Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή
Τέσσερις οσκαρικές υποψηφιότητες- ανάμεσα τους μια διπλή, β’ γυναικείου ρόλου και τραγουδιού για την καταπληκτική Μέρι Τζ. Μπλάιτζ- στο αντιρατσιστικό δράμα της Ντι Ρις.
Η οικογένεια ΜακΆλαν αφήνει την πολιτισμένη ατμόσφαιρα του Μέμφις για τη σκληρή αγροτική ζωή στο δέλτα του Μισισιπή. Παρά τα μεγαλεπήβολα όνειρα του πατέρα φαμίλια, η νεαρή γυναίκα του παλεύει να διατηρήσει την πίστη της στο μάταιο εγχείρημα του συζύγου της και να μεγαλώσει τις δύο κόρες της. Εντωμεταξύ, η οικογένεια των Τζάκσον, μισθωτοί καλλιεργητές που δουλεύουν για χρόνια στη γη, πασχίζουν για το δικό τους μικρό όνειρο. Μετά από το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, οι νεαροί στρατιώτες- μέλη των δύο οικογενειών επιστρέφουν από το μέτωπο και γίνονται φίλοι…
Οι μεγάλες προσδοκίες αυτού του αντιρατσιστικού epic που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Χίλαρι Τζόρνταν δεν επιβεβαιώνονται πλήρως παρά τις φιλότιμες προθέσεις και την εντιμότητα της γραφής.
Η σκηνοθέτης Ντι Ρις («Pariah») επιλέγει να ζωντανέψει τη σκληρή πραγματικότητα του μεταπολεμικού αλλά και βαθιά ρατσιστικού αμερικανικού Νότου με τα πιο μελανά χρώματα που διαθέτει, παλεύοντας να μη γίνει γραφική ή γκροτέσκα. Σε γενικές γραμμές τα καταφέρνει επιλέγοντας μια σειρά από σκληρές εικόνες της υγρής κι ανυπόφορης ζωής του Μισισιπή που λες και βρίσκεται σε αντιδιαστολή με το λουσμένο στο φως του ήλιου απέραντο ορίζοντα, παλεύουν να αναδείξουν τη δύναμη της φιλίας και της αγάπης σε μια τρυφερή κατά βάση ιστορία.
Οι ερμηνείες είναι όλες εξαίσιες. Από τη μεταμορφωμένη σε θλιβερή αγρότισσα του Νότου Μάλιγκαν, μέχρι τη στιβαρή περήφανη παρουσία της Μπλάιτζ και τη λερωμένη μελαγχολία του γόη Γκάρετ Χέντλαντ (μεγάλο σουξέ ο ανερχόμενος σταρ από τη Μινεσότα) όλοι συνεργάζονται εξαιρετικά με το φακό και εναρμονίζουν την άψογη τεχνική τους με τις απαιτήσεις του σεναρίου. Όμως το καλοστημένο αυτό παράλληλο οικογενειακό δράμα δεν διαθέτει την δραματουργική κορύφωση που προαναγγέλλει η υπόθεση. Οδηγείται σε μια προβλέψιμη αποτύπωση του ρατσιστικού μίσους με όλα τα κλισέ που περιμένει να δει κανείς σε μια τέτοια ταινία, κλείνοντας χωρίς εκπλήξεις τα ανοιχτά μέτωπα. Έτσι χάνεται η ευκαιρία να τοποθετηθούν στο επίκεντρο γόνιμα ερωτήματα και αμφισημίες που θα οδηγούσαν το ουμανιστικό στοιχείο της ταινίας –και ουσιαστικά ο βασικός σεναριακός άξονας – σε πιο αυθεντικές κινηματογραφικές παραμέτρους.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης