Πρώτη φορά… σκηνοθετικά
Τρεις ηθοποιοί, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Γιώργος Παπαγεωργίου και ο Μιλτιάδης Φιορέντζης δοκιμάζουν αυτή τη χειμερινή περίοδο την πρώτη τους σκηνοθεσία και μιλούν για την εμπειρία να βλέπουν το θέατρο από μιαν απόσταση. Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου, Δομνίκη Μητροπούλου, Ελίνα Γιουνανλή
Δεν είναι τάση, δεν είναι μόδα – παρότι κάθε χρόνο εμπλουτίζεται ως φαινόμενο με καινούργια ονόματα. Ηθοποιοί του θεάτρου που δοκιμάζονται ως σκηνοθέτες. Ωστόσο, απ’ ότι φαίνεται αποτελεί περισσότερο μια συγκυρία δημιουργική – άρα και άρρηκτα συνυφασμένη με το μηχανισμό του θεάτρου. Την κοιτάζουμε ωστόσο με ενδιαφέρον μέσα από τις μαρτυρίες τριών πρωταγωνιστών που παίρνουν το βάπτισμα επιχειρώντας φέτος την πρώτη τους σκηνοθετική εμφάνιση.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Γιώργος Παπαγεωργίου και ο Μιλτιάδης Φιορέντζης εξηγούν τι σημαίνει να μην ανεβαίνουν στη σκηνή αλλά να παρακολουθούν και να ενορχηστρώνουν ότι διαδραματίζεται σε αυτήν.
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Σκηνοθετεί τα «Επτά χρόνια» στο θέατρο Αποθήκη και την «Προδοσία» στο Μικρό Παλλάς
Αν και είχε ήδη σκηνοθετήσει δύο παραστάσεις παιδικού θεάτρου, η σκηνοθεσία δεν υπήρξε ποτέ (μέχρι σήμερα) ανάμεσα στις καλλιτεχνικές επιθυμίες του. Η΄ όπως την ονομάζει ο ίδιος «ανάγκη». Αντίθετα, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος απάντησε καταφατικά σε δύο προτάσεις που του έγιναν – αφού ακόμα και σήμερα, ακόμα και σχετικά με τους ρόλους που υποδύεται δεν δοκίμασε ποτέ να προτείνει κάτι ο ίδιος, αυθόρμητα έστω. «Όπως βρίσκω χαρά στους ρόλους αφού αρχίζω να τους παίζω, έτσι κι εδώ η… επιθυμία μου με συνάντησε. Κατάλαβα ότι με ενδιέφερε αφού την επιχείρησα» σημειώνει.
Από νωρίς πάντως, ο Παπασπηλιόπουλος είχε, για κάποιο λόγο, ανεπτυγμένη την ανάγκη για μια συνολική προσέγγιση των έργων όπου συμμετείχε και μέσα από αυτήν πλησίαζε και τους ρόλους που αναλάμβανε κάθε φορά. «Έτσι, συνειδητοποίησα ότι η σκηνοθετική εργασία είναι κοντινή στον τρόπο που λειτουργώ ως ηθοποιός· στο ότι με απασχολεί ο μηχανισμός του έργου κι όχι μόνο του χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, εννοείται πως η σκηνοθεσία είναι μια πολύ πιο καθαρή λειτουργία από αυτή του ηθοποιού» σχολιάζει.
Δουλεύοντας από το φθινόπωρο πάνω σε δύο παραστάσεις, στα «Επτά χρόνια» που ανεβαίνουν τους τελευταίους μήνες στο θέατρο Αποθήκη και στην «Προδοσία» του Χάρολντ Πίντερ που έκανε πρόσφατα πρεμιέρα στο «Μικρό Παλλάς», ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος διαπίστωσε πως η σκηνοθεσία, εκτός από μια διαδικασία «πρωτογενούς δημιουργίας», είναι και η καλύτερη δυνατότητα δίνεται σε κάποιον να παρατηρήσει τους ερμηνευτές. «Κι αυτό καταρχάς μου κάνει καλό ως ηθοποιός που είμαι. Βλέπω τι τους ξεκλειδώνει, ποιοι είναι οι κώδικες της άμυνας τους, πως ενεργοποιούνται πάνω στη σκηνή».
Παρότι ήδη σχεδιάζει τη νέα του σκηνοθεσία για την επόμενη χρονιά, επιμένει στην αρχική του ιδιότητα. Όπως λέει, δεν πρόκειται να οικειοποιηθεί κάτι αν δεν αισθανθεί επαρκής σε αυτό. «Δεν έχω συντάξει ποτέ στη ζωή μου βιογραφικό, δεν διατηρώ ούτε ένα στοιχειώδες αρχείο για όσα κάνω, δεν με απασχολούν οι τίτλοι. Δηλώνω κάτι, δηλώνω ηθοποιός επειδή είμαι επαρκής σε αυτό· ούτε κάτι λιγότερο, ούτε κάτι περισσότερο. Αυτό, προς το παρόν, δεν συμβαίνει αναφορικά με τη σκηνοθεσία. Μεταξύ μας, δεν ξέρω και αν ο σκηνοθέτης γίνει για μένα τίτλος περιγραφής επαγγέλματος στο μέλλον».
Το βέβαιο είναι πως ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος αντιμετωπίζει τα σκηνοθετικά καθήκοντα ως το πιο επικίνδυνο, καλλιτεχνικά, εγχείρημα του. «Ο ηθοποιός είναι εκτεθειμένος υπό όρους, υπό μια πλαστή συνθήκη· τον προστατεύει το έργο και η σκηνοθεσία. Ο σκηνοθέτης από την άλλη είναι ξεκάθαρα υπεύθυνος για μια παράσταση χωρίς καμιά δικαιολογία, βάζει την υπογραφή του σε αυτήν» εξηγεί. «Κι εκεί είναι που συναντάω το φόβο μου: Πάντα με φόβιζε η ολοκληρωτική έκθεση του εαυτού μου. Φαντάζει αδυσώπητο να αφεθώ εντελώς στην κρίση των άλλων. Κι αυτό είναι ένα εμπόδιο που πρέπει να προσπεράσω».
«Επτά χρόνια» με τους Κωνσταντίνο Ασπιώτη, Ορφέα Αυγουστίδη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη.
Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνοθετεί τον «Αρίστο» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου
Δεν υπήρξε κάποια δύναμη που τον οδήγησε στη σκηνοθεσία παρά τα ίδια τα έργα. Δύο χρόνια μετά τη συν-σκηνοθεσία του στην «Ωραία του πέραν» του Δημητρίου Παπαδόπουλου (μαζί με τη Θεοδώρα Καπράλου) και τη μεγάλη ανταπόκριση που αυτή γνώρισε, ο Γιώργος Παπαγεωργίου έκανε μόνος του το βήμα, έχοντας στα χέρια του το «Γύρο του θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, το μυθιστόρημα που «φαντάστηκα πάνω στη σκηνή μόλις το διάβασα. Έξι χρόνια τώρα επεξεργαζόμουν και δούλευα αυτό το ανέβασμα. Η ιστορία του Αρίστου με απορρόφησε ακαριαία και σταδιακά ενεπλάκην και προσωπικά στην έρευνα της. Είδα ντοκιμαντέρ, ανέτρεξα σε άπειρες δημοσιεύσεις της εποχής, επισκέφθηκα την περιοχή όπου βρισκόταν το σπίτι του – αν και τότε δεν υπήρχαν ούτε οδοί, ούτε τίποτα – αναζήτησα τον τάφο του – αν και δεν έγινε καν κηδεία και ελάχιστοι γνωρίζουν που τάφηκε. Με συνεπήρε όλο αυτό, έγινε πολύ προσωπικό».
Κι έτσι ενώ ο ίδιος επέλεγε το έργο που θα τον έστεφε σκηνοθέτη, ήταν αυτό τελικά που θα τον δυσκόλευε περισσότερο από καθετί άλλο. «Είχα ένα χρέος απέναντι στο κείμενο αλλά και στο πρόσωπο, στη μνήμη του. Ο Αρίστος είναι ένα φάντασμα που περιφέρεται ακόμα πάνω από την πόλη της Θεσσαλονίκης». Πράγματι, οι αστικοί μύθοι για το Δράκο του Σέιχ Σου έγιναν σύντομα υπερτοπικοί, δημιουργώντας ένα ολόκληρο φάσμα πληροφοριών και αφηγήσεων που τον περιέγραφαν. Το σίγουρο είναι πως ακόμα και τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, οπότε ο Αριστείδης Παγκρατίδης σερνόταν σε μια στημένη δίκη καταλήγοντας στο εκτελεστικό απόσπασμα, όλοι – άμεσα εμπλεκόμενοι και μη – γνώριζαν πως ήταν αθώος. «Είναι χαρακτηριστικό» αποκαλύπτει ο Παπαγεωργίου «πως μετά την πρεμιέρα της παράστασης με πλησίασαν άνθρωποι που υπήρξαν, μέσα από διάφορες ιδιότητες, μάρτυρες αυτής της ιστορίας και οι οποίοι παραδέχονταν πως ήξεραν από τότε την αθωότητα του».
Ο φόβος του για την υποδοχή της δουλειάς του και για το αν θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες του κοινού κόπασε από τα πρώτα κιόλας βράδια της παράστασης. Νωρίτερα, δεν βρήκε άλλα εμπόδια. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου κατάλαβε γρήγορα τις ανάγκες του νέου του ρόλου: «Οι ηθοποιοί μου, μου έδειξαν τέτοια πίστη, έκαναν σαφές πως είχαν ανάγκη την καθοδήγηση και μ’ έναν τρόπο η δουλειά μου έγινε πολύ πιο εύκολη· στιγμή δεν αμφέβαλα για όσα δοκιμάζαμε κερδίζοντας, έτσι, χρόνο για να εστιάσω στο στήσιμο της παράστασης. Ήταν μια στιγμή που κατάλαβα τι σημαίνει ηθοποιός μέσα από τους άλλους».
Παρόλα αυτά, δεν έχει ψευδαισθήσεις. Ξέρει πως η βάση του είναι η υποκριτική και αντιμετωπίζει τη σκηνοθεσία ως μια πρόσθετη λειτουργία αυτής. «Καταρχάς, δεν βάζω ταμπέλες, δεν τα διαχωρίζω. Θεωρώ, εξάλλου, πως είναι λάθος να μπαίνεις στην πρόβα ως ηθοποιός και να σκέφτεσαι ως σκηνοθέτης – ή το ανάποδο. Εγώ αισθάνομαι θεατρίνος, καλλιτέχνης – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – χωρίς να απομονώνω μέσα μου κάποια λειτουργία». Και παρότι δεν είναι αποφασισμένος να σκηνοθετεί ανά τακτά διαστήματα, ήδη δέχεται προτάσεις από συναδέλφους για καινούργιες συνεργασίες που τον τοποθετούν ξανά στη θέση του σκηνοθέτη.
«Αρίστος» με τους Μιχάλη Οικονόμου, Λένα Ουζουνίδου, Γιώργο Χριστοδούλου.
Μιλτιάδης Φιορέντζης
Σκηνοθετεί την «Κλάρα Σούμαν – Τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Αποφάσισε ν’ ακούσει τη ζωή. Κι έτσι 14 χρόνια παρουσίας επί σκηνής μετά, δέχθηκε την πρόταση του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων να σκηνοθετήσει και να πει «όχι στο φόβο της πρόκλησης». Και παρότι ο Μιλτιάδης Φιορέντζης δεν είχε ποτέ σκεφτεί να σκηνοθετήσει μέχρι τώρα, «δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να πάρω την ευθύνη για το συντονισμό ενός μηχανισμού και να βγω μπροστά» τώρα διαπιστώνει πως η «Κλάρα Σούμαν – Τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας» αναδείχθηκαν σε προσωπικό του στοίχημα. «Θέλησα να γίνω ο σκηνοθέτης που επιθυμώ να με καθοδηγεί όταν παίζω, που ονειρεύομαι να συνεργάζομαι. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, πάντως προσπάθησα πολύ να είμαι εκεί για τους ερμηνευτές μου, να είναι ευχαριστημένοι που ασκούν την Τέχνη τους και να αφουγκραστώ μαζί τους το έργο».
Έχοντας μια πρώτη κατεύθυνση από το Κυκλάδων να δουλέψει πάνω σ’ ένα υλικό που θα κινητοποιούνταν από τη μουσική, ο Φιορέντζης κατέληξε στην ιστορία του ζεύγους Σούμαν, καθώς εκείνη την εποχή μυούσε την ανιψιά του στις συνθέσεις του Ρόμπερτ Σούμαν. Η χαριτωμένη αυτή συγκυρία στάθηκε η αφορμή για ένα ολοκληρωμένο κείμενο που ανέλαβε να γράψει η Μαρία Γιαγιάνου, εμπνεόμενη από τους παράλληλους βίους του Ρόμπερτ Σούμαν και της ευφυούς πιανίστριας γυναίκας του που δεν έζησε στη σκιά του αλλά διέγραψε μια αυτόνομη, λαμπρή πορεία.
Η σκηνοθεσία, ως καινούργια εμπειρία στην θεατρική διαδρομή του Μιλτιάδη, του επιφύλασσε εξίσου μεγάλες συγκινήσεις και «μια έκσταση εφάμιλλη με αυτή του ηθοποιού» χωρίς τελικά να καταφέρει να διαχωρίσει μέσα του αλλά περισσότερο να συνδέει τη λειτουργία του ερμηνευτή και του σκηνοθέτη. «Ως παρατηρητής και όχι ως φορέας του δράματος είδα με μεγαλύτερη κατανόηση, συμπάθεια και αγάπη, το σκηνοθέτη. Μου φαίνεται πως η δουλειά του είναι πιο δύσκολη από εκείνη του ηθοποιού, παρότι ο σκηνοθέτης είναι μια ιδιότητα του 20ου αιώνα. Ο σκηνοθέτης οφείλει να έχει γνώμη για όλα, να κρατήσει τις ισορροπίες. Προσωπικά, μου φάνηκε περίεργο πως έπρεπε να σταματήσω να μιλάω και ν’ αρχίσω να ακούω» εξηγεί.
Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης δεν κολακεύεται από τον τίτλο του σκηνοθέτη μα ούτε βρίσκει πως είναι μια ακόμα αναφορά στο βιογραφικό του. Το βέβαιο είναι πως τα καθήκοντα αυτά τον αναβάθμισαν στα μάτια του εαυτού του. «Χρειάστηκε να αναπτύξω δεξιότητες που δεν ήξερα ότι είχα και να ξεπεράσω εμπόδια που νόμιζα πως δεν μπορούσα. Η χαρά της δημιουργίας ήταν απροσμέτρητη κι αυτό ήταν μια φανταστική ευκαιρία μάθω καλύτερα τον εαυτό μου. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος». Τώρα βεβαίως δεν κρύβει την ανυπομονησία του «γιορτάσω όλην αυτήν την προσπάθεια με τον κόσμο».
«Κλάρα Σούμαν» με τους Βικτωρία Κιαζίμη, Νικόλα Καραγκιαούρη.