Έλενα Μαυρίδου, τι θέα έχει στ’ «Ανεμοδαρμένα ύψη»;
Η ηθοποιός της ομάδας «Χώρος» μιλάει για το κόλλημα της με το αριστούργημα της Εμιλι Μπροντέ, το επιμελείται δραματουργικά για το θέατρο – στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Σίμος Κακάλας – και επιλέγει μερικές από τις εμβληματικότερες στιγμές του. Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης, Karol Jarek, Ελενα Μαυρίδου
Είναι το δημοφιλέστερο έργο της αγγλικής λογοτεχνίας εδώ και 160 (και πλέον) χρόνια, από το 1847 οπότε και εκδόθηκε. Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα της Εμιλι Μπροντέ που ολοκλήρωσε στα 27 της χρόνια για να πεθάνει δύο χρόνια μετά. Διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της βρετανικής εκπαίδευσης χάρη στη σύνθετη δομή του, το ποιητικό μεγαλείο, τον ψυχολογικό ρεαλισμό και τη βαθιά τραγικότητα του. Εκατοντάδες ερευνητές ανά τον κόσμο έχουν προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσουν αυτό το απροσπέλαστο μνημείο υπέρβασης του βικτωριανού μυθιστορήματος. Το σινεμά έχει προσθέσει πέντε μεταφορές στην ήδη φορτισμένη μυθολογία του.
Κι έτσι όταν η Έλενα Μαυρίδου εξηγεί την εμμονή της για τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» τα επιχειρήματα υπέρ της είναι πολλά. Από το 2005 – στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του «Χώρου» δηλαδή – οπότε και το διάβασε για πρώτη φορά, ήξερε πως θα το κουβαλάει μέσα της για καιρό.
«Το μυθιστόρημα της Μπροντέ είναι ένα αριστούργημα. Δεν έχει καμία αγωνία να ανήκει σε καμία σχολή, σε κανένα θεώρημα. Δεν παίρνει θέση σε μια ταξική ιδεολογία. Δεν ηθικολογεί και δεν έχει την αγωνία να υποδηλώσει τη φύση του» εξηγεί η ίδια. «Μπορούμε να πούμε ότι ακόμη και αποστασιοποιείται από αυτήν, διατηρώντας όμως μια γοητεία, ένα μυστήριο και μια δύναμη στον αναγνώστη του. Είναι άγριο σαν τα κύματα της θάλασσας που χτυπάνε ένα βράχο και σαν τον αέρα που φυσάει δυνατά το πρόσωπό μας. Εκεί, όμως, που μας πονάει ο αέρας αυτός συγχρόνως και μας γαληνεύει. Είναι ένα ρέκβιεμ για την εσωτερική απώλεια που αισθανόμαστε απ’ τη στιγμή που αποχωριζόμαστε την αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Ο έρωτας και η φύση είναι τα μόνα πράγματα που μπορούν να μειώσουν αυτό το κενό και αυτήν την αίσθηση απώλειας μέσα μας. Και ο Χίθκλιφ και η Κάθριν, για μένα, είναι αυτά τα κύματα, αυτός ο αέρας».
Δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη της ανάγνωση, η ιδέα της διασκευής και της θεατρικής μεταφοράς του μυθιστορήματος παρέμενε αναπόφευκτη. Μέσα από τη μετάφραση του Αρη Μπερλή, η Ελενα Μαυρίδου επιχειρεί μια διασκευή που «δεν παρεμβαίνει στις ισορροπίες τις οποίες δημιουργεί η συγγραφέας. Η χρήση του διπλού αφηγητή και η παράδοση της αφήγησης από τον ένα χαρακτήρα στον άλλον είναι ένα από τα δυνατά δραματουργικά στοιχεία του έργου κι αυτό ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που θαύμασα σε αυτό» σημειώνει.
Η Μπροντέ με μια απαράμιλλη γλαφυρότητα μας μεταφέρει στο άγριο και χέρσο τοπίο του Γιορκσάιρ, εκεί όπου δύο στέκουν αγέρωχα τα αρχοντικά δύο οικογενειών, των Ερνσω και των Λίντον. Η ιστορία τους θα ταραχθεί αμετάκλητα εξαιτίας του ανεκπλήρωτου και παθιασμένου έρωτα δύο μελών του, της Κάθριν και του Χίθκλιφ. Η Μαυρίδου προσεγγίζει τον τραγικό αυτόν έρωτα μέσα από το βλέμμα ενός κόσμου «που μας θέλει κοινωνικά διαφορετικούς. Όμως, το ζωώδες ένστικτο μας υπενθυμίζει πως δεν είμαστε παρά γεννήματα της ίδιας φύσης».
Σύντομα, μαζί με το Σίμο Κακάλα που υπογράφει τη σκηνοθεσία, κατάλαβαν πως αυτό το πληθωρικό υλικό χρειάζεται χώρο και χρόνο για αναπνεύσει. Έτσι, το εγχείρημα της θεατροποίησης για τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» θα χωριστεί σε δύο μέρη, όπως και η πλοκή του μυθιστορήματος διακρίνεται σε δύο γενιές ηρώων. Στην πρώτη παράσταση που κάνει πρεμιέρα στο θέατρο «Χώρος» στις 9 Μαρτίου θα δούμε τη σκηνική αναβίωση του προδομένου έρωτα ενώ στη δεύτερη παράσταση – η οποία θα ανέβει το φθινόπωρο του 2018 – θα αποτυπωθεί το χρονικό εκδίκησης του Χίθκλιφ εις βάρος των απογόνων αυτής της παράφορα σκοτεινής ιστορίας.
Γνώριμα διαλεκτικά υλικά της ομάδας – η μάσκα, οι κούκλες, η γοητευτική λειτουργία του φωτός και της σκιάς – αλλά και στοιχεία γοτθικής αισθητικής θα ξυπνήσουν τη θεατρικότητα σε μιαν αφήγηση όπου το πρωτόγονο πάθος και το ψυχικό έρεβος έχει στοιχειώσει στους αιώνες.
Η Ελενα Μαυρίδου ξεχωρίζει πέντε αποσπάσματα από τα «Ανεμοδαρμένα ύψη»:
Μόλις γύρισα από μια επίσκεψη στο σπιτονοικοκύρη μου τον μονήρη γείτονα και κακό μπελά πού με βρήκε! Τούτος ο τόπος είναι στ’ αλήθεια όμορφος! Σ’ ολόκληρη την ‘Αγγλία δεν νομίζω οτι θα μπορούσα να βρω μέρος πιο ξεμοναχιασμένο – αληθινός παράδεισος για μισάνθρωπους. Ό κύριος Χήθκλιφ κι εγώ αποτελούμε ιδανικό ζευγάρι για να μοιραστούμε τούτη την ερημιά. Σπουδαίος τύπος! Πού να ‘ξερε πόσο τον συμπάθησα όταν, καθώς πλησίαζα, είδα τα μαύρα μάτια του να κρύβονται καχύποπτα κάτω απ’ τα φρύδια, και τα δάχτυλά του, δύσπιστα αλλά αποφασιστικά, να χώνονται βαθύτερα στις τσέπες του γιλέκου του μόλις είπα τ’ ονομά μου. «Ο κύριος Χήθκλιφ;» Ή απάντηση ήρθε με νεύμα. «Λόκγουντ, κύριε μου, ο νέος σας ενοικιαστής».
Γουάδεριν Χάιτς (Άνεμοδαρμένα ‘Υψη) είναι το όνομα της κατοικίας του κυρίου Χήθκλιφ και η ονομασία δήλοι τό πράγμα: Στον κακό καιρό ο άνεμος τη δέρνει αλύπητα. Ό καθαρός, ζωογόνος αέρας δεν θα τους λείπει ποτέ εδώ πάνω. Μπορείς να μαντέψεις τη δύναμη του βοριά από τη μεγάλη κλίση πού έχουν πάρει οι κορμοί των λίγων κατσιασμένων ελάτων κι από τούς κάτισχνους αγκαθερούς θάμνους, με τα κλαδιά στραμμένα όλα στην ίδια κατεύθυνση, σαν να εκλιπαρούν ελεημοσύνη απ’ τον ήλιο. Αλλά ο αρχιτέκτονας είχε τήν πρόνοια να χτίσει το σπίτι γερό. Τα στενά παράθυρα είναι βαθιά χωμένα και οι γωνιές προστατεύονται με μεγάλα αγκωνάρια.
Άρχισα να ονειρεύομαι, προτού καν χάσω την αίσθηση του χώρου όπου βρισκόμουν. Θυμάμαι πώς ήμουν ξαπλωμένος στο δρύινο καμαράκι και άκουγα καθαρά τον άνεμο πού λυσσομανούσε και τη χιονοθύελλα. Άκουγα επίσης το κλωνάρι του έλατου να επαναλαμβάνει τον μονότονο ήχο του και απέδωσα το θόρυβο στο ακριβές αίτιο. Αλλά με ενοχλούσε τόσο ώστε αποφάσισα, αν γινόταν, να το σιγάσω. Και φαντάστηκα πώς σηκώθηκα και δοκίμασα να ξεμανταλώσω το δίφυλλο. Αλλά ό γάντζος είχε συγκολληθεί στο σίδερο τής βάσης, γεγονός πού τι είχα παρατηρήσει όταν ήμουν ξύπνιος, αλλά το είχα ξεχάσει.
«Και όμως θα το σταματήσω!» μουρμούρισα, σπάζοντας με τη γροθιά μου το τζάμι, και τέντωσα το χέρι για ν’ αδράξω το ενοχλητικό κλαδί. Έκπληκτος ένιωσα τα δάχτυλά μου να κλείνουν γύρω απ’ τα δάχτυλα ενός μικρού, παγωμένου χεριού.
Ή ανείπωτη φρίκη του εφιάλτη με κυρίεψε. Έκανα να τραβήξω πίσω το χέρι μου, αλλά το χεράκι δεν μου το άφηνε, και μια βαθύτατα θλιμμένη φωνή είπε κλαίγοντας:
Κάθριν: «Άσε με να μπω! Άσε με να μπω!»
Λόκγουντ: «Ποια είσαι;» ρώτησα, πασχίζοντας να ελευθερωθώ.
Κάθριν: «Ή Κάθριν Λίντον», απάντησε τρέμοντας —(Γύρισα σπίτι, χάθηκα στα χερσοτόπια!)
Κάθριν Λίντον: Οι μεγάλες μου δυστυχίες σ’ αυτόν τον κόσμο ήσαν οι δυστυχίες του Χήθκλιφ, και τις παρακολούθησα όλες και τις έζησα όλες, από την αρχή. Ή μεγάλη μου σκέψη στη ζωή είναι αυτός. Αν όλα χάνονταν κι αυτός έμενε, θα συνέχιζα να υπάρχω. Κι αν όλα έμεναν κι αυτός χανόταν, το σύμπαν θα ήταν για μένα τόπος ξένος και φοβερός. Δεν θα ‘χα θέση εκεί. Ή αγάπη μου για τον Λίντον είναι σαν το φύλλωμα του δάσους. Ό χρόνος θα την αλλάξει, το ξέρω καλά, όπως ο χειμώνας αλλάζει τα δέντρα. Ή αγάπη μου για τον Χήθκλιφ είναι σαν τα αιώνια βράχια από κάτω — λίγη ευχαρίστηση μου δίνει, αλλά αναγκαία. Νέλλυ, είμαι ο Χήθκλιφ. Είναι πάντα, πάντα στο νου μου. Δεν μου δίνει χαρά, όπως δεν μου δίνει χαρά ο εαυτός μου, αλλά είναι μέσα μου, σαν τον ίδιο τον εαυτό μου. Και μιλάς για χωρισμό;
Χίθκλιφ: «Τώρα μου μαθαίνεις πόσο σκληρή ήσουν σκληρή και ψεύτικη. Γιατί με περιφρόνησες; Γιατί πρόδωσες την καρδιά σου; Δεν μπορώ να σε παρηγορήσω το αξίζεις. Εσύ κατέστρεψες τη ζωή σου, μόνη σου. Τι κι αν κλαις τώρα και με φιλάς και μου παίρνεις τα φιλιά μου και τα δάκρυα; Αυτά θα σε χαντακώσουν, αυτά θα είναι ο χαμός σου. Μ’ αγαπούσες, ναι· με ποιο δικαίωμα λοιπόν με άφησες; Ποιο δικαίωμα λέγε! Για το χαζοαίσθημα πού ένιωσες για τον Λίντον; Επειδή κανένα κακό δεν θα μπορούσε να μας χωρίσει, ούτε Θεός ούτε Διάβολος, βάλθηκες εσύ μόνη σου και τα κατάφερες. Δεν ράγισα εγώ την καρδιά σου, εσύ τη ράγισες και μαζί και τη δική μου. Κι αν είμαι δυνατός, τόσο το χειρότερο για μένα. Δεν θέλω να ζήσω. Τι να την κάνω τη ζωή όταν εσύ, ω, Θεέ μου! Εσύ θα ‘θελες να ζήσεις με την ψυχή σου στον τάφο;».