MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Κριτική θεάτρου: Σούμαν στο Εθνικό Θέατρο & Κλάρα Σούμαν στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων

Κριτική της παράστασης «Σούμαν» της Σοφίας Καψούρου που ανεβαίνει στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θέατρου σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβαννίδη και της παράστασης «Κλάρα Σούμαν – Τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας» της Μαρίας Γιαγιάνου που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Μιλτιάδη Φιορέντζη.

stars-fullstars-fullstars-fullstars-halfstars-empty
author-image Ματίνα Καλτάκη

Δύο έργα που παρουσιάζονται σε θέατρα της Αθήνας εμπνέονται από τη ζωή του Ρόμπερτ Σούμαν και της γυναίκας του Κλάρας, το γένος Βικ. Κεντρική μορφή της περιόδου του Ρομαντισμού, ο Ρόμπερτ Σούμαν γεννήθηκε το 1810. Από μικρός αγαπούσε τη λογοτεχνία και ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική και τη τεχνοκριτική. Ο πατέρας του, βιβλιοπώλης και εκδότης, πέθανε όταν ο Ρόμπερτ ήταν δεκάξι χρόνων. Η μητέρα του δεν συμμερίζονταν τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του γιου της και, κατά την επιθυμία της, ο Ρόμπερτ πήγε στην Λειψία το 1828 για να σπουδάσει νομικά. Αλλά εκεί, στην γενέτειρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, η μουσική τον κέρδισε οριστικά. Άρχισε συστηματικά μαθήματα πιάνου στον ονομαστό δάσκαλο Φρίντριχ Βικ, και μουσική θεωρία με τον Χάινριχ Ντορν. Ένα πρόβλημα με το χέρι του θα αποκλείσει την προοπτική να γίνει πιανίστας. Ο Σούμαν θα στραφεί με όλο του το είναι στη σύνθεση (και στην μουσικοκριτική για παλαιότερους και σύγχρονους συνθέτες).

Στο σπίτι του Βικ θα συναντήσει την γυναίκα της ζωής του, την Κλάρα, που ήδη έπαιζε δεξιοτεχνικά πιάνο και έδινε κοντσέρτα ως παιδί-θαύμα. Ο Βικ είχε επενδύσει στην καριέρα της και αρνήθηκε κατηγορηματικά να δώσει την άδειά του ώστε οι δύο ερωτευμένοι να παντρευτούν. Δεν ήταν μόνο που διέκρινε «αστάθεια» στον Σούμαν. Σε μια εποχή που κυκλοφορούσαν και συνέθεταν τόσοι πολλοί σπουδαίοι συνθέτες (ο Σούμαν, ο Μέντελσον, ο Σοπέν, ο Λιστ και ο Βάγκνερ γεννήθηκαν με διαφορά ενός-δυο χρόνων), τι μέλλον μπορούσε να έχει ο καημένος ο Σούμαν;

Ο Ρόμπερτ και η Κλάρα θα προσφύγουν στη δικαιοσύνη για να μπορέσουν να παντρευτούν και θα δικαιωθούν. Ο Βικ θα αναγκαστεί να δεχθεί το γάμο τους. Θα παντρευτούν το 1840 και τα επόμενα χρόνια θα αποκτήσουν οκτώ παιδιά. Η ζωή τους δεν ήταν ανέφελη. Πώς γράφει κανείς 138 λίντερ μέσα σε μια χρονιά (το 1840); Και πώς να ήταν για τον Σούμαν, να συνοδεύει την Κλάρα στην περιοδεία της στη Ρωσία επί ένα εξάμηνο το 1844, ενώ ο ίδιος το μόνο που ήθελε ήταν να γράψει μουσική για τον «Φάουστ» του Γκαίτε; Η Κλάρα να μαζεύει δόξα στις περιοδείες της, και ο ίδιος να παλεύει με τους δαίμονές του;

Ο Σούμαν είχε κληρονομικότητα ψυχασθένειας (η αδελφή του είχε αυτοκτονήσει) και ο ίδιος είχε εκδηλώσει συμπτώματα (κατάθλιψη, ακουστικές ψευδαισθήσεις, εμμονές, μανία καταδίωξης) που με τον καιρό γίνονταν πιο έντονα. Το 1854 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τον το Ρήνο. Σώθηκε αλλά κλείστηκε σε ψυχιατρείο όπου και έζησε τα επόμενα δύο χρόνια – έως το θάνατό του το 1856.

Η Κλάρα (1819-1896) συνέχισε να δίνει κοντσέρτα με μεγάλη επιτυχία ακόμη και σε ώριμη ηλικία (έως τα 71 της) και να επιμελείται τα έργα του άνδρα της (τον πρώτο καιρό με τη βοήθεια του Μπραμς, με τον οποίο λέγεται ότι είχε σχέση). Με το ταλέντο, το πάθος και τη σκληρή δουλειά, άνοιξε δρόμο στον ανδροκρατούμενο κόσμο των κοντσέρτων και τον βιρτουόζων μουσικών.

Όσο για τον Σούμαν, δημιουργό βαθιά συνδεδεμένο με τα αιτήματα της εποχής του, κατάφερε να γράψει μία απολύτως μοντέρνα μουσική, που εξακολουθεί να «μιλάει» και να συγκινεί βαθιά.

«Σούμαν» της Σοφίας Καψούρου (Νέα Σκηνή, Εθνικό Θέατρο)

 Schuman3

Η ιστορία του Ρόμπερτ και της Κλάρας Σούμαν έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία που εξηγούν γιατί η Σοφία Καψούρου θέλησε να γράψει το θεατρικό «Σούμαν» (2014). Άλλωστε και το πρώτο έργο της, «Ερωμένες στον καμβά» (2011), βασίζονταν στις ιστορίες καλλιτεχνών και γυναικών που συνδέθηκαν μαζί τους, των ερωμένων του Ραφαήλ και του Μοντιλιάνι, και στο τελευταίο της, «Η Σέξτον και τα κογιότ», ασχολείται ποιητικώ τω τρόπω με την σημαντική Αμερικανίδα ποιήτρια Ανν Σέξτον (1928-1974), η οποία επίσης υπέφερε από κατάθλιψη και τελικά αυτοκτόνησε.

Υπάρχει δηλαδή ένας κοινός τόπος στην δραματουργία της, ένα τρίγωνο που στις κορυφές του αντιστοιχούν η δημιουργία, ο έρωτας και η τρέλα. Διόλου τυχαία η Καψούρου αρχίζει το «Σούμαν» (εκδ. Σοκόλη) με τις εξής λέξεις: «Μιλήσαμε με μέτρο για ό,τι δεν μετριέται / τον έρωτα / την τρέλα / το ταλέντο». Όπου μέτρο, εννοείται ο έμμετρος λόγος γιατί το εξαιρετικό σ’ αυτό το έργο είναι ότι οι ηθοποιοί μιλούν στίχους, ελεύθερης στιχουργίας, που ενίοτε ομοιοκαταληκτούν. Το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι κατάφερε να γράψει σε έμμετρο λόγο γρήγορους διαλόγους, με ωραία γλώσσα, λυρικές αποτυπώσεις ιδεών που κινητοποιούν και (ενίοτε) χιούμορ.

Στο «Σούμαν» κινείται σε δύο χρόνους-τόπους. Ο πρώτος αφορά τους Σούμαν (Γερμανία, 19ος αι.) και ο δεύτερος την Αθήνα σήμερα, μέσω μίας γυναίκας, άλλοτε πιανίστριας που τώρα φτιάχνει παπούτσια, και ενός Ρώσου δασκάλου του πιάνου, μετανάστη στη χώρα μας. Παρότι η Καψούρου κατορθώνει να συνδέσει δραματουργικά τις δύο ιστορίες (η μουσική του Σούμαν εξακολουθεί να συγκινεί ανθρώπους εντελώς διαφορετικής εποχής και κουλτούρας), αυτή που εξελίσσεται σήμερα δεν πείθει για την αλήθειά της, και ο «στόχος» της αντίστιξης δεν επιτυγχάνεται. Αν έλειπε κανείς δεν θα ενοχλούνταν.

Αντιθέτως η ιστορία των Σούμαν αποδίδεται έξοχα: Τέσσερα πρόσωπα (εκτός από τον Ρόμπερτ και την Κλάρα, η μητέρα του Ρόμπερτ, Γιοχάννα Σούμαν, και ο πατέρας της Κλάρας, Φρίντριχ Βικ), συνήθως μοιρασμένα σε ντουέτα, μικρές γρήγορες σκηνές, πραγματολογικές πληροφορίες που δίνουν το στίγμα της εποχής, χωρίς να επιβαρύνουν την ροή. Σε μια εποχή υπερβολικά πεζή όπως είναι η δική μας, όπου το «προχωρημένο» στη γραφή συνδέεται με ιστορίες νοσηρές μέχρι διαστροφής, να ένα έργο που η μορφή του στηρίζει πρωτότυπα το περιεχόμενό του. Να μια φωνή που κάτι καινούργιο εισάγει.

Η παράσταση του Λευτέρη Γιοβανίδη ευτύχησε να έχει ένα σύνολο ηθοποιών που ανέδειξαν την ομορφιά του λόγου, ερμηνεύοντάς τον και με το σώμα και την κίνησή τους. Ο Λευτέρης Βασιλάκης στον ρόλο του Σούμαν και η Ελεάννα Καυκαλά ως Κλάρα Σούμαν έδεσαν θαυμάσια και με την συμβολή της σπουδαίας Τζίνης Παπαδοπουλου και του Πέρη Μιχαηλίδη (που δεν έβγαζε, ωστόσο, το αυστηρό και βλοσυρό του γερο-Βικ), η παράσταση είναι ιδιαιτέρως ευχάριστη. Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου βασιζόταν σ’ ένα τεράστιο τραπέζι-πιάνο που μετακινούμενο στην άδεια σκηνή εξυπηρετούσε αφαιρετικά όλες τις δραματικές καταστάσεις ενώ στο βάθος οι κούκλες που έστεκαν πίσω από διάφανο παραπέτασμα έδιναν στον σκηνικό χώρο την αναγκαία ποιητική διάσταση: Ολοι κουβαλάμε τους προγόνους μας, όχι τους βιολογικούς μόνο, αλλά το σύνολο αναφορών (πρόσωπα και έργα) που συνθέτουν τον προσωπικό μας κόσμο, την κουλτούρα μας, τους παλιούς θησαυρούς που στηρίζουν τη σύγχρονη δημιουργία.

Το πρωταγωνιστικό κουαρτέτο συμπληρώνουν η Δήμητρα Λαρεντζάκη, ο Αλέξανδρος Καλπακίδης, ο Γιάννης Παπαδόπουλος, η Δήμητρα Μητροπούλου και ο Γιάννης Ασκάρογλου.

«Κλάρα Σούμαν /Τα χαρισματικά πρόσωπα μίας υπερμαριονέτας» της Μαρίας Γιαγιάνου (Θέατρο της Οδού Κυκλάδων)

 Robert Schuman2

Ό,τι ενθουσιάζει στο έργο της Καψούρου, η θεατρικότητα, απουσιάζει εντελώς από το έργο της Μαρίας Γιαγιάννου «Κλάρα Σούμαν /Τα χαρισματικά πρόσωπα μίας υπερμαριονέττας» – τουλάχιστον στον τρόπο που το παρουσίασε στην σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων ο ηθοποιός Μιλτιάδης Φιορέντζης. Το κείμενο έχει ενδιαφέρον ως ανάγνωσμα (κυκλοφορεί από τις εκδ. Μελάνι) και είναι ευχάριστο να αναγνωρίζεις ταλέντο, γνώση, περιεχόμενο, σε συγγραφείς της νεότερης γενιάς. Αλλά στη σκηνή τα προτερήματα της γραφής χάθηκαν από το στατικό στήσιμο: Σε δύο εσοχές, σαν κορνίζες στο βάθος της σκηνής, κάθονταν ο Σούμαν από τη μία (Μιλτιάδης Φιορέντζης), η Κλάρα από την άλλη (Μαρία-Όλγα Αθηναίου).

Διαβάζουν τα ημερολόγιά τους και επιστολές –η ερμηνεία τους είναι κάτι σαν δραματοποιημένη ανάγνωση. «Προβολές» της πιανίστριας και του συνθέτη αποτελούν η πιανίστρια Βικτωρία Κιαζίμη και ο βαρύτονος Νικόλας Καραγκιαούρης. Και αν η Κιαζίμη, με την λεπταίσθητη ομορφιά της και το πιάνο της, μπόρεσε να λειτουργήσει ως προβολή της Κλάρας, ο Καραγκιαούρης δεν μπορούσε να κρύψει επί σκηνής την αμηχανία του, με κίνηση άβολη και δραματουργικά άστοχη. Μπορεί να τραγούδησε όμορφα τα λίντερ αλλά η σχέση του με τον Σούμαν έμεινε μετέωρη.

Προβληματική υπήρξε και η ερμηνεία της Μαρίας-Όλγας Αθηναίου που υπερέβαλε σε δραματικότητα, προφανώς αδυνατώντας να ερμηνεύσει το πάθος της Κλάρας Σούμαν, καθισμένη μπροστά σ’ ένα γραφείο.

Καθώς δεν υπήρχε ούτε κίνηση, ούτε σχέση μεταξύ των τεσσάρων προσώπων επί σκηνής, φεύγεις από την παράσταση (παράλληλοι μονόλογοι στη σειρά) με την εντύπωση μίας φλύαρης λεκτικής δράσης. Άδικο για τη μουσική του Σούμαν και την παθιασμένη βιογραφία του, άδικο και για το κείμενο της Γιαγιάννου.

 Bαθμολογία: 2/5 αστερια

Περισσότερα από Κριτική Θεάτρου