Η Μορφή του Νερού
Η ταινία του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο είναι το φαβορί των φετινών Οσκαρ (13 υποψηφιότητες μεταξύ των οποίων αυτές για την καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και πρωτότυπο σενάριο) αλλά κι ένα παραμύθι παράδοξης αγάπης και μεταφυσικού τρόμου.
Στην Αμερική του 1962 η μουγκή και μοναχική Ελάιζα (η υποψήφια για όσκαρ Σάλι Χόκινς) εργάζεται ως καθαρίστρια σε κυβερνητικό εργαστήριο υψηλής ασφάλειας όπου φυλάσσεται ένα αμφίβιο πλάσμα. Η ζωή της αλλάζει όταν αρχίζει να επικοινωνεί με το άγνωστο ον, το ερωτεύεται και στο τέλος θα κάνει ότι μπορεί για να του σώσει τη ζωή.
Η ταινία που κέρδισε τον περασμένο Αύγουστο το Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας (ξεκινώντας από εκεί να χτίζει το μύθο της) είναι μια δημιουργία που δείχνει φιλική για το θεατή αλλά δεν παύει να είναι ένα τολμηρό έργο, μια αφοπλιστική κατάθεση ψυχής κι ένα ρηξικέλευθο πολιτικό σχόλιο.
Ουσιαστικά ο 53χρονος μεξικανός δημιουργός επιστρέφει στο είδος που λατρεύει περισσότερο, το πολιτικό θρίλερ το οποίο ενισχύει με εικόνες τρομακτικής φαντασίας αλλά και ατόφιας συγκίνησης. Όπως μας έδειξε τόσο στο «Λαβύρινθο του Πάνα» όσο και στη «Ράχη του διαβόλου» ο Ντελ Τόρο δεν διστάζει να οδηγεί τις δημιουργίες του στα άκρα είτε αποτυπώνοντας σκληρές εικόνες στα όρια του σπλάτερ είτε διηγούμενος καταστάσεις που δεν υπακούουν στην ανθρώπινη λογική. Τότε – και στα δύο φιλμ- ήταν η εποχή του ισπανικού εμφυλίου και το φρανκικό καθεστώς. Τώρα σειρά έχει μια κοντινή σχετικά εποχή (το στόρι διαδραματίζεται στη Βαλτιμόρη του 1962) και μια πραγματικότητα που σηματοδοτεί το ξύπνημα του εφιάλτη όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά για όλο τον κόσμο.
Ο Ψυχρός Πόλεμος, η κατάκτηση του διαστήματος και το ρατσιστικό μένος χτυπούν το καμπανάκι για τις σκοτεινές μέρες που έρχονται στην αμερικανική κοινωνία. Η μορφή που θα έχουν αυτές δύσκολα μπορούν να εντοπιστούν σε ένα παραμύθι όπου οι δυνάμεις του καλού και του κακού δοκιμάζουν τις αντοχές τους.
Η ιδιοφυία του Ντελ Τόρο να δώσει τα κλειδιά της λύσης στις «αόρατες» καθαρίστριες του (ένα αριστοτεχνικό ταξικό σχόλιο για τις ΗΠΑ του ’60) διαθέτει πολλά ατού. Από τη μια απομυθοποιεί πλήρως την ηρωική διάσταση των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ο στυγνός και αιμοσταγής κυβερνητικός πράκτορας του Μάικλ Σάνον είναι προϊόν εκείνης της περιόδου) και στη συνέχεια αποδομεί την απατηλή γοητεία της αμερικανικής ευημερίας και του περίφημου ονείρου που εξαντλείται στο τρίπτυχο «οικογένεια- σπίτι- Κάντιλακ».
Κάτω όμως από το ιστορικό περιτύλιγμα και πίσω τη χολιγουντιανή βιτρίνα της ταινίας, κρύβεται μια σημαντική ιστορία με τη μορφή του παραμυθιού που μιλάει για ανθρωπόμορφα τέρατα και τρυφερά πλάσματα που ανήκουν σε άλλους κόσμους. Πριν και πάνω από όλα όμως ο σκηνοθέτης θέλει να μιλήσει για τις μοιραίες συναντήσεις και τη σημασία της αγάπης. Όταν τα δύο αυτά ενωθούν με απρόβλεπτες συνέπειες (η ταινία καταργεί με τον πιο έκδηλο τρόπο τα τείχη των ειδών καθώς πηγαινοέρχεται με άνεση μεταξύ κωμωδίας, θρίλερ, sci-fi και αισθηματικού δράματος) τότε η ελπίδα για την επικράτηση του Καλού παραμένει ζωντανή.