ανορθόλογο, στο παράλογο. Και τότε μένει ξεκρέμαστη η περίφημη ελεύθερη βούληση, ως επιλογή έπειτα από ορθολογιστική εξέταση των πραγμάτων.
Στο Φιλοσοφικό Λεξικό του, που εκδόθηκε λίγο αργότερα (το 1764), ο Βολταίρος αντιμετωπίζει το ζήτημα σε δύο λήμματα. Στο πρώτο («Αλυσίδα Γεγονότων») γράφει: Κάθε αποτέλεσμα έχει προφανώς την αιτία του, που αναζητάται από αιτία σε αιτία έως την άβυσσο της αιωνιότητας. Όμως το αποτέλεσμα κάθε αιτίας δεν καταλήγει στα βάθη των αιώνων. […] Αλλά κάθε κίνηση δεν μεταδίδεται βαθμηδόν μέχρι να κάνει τον γύρο του κόσμου. Όλοι έχουν πατέρα, ωστόσο όλοι δεν έχουν παιδιά.
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον;
Στο λήμμα «Πεπρωμένο», πάλι, συμπληρώνει ότι αμετάβλητοι νόμοι (που ίσως ένα Υπέρτατο Όν να διαμόρφωσε με τους δικούς του υπέρτατους όρους) κρίνουν την λειτουργία του κόσμου των ανθρώπων. Και δεν έχει νόημα να λέμε ότι η μοιρολατρία ευνοεί την αδράνεια και την απάθεια γιατί είναι στο πεπρωμένο μας να υποκύπτουμε σε πάθη και προκαταλήψεις, κινητήριες δυνάμεις γεγονότων που δεν ελέγχονται από την λογική και την αρετή. Συχνά ο φρόνιμος άνθρωπος υποκύπτει στην μοίρα του, δεν την καθορίζει.
Στον «Καντίντ» δεν αφήνει καμία θεσμική εξουσία όρθια και καυτηριάζει με τρόπο παιγνιώδη και χαριτωμένο τα πάθη των ανθρώπων. Ο ήρωας του θα γυρίσει όλον τον κόσμο και θα γνωρίσει κάθε λογής ανθρώπους, προσφέροντας ευκαιρίες στον Βολταίρο να θίξει en passant διάφορες ιδέες που απασχολούσαν τον ίδιο και τους «συνομιλητές» του: για τους πολιτισμένους και τους πρωτόγονους, για την φτώχεια και τον πλούτο, για την αρετή και την απάτη, για τους κύκλους των καλλιεργημένων του Παρισιού, για τον ρόλο της τέχνης, την επιθυμία και την ανία, για ένα πλήθος ζητημάτων για τα οποία τελική απάντηση δεν υπάρχει.
Ο Βολταίρος γνωρίζει καλά πως τα μεγάλα θέματα (η σχέση Καλού και Κακού, μεταξύ άλλων) θα απασχολούν τους ανθρώπους ως το τέλος. Στο πλοίο που θα έφερνε τον Αγαθούλη του πίσω στη Γαλλία, μετά τις απίστευτες εμπειρίες του στη Νότια Αμερική, ο Καντίντ συζητάει συνεχώς με τον Μαρτέν, έναν «γηραιό λόγιο» που θα τον συντροφεύσει στο εξής. Ο Μαρτέν πιστεύει ότι ο Θεός έχει εγκαταλείψει τον κόσμο των ανθρώπων σε κάποια σατανική δύναμη. Ο Καντίντ υποστηρίζει ότι ακόμη και αν το Κακό κυριαρχεί, το Καλό υπάρχει. Γράφει ο Βολταίρος: “Λογομαχούσαν αδιάκοπα επί δεκαπέντε μέρες, χωρίς όμως να έχουν κάνει βήμα παραπάνω –εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο ίδιο σημείο όπως και την πρώτη μέρα. Σε τελική ανάλυση όμως αυτό που είχε σημασία ήταν πως συζητούσαν, αντάλλαζαν ιδέες, παρηγορούσαν ο ένας τον άλλον.”
Στο τέλος, ωστόσο, καταλήγει με το εξής συγκλονιστικό: «Ωραία τα λέτε αλλά έχουμε δουλίτσα. Πρέπει να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας».
«Καντίντ» κατά Μοσχόπουλο: υπόδειγμα σκηνικής διασκευής
Η ανάγνωση του «Καντίντ» προσφέρει την απόλαυση ενός κειμένου καθόλα εμπνευσμένου, πληθωρικού στις ιδέες, τολμηρού στις διατυπώσεις και μάλιστα με τρόπο που επιβεβαιώνει την πίστη του Βολτέρου ότι η φιλοσοφική αναζήτηση είναι χρήσιμη ως εργαλείο χειραφέτησης των ανθρώπων και όχι ως δραστηριότητα των λίγων και εκλεκτών του πνεύματος. «Ό,τι αποκλείεται από την εμβέλεια του μέσου σκεπτόμενου ανθρώπου, ό,τι δεν γίνεται κατανοητό απ’ όσους έχουν εξασκήσει τη διανοητική τους ικανότητα, προφανώς δεν χρησιμεύει στο ανθρώπινο γένος» έγραψε.
Ανάλογη απόλαυση νιώθεις παρακολουθώντας την παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου στο θέατρο Πόρτα. Είναι σπουδαίος ο τρόπος που μετέγραψε την πρόζα του Βολταίρου σε κείμενο για τη σκηνή. Ακολουθώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση (στο πρωτότυπο η αφήγηση είναι κυρίως τριτοπρόσωπη αλλά παρεμβάλλονται και κεφάλαια σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση όταν κάποιο από τα πρόσωπα αφηγείται την ιστορία του ή τις περιπέτειες του) και διαμορφώνοντας διαλόγους, κατάφερε να μείνει εντυπωσιακά πιστός στο βολταιρικό πεζό.
Από τη στιγμή που ο Βολταίρος επιτρέπει στην ιστορία του μία μη-ρεαλιστική ελευθερία, ο Μοσχόπουλος διεκδικεί τη δική του και στήνει το πρώτο μέρος της παράστασης στο σαλόνι της κυρίας «που ήθελε να αποκαλείται μαρκησία του Παρολινιάκ». Οι καλεσμένοι της (όλος ο Θίασος) καλούν τον Καντίντ (που ερμηνεύει έξοχα ο Μιχάλης Συριόπουλος) να διηγηθεί τις περιπέτειές του. Το σαλόνι γίνεται έτσι ένα είδος θεατρικού χώρου, πέραν των περιορισμών τόπου και χρόνου, κι αυτό το ενισχύει τόσο η εμφάνιση των ηθοποιών (οι περισσότεροι με βαμμένα λευκά τα πρόσωπα, με περούκες που δεν κρύβουν εντελώς τα φυσικά τους μαλλιά, και με κοστούμια που είναι απολύτως θεατρικά), όσο και το toy theatre, ρεπλίκα θεάτρου που ήταν αγαπημένο μέσο ψυχαγωγίας στην βικτωριανή αστική τάξη. [Γύρω στα μέσα του 19ου αι. πολλοί ήταν αυτοί που κατασκεύαζαν ρεπλίκες θεατρικών σκηνών από χαρτόνι (ή στις καλύτερες περιπτώσεις από ξύλο). Στα θέατρα μπορούσε κανείς να αγοράσει σετ με το έργο που παίζονταν τη δεδομένη στιγμή σε περίληψη (ανά σκηνές), και τυπωμένα τα σκηνικά και τους ηθοποιούς με τα κοστούμια τους. Στο σπίτι τους πια, κολλούσαν σκηνικά και φιγούρες σε σκληρό χαρτόνι που κινούσαν πάνω στην ρεπλίκα σε ειδικά αυλάκια, και έπαιζαν το έργο όποτε ήθελαν].
Ένα τέτοιο toy theatre εμφανίζεται στη σκηνή, βοηθώντας την ιστορία να εξελιχθεί σαν παράσταση στην οποία τον πρώτο λόγο έχει ο Καντίντ αλλά συμμετέχουν όλοι, στο πλαίσιο ενός ευχάριστου παιχνιδιού.
Το βασικό σκηνικό (της Ευαγγελίας Θεριανού), ένας ξύλινος πάγκος με πλάτη που χωρίζει σε δύο μέρη τη σκηνή, στο προσκήνιο και σ’ ένα ημικυκλικό χώρο στο βάθος, μεταμορφώνεται όποτε χρειάζεται με τους φωτισμούς –άλλωστε εξαρχής η παράσταση καταφέρνει να κινητοποιήσει την φαντασία του θεατή ώστε το ελάχιστο να μας μεταφέρει από το παρισινό σαλόνι στη ζούγκλα της Νότιας Αμερικής.
Οι ηθοποιοί μπαίνουν και βγαίνουν σε διαφορετικούς ρόλους, με τον μαγικό τρόπο του θεάτρου. Με κίνηση που προφανώς προέκυψε από αυτοσχεδιασμούς (επιμέλεια Σοφίας Πάσχου), η ροή της αφήγησης, παρά το πυκνό σε νοήματα λόγο, είναι γρήγορη και ευχάριστη.
Υπάρχει ένα στοιχείο της παράστασης που με προβληματίζει: οι νέοι ηθοποιοί που συμμετέχουν δίνουν την εντύπωση μιας παρέας συνομηλίκων. Αυτό κάπως ακυρώνει την ανθρώπινη «ποικιλότητα». Επιπλέον, δεν ήταν όλοι το ίδιο καλοί όπως ο Συριόπουλος, η Ελένη Βλάχου, ο Παντελής Βασιλόπουλος. Η έλλειψη εμπειρίας δεν μετράει σε όλους το ίδιο κι αυτό κάποιες στιγμές μειώνει τη συλλογική απόδοση. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, δεν μειώνεται η απόλαυση που προσφέρει το πνεύμα του Βολταίρου σ’ αυτήν την έξοχη σκηνική διασκευή.