Έξι καλλιτέχνες: οι Άννα Αντάρτη, Ελισάβετ Διονυσοπούλου, Δήμητρα Μπακογιαννάκη, Αθανάσιος Μπερούτσος, Πάνος Πασσίσης και Ειρήνη Ράπτη «χορεύουν» με Ασπρόμαυρο Φως και Πολύχρωμο Σκοτάδι στο «Σπήλαιο των Ιδεών» του Πλάτωνα.
Έξι καλλιτέχνες απ’ ευθείας απόγονοι των πανάρχαιων «βραχογράφων» συναντώνται στην ανήλιαγη φυλακή της Ύλης για να οραματιστούν το έξω κόσμο, την Ελευθερία και την κυτταρική χαρά κάθε ύπαρξης που θάλλει ανενόχλητη κάτω από τους Ήλιους διαστάσεων άλλων, μυστικών αλλά κι ευλογοφανών, απόκρυφων μα κι ολοφάνερων…
Η σημερινή πολιτισμική Κρίση αντανακλά στον εικαστικό Λόγο ευαίσθητων καλλιτεχνών που λειτουργούν ως δέκτες της σύγχρονης Αγωνίας που προηγείται κάθε Αναγεννήσεως. Δουλεύοντας με το Σκοτάδι δοξάζουν το Φως. Η Σκιά προϋποθέτει την ύπαρξη μίας τουλάχιστο φωτεινής πηγής. Ο έρωτας του ανθρωπίνου σώματος, η έλξη για το ανθρώπινο σώμα οδηγεί στην διαγραφή του περιγράμματος της φιγούρας, σαν αποτέλεσμα κάποιας μυστικής έκρηξης ηφαιστείου, ενός αδιόρατου κατακλυσμού που δεν τον είπαν στις ειδήσεις, παράπλευρη απώλεια κάποια πτώσης μετεωρίτη, ανεμοθύελλας τεταρτοκοσμικής, ή απλώς απογοήτευση, βαθιά ριζωμένη στα ταλαίπωρα παραζαλισμένα κύτταρά μας, όπου όμως, εις πείσμα των παντοειδών Κασσανδρών, αντί για θλίψη, αισιοδοξία θάλλει.
Ο Σωκράτης, ζώντας σε μια ανάλογη εποχή πολιτισμικής παρακμής και μετάφρασης σε μια καινούργια κοσμοαντίληψη, όπου η παλιά θεογονία και μυθολογία έτριζε συθέμελα, συνοψίζει στην πλατωνική εκδοχή του «Σπηλαίου των Ιδεών» όχι κάποια μανιχαϊστική σύγκρουση Φωτός-Σκότους αλλά την εγγενή απροσδιοριστία των πέντε ανθρωπίνων αισθήσεων στην προσπάθειά τους να αντιληφθούν και να ανασυνθέσουν τον κόσμο ανάλογα με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες που κουβαλούν μέσα στη Συλλογική Παγκόσμια Ψυχή. Η Άγνοια ως έλλειψη Γνώσεως και η εθελοδουλεία στον αντίποδα της Ελευθερίας είναι η αιτία κάθε φανατισμού, δεισιδαιμονίας, προκαταλήψεων και εχθροπραξιών παντός είδους.
Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονται ότι κάπου εκεί έξω από την τρισδιάστατη υλιστική φυλακή μας υπάρχει κάτι Άλλο, Άγνωστο, Άρρητο, Άφατο, που αδυνατούν να εικονοποιήσουν οι χαοτικοί εγκέφαλοί μας. Έτσι επιχειρούν εκείνοι, ως γενναίοι, σύγχρονοι ήρωες, αυτοθυσιαστικοί με τεράστιο νοητικό κόστος βεβαίως, να αναπλάσουν την έξωθεν πραγματικότητα κατά το δοκούν έτσι ώστε να μοιάζει με τα πιο βαθιά όνειρά μας (που δεν ταυτίζονται πάντα με τις ελπίδες μας και δεν πρέπει να συγχέονται με τις ματαιόδοξες ουτοπίες μας)…
Ως εφαρμογή της «αρχής της απροσδιοριστίας» του Heisenberg, της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας και της Κβαντικής Φυσικής που θεωρεί την βαριά ύλη ως υλοενέργεια δυσκίνητη, σε αυτή την ομαδική έκθεση έξι φωνές ενώνουν τα πολύχρωμα σκοτάδια τους και λούζονται κάτω από το ασπρόμαυρο Φως που περιβάλλει τη ζωή μας, στο πιο βαθύ ερεβώδες σκοτάδι, ακριβώς λίγο πριν την καινούργια Αναγέννηση που ελπίζουμε να ανατέλλει διαρκώς, αενάως…
Για τα έργα του κάθε καλλιτέχνη:
Άννα Αντάρτη
Η πλέον αρχετυπική, μυστική και κρυψίνους ίσως από τους έξι συν-εκτιθέμενους καλλιτέχνες. Κάτω από τη μυθολογική ιλύν αναδύονται απολιθώματα, όψεις μιας πραγματικότητας που βούλιαξε, μιας καθημερινότητας που πάλιωσε αφού μας ρήμαξε προηγουμένως. Τόνοι της λάσπης, χρώμα του νερού του πολυκαιρισμένου, μορφές και κόκαλα, αποστεωμένες φιγούρες και οστά που μας υπενθυμίζουν το άφευκτο της Ύλης όταν θέλει να καταστήσει φανερή την παρουσία της.
Σκοτεινιά; Ναι. Έρεβος; Όχι. Για τον απλούστατο λόγο που κύματα φωτός διαδέχονται τα κύματα της μαυρίλας κι αυτή η δυναμική πορεία του «εναλλασσόμενου ρεύματος» δημιουργεί έναν ρυθμό σχεδόν μελωδικό, παρά την προφανή «ατονική» κι απειθάρχητη, απολύτως προσωπική κι υποκειμενική «Αρμονία». Δεν προϋποτίθεται εδώ καμία ισορροπία αντιθέτων, καμία «λογική» δεν αναδύεται από τον πίνακα προκειμένου να διευκολύνει την νοησιαρχική λειτουργία ενός μέρους του εγκεφάλου μας. Εδώ πρόκειται για γεωλογικούς σχηματισμούς, πετρώματα, απολιθώματα, ή ακόμα και νεφελώματα με κάποια ανθρωπομορφική τάση είναι αλήθεια, εκτός κι αν αυτή είναι αδυναμία κι απαίτηση του ψυχισμού μας που πάσχει από το εγγενές άγχος κενού και δεν μπορεί να αντιληφθεί, να διαχειριστεί και να κατατάξει καμία εικόνα χωρίς «νόημα». Αυτό όμως δεν καθιστά το εν λόγω εικαστικό έργο ανάλογο του λεγομένου «θεάτρου του παραλόγου», αφού αναδεύεται σαφέστατα μια ψυχο-νοητική δραματική περιπλάνηση από τη μία άκρη του πίνακα στην άλλη, απ’ όπου κι αν τον διαβάσει κανείς, δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα.
Εικόνες απολύτως αληθοφανείς, βγαλμένες λες από τη «ζωή» παρ’ όλη την τρομακτική σουρεαλιστικότητά τους. Κι είναι αυτό το ακανόνιστο, το μη γεωμετρικό μη μαθηματικώς αναμενόμενο στοιχείο που καθιστά αυτούς τους πίνακες πρόσφορους σε διαρκώς ανανεούμενο διαλογισμό.
Ελισάβετ Διονυσοπούλου
Πρωτεϊκή ικανότητα μεταμορφώσεως από πίνακα σε πίνακα. Το “Jumping” εντάσσεται στη θεματολογία του πλατωνικού «σπηλαίου των ιδεών» και μοιάζει με τα χορευτικά επιτεύγματα της Ειρήνης Ράπτη.
Ο «Προμηθέας» της έχει κάτι από την αρχετυπική αναρχία της Άννας Αντάρτη, περισσότερο εικονική όμως, περιγραφική ακόμα, έως ρεαλιστικής απεικονίσεως των ριζών. Το «σκοτωμένο ηλιοβασίλεμα» στο πάνω μέρος τονίζει την πολυαναμενόμενη ώρα του δειλινού που θα αρχίσει να πέφτει το φιλόστοργον Σκότος και το κατασπαραγμένο συκώτι του Προμηθέα θα αρχίσει να αναγεννάται από τις τελευταίες ίνες του.
Κι εδώ η μανιχαϊστική σύγκρουση Φωτός-Σκότους, Πάνω και Κάτω, Καλού και Κακού, Ευτυχίας-Δυστυχίας δίνει μια θεματική αντίθεση προσφιλή για το μάτι και το αισθητήριο του θεατή που έχει κορεσθεί από τον καθημερινό καταιγισμό πολύχρωμων ψηφιοποιημένων εικόνων υψηλής ευκρινείας κι αναζητεί το μύθο που συνέχει τα πάντα και δίνει κάποιο νόημα στον κόσμο, έστω και προσωρινό αν όχι ολιστικό.
Αυτή η νοσταλγία για το οικείο και το αναμενόμενο «ξυπνάει» μέσα από τους πίνακες της κι από εκεί ίσως πηγάζει η πρωτεϊκή της ανάγκη να ομοιάσει στον γρήγορα εξελισσόμενο καιρό μας, που κάνει τους ιριδισμούς στην επιφάνειας μίας πομφόλυγος [κοινώς σαπουνόφουσκας] να μοιάζουν ενδεχομένως υπερβολικά αργοί.
Αλλού γίνεται περισσότερο εικονική κι αλλού βουλιάζει στο Χάος σαν αυτοδύτης που αναζητάει σφουγγάρια και βρίσκει διαμάντια, ή το αντίθετο.
Δήμητρα Μπακογιαννάκη
Συγκροτημένη ερευνήτρια, μεθοδική μελετήτρια, εργάζεται σε παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα που «συν-τίθεται» όταν δεις όλα τα μέρη του, αφού δεν διαφαίνεται από μόνο του κάτω από την επιμελημένη έντεχνη διαγραφή των «περιγραμμάτων».
Αυτό το υπερβολικό «σβήσιμο» δίνει μία πολλαπλή δραματικότητα, δυναμική και μεφιστοφελική στο όλον εγχείρημα. Η Δήμητρα Μπακογιάννη είναι τόσο κοντά στην Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας που διατύπωσε ο Αϊνστάιν έτσι ώστε να υλοποιεί εικαστικώς την καμπύλωση του φωτός όταν περνάει δίπλα από ογκολίθους μεγίστης, αξιοσημείωτης κι απαράκαμπτης βαρύτητας.
Κάποτε μια κόκκινη πινελιά, σαν ξεπλυμένο ξεραμένο αίμα υπομνηματίζει τα τελευταία ίχνη ενός μύθου που κάποτε ήταν πάγκοινος και τώρα αγνοείται η τύχη του στα κιτάπια των «ακασικών αρχείων», που ναι μεν είναι αιώνια και προσβάσιμα, αυτό δε σημαίνει όμως ότι προλαβαίνει να τα μελετήσει και να τα αποκωδικοποιήσει ο άνθρωπος, ως «βιαστικό, άπειρο ον της στιγμής», όπως τον χαρακτηρίζει ο Καβάφης.
Ίσως η καλλιτεχνική δουλειά της Δήμητρας Μπακογιαννάκη να είναι σε αργή κίνηση η ζωγραφική κάποιων «καρέ» μιας ταινίας που δεν έχει γυριστεί ακόμα, δεν είναι όμως κι ασκηνοθέτητη, αφού διαφαίνεται και όραμα κι επιμονή και γνώση από την εικαστικό.
Ως έργο εν εξελίξει, αναδιπλούμενο κι εκτυλισσόμενο σαν βεντάλια στα χέρια ενός πολύπειρου ηθοποιού της Ανατολής, αυτά τα ψήγματα δουλειάς οδηγούν στην ανασύνθεση ενός έπους που θα γραφτεί ίσως στο μέλλον κι εμείς το θυμούμαστε νοσταλγώντας το. Εξ άλλου, «κάθε Γνώση είναι ανάμνηση» όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας για να επανέλθουμε στη θεματική κάποιου απροσδιόριστου «Σπηλαίου των Ιδεών» που ήρθε και στήθηκε στον ατμοσφαιρικό χώρο της Αίθουσας Τέχνης με το συμβολικώς φορτισμένο όνομα Dépôt.
Αθανάσιος Μπερούτσος
Τα ψηφιακά τέρατα απειλούν να μας καταπιούν κι η μόνη μας αντίδραση πριν γίνουμε «βροτοί» είναι να αναλύσουμε σε megapixels την τερατώδη μιζέρια τους, σε σχήματα χορευτικά ή στάσιμα, πάντα όμως με μυθικές μορφές θηρίων, που αν και δεν είναι της Αποκάλυψης, θυμίζουν γοργόνες και σκαλισμένα ελεφαντόδοντα, ηλεκτρικά χωροδικτυώματα και «τελουρικές γραμμές» (ley-lines) μόνο που δεν ξέρει κανείς που είναι ο «ομφαλός του Κόσμου» όσο κι αν ομφαλοσκοπούμεθα αλύπητα, χωρίς οίκτο για τους εαυτούς μας και τους άλλους… για τα ταλαίπωρα σώματά μας που μαρτυρούν κάτω από το βάρος αφύσικων στάσεων και κινήσεων, που εμείς θεωρούμε αισθητικές, ενώ παραπέμπουν σε άλλες προγενέστερες (ή μήπως μεταγενέστερες;) καταστάσεις της υποτιθέμενης δαρβινικής Εξελίξεως των Ιδεών.
Σχόλιο ενάντια στο ρομαντισμό οι «δικτυωτές» χορευτικές φιγούρες που παραπέμπουν στον Ντεγκά, είναι όμως ανισόρροπες κι ανυπόστατες αφού βασίζονται σε έναν πολιτισμό που έχει ξεθεμελιωθεί πια για τα καλά και σε λίγο θα αποδομηθεί τόσο που δεν ξέρουμε ούτε καν τις συντεταγμένες του.
Μήπως γι’ αυτό η τερατόμορφη αιγυπτιακή θεότητα διαλογίζεται καθιστή αναζητώντας ίσως τον μίτο της Αριάδνης που θα την βγάλει από τον ηλεκτρονικό λαβύρινθο;
Σύμβολα κι άπειρες ερμηνείες, όσοι κι οι θεατές, οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα της κάθε θεάσεως ανάλογα με την εσωτερική «εφημερίδα» των προσωπικών μας πλανητών. Εφημερεύουν οι νοησιαρχικές τάσεις του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου προκειμένου να βάλουν σε κάποια τάξη το Χάος ή – αντιθέτως – για να ανα-δομήσουν το πασιφανές. Στο έργο του Αθανάσιου Μπερούτσου η ριψοκίνδυνη θα λέγαμε κι ανέφικτη ισορροπία των αντιθέτων δημιουργεί έναν εγγενή «διά-λογο» μέσα στο έργο που πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες προσέγγισής του από το κοινό.
Πάνος Πασσίσης
Σαν αποκρυσταλλωμένα tableaux από video-art που νοστάλγησαν τους ζωγραφισμένους καμβάδες, σαν αντικατοπτρισμοί που ενώνουν τα άκρα με το αρνητικό τους, σαν είδωλα αυτού που θα έπρεπε να είμαστε και παραδέρνουμε ανάμεσα σε δύο πόλους φυλακισμένοι, ενώ η ύπαρξή μας είναι πολυδιαστασιακή και θα έπρεπε να μετράμε από το μηδέν έως το εκατόν σαράντα τέσσερα (0, 1, 2, 3, 4, ….144) σύμφωνα με τη Θεωρητική Φυσική και τα Ανώτερα Μαθηματικά τού παρόντος. Αντ’ αυτού επιμένοντας στην ψηφιακή μανιχαϊστική μονοτονία του μηδενός σε αέναη ασυμφιλίωτη διαμάχη με το ένα, του αγεφύρωτου μίσους ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο, στο καλό και στο κακό, στο άρρεν και στο θήλυ, ξεχάσαμε την βασική αρχή του Ταό, όπως την διατύπωσε ποιητικά ο Λάο Τσου: «για κάθε άρνηση υπάρχει ταυτοχρόνως κι η κατάφασή της». Κάτι που έμελλε να αποδείξει η Κβαντική αφού αυτά που λέμε υποατομικά σωματίδια υπάρχουν και δεν υπάρχουν σε υλική μετρήσιμη μορφή ανάλογα με την προσοχή που τους δείχνει ο παρατηρητής τους. Κάτι εξάλλου που διατύπωσε κι ο διάσημος ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss κι οι θεατράνθρωποι που παρατήρησαν το λεγόμενο “studio effect”, όπου οι ερμηνείες των ηθοποιών αλλάζουν όταν ξέρουν ότι βιντεοσκοπούνται! Αυτές τις υποδόριες θεωρίες εφαρμόζει συνειδητά ο Πάνος Πασσίσης όταν γυρίζει ανάποδα την κλεψύδρα και πηγαίνει τον χρόνο προς τα πίσω, όχι από κάποια νοσταλγία ή κρυφή επιθυμία αειζωίας, που υποκρύπτει το δόλωμα της αιώνιας νεότητας, αλλά από την πραγματική ανάγκη του ερευνητή να αναλύσει τον κόσμο, παρατηρώντας και τον εαυτό του την ώρα που προβαίνει, σαν ηθοποιός, σε αυτή την επιχείρηση που είναι μάλλον εν-χείριση γιατί τα διεθλασμένα «αρνητικά» τοπία του είναι οπωσδήποτε εσωτερικά, ακόμα κι όταν προβάλλουν οθόνες πάνω από άχαρες ορθογωνισμένες ή κυβισμένες μητροπόλεις.
Ειρήνη Ράπτη
Ναι, εδώ επιτέλους το «κλασικό» σβήνεται, απαλείφεται. Ο χρόνος αφήνει την πατίνα του ή κάποιο «βάρβαρο» χέρι επιχειρεί να ασβεστώσει την εικόνα καθιστώντας την παλίμψηστη. Τα κενά, τα σβησμένα, τα υπολείμματα, καλείται να τα ανασυνθέσει ο συνδημιουργικός νους του θεατή, με αποτέλεσμα και να νιώθει αισθητική ηδονή, αλλά το κυριότερο: να νιώθει «εξ-υπνότερος» από την ιδιοφυή καλλιτέχνιδα που ξέρει να μιμείται την κίνηση της θάλασσας, του υδάτινου στοιχείου που δοξάζει την προσκαιρότητα κάθε στιγμής καταδεικνύοντας τη ματαιότητα κάθε απαίτησής μας για το Αιώνιο κι Αναλλοίωτο. Κι όπως λέει ο Σεφέρης «στο περιγιάλι το κρυφό…».
Αυτή η σοφή, ενορχηστρωμένη κίνηση αφ’ ενός μεν των χορευτικών σωμάτων αφ’ ετέρου δε του λικνιζόμενου υδαρούς «ασβέστη» [ας το πούμε έτσι, γιατί βγάζει αυτή την υφή, τουλάχιστον σε μία από τις πολλές ερμηνείες] δημιουργεί δύο διακριτά επίπεδα ανάγνωσης της «κρυφής εικόνας» χωρίς όμως να αλληλο-επικαλύπτονται. Κάθε στιγμή, ανάλογα με τη γωνία που κοιτάς τον πίνακα, από τη στιγμή, το φως, την εσωτερική κι εξωτερική σου κίνηση ως προς το έκθεμα μία άλλη μουσική αναδύεται κι η χορογραφία μοιάζει τελείως διαφορετική κι απρόβλεπτη… απρόσκοπτα ξεπερνά τα δισδιάστατα όρια του καμβά και σε εντάσσει, ως θεατή, μέσα στη δημιουργική φρενίτιδα της καλλιτέχνιδος που κατάφερε να παγώσει μία δίνη και να την αποδώσει αισθητικώς.
Παραλλαγές σε ένα θέμα: πώς το ανθρώπινο σώμα χαράζει τη δική του τροχιά μέσα στην αέναη κίνηση του Χρόνου, που άλλοτε είναι παράλληλη κι άλλοτε αντιτιθέμενη, κάποτε ευνοϊκή κι άλλοτε συγκρουόμενη, μ’ εμάς, τις επιθυμίες και τις ελπίδες, την πίστη και τις πεποιθήσεις μας. Ένα εικαστικό έργο που θα ελκύσει κάθε λάτρη του «σκοτεινού» και μαγικού Ηράκλειτου.
Εγκαίνια: Παρασκευή, 9 Μαρτίου 2018, ώρα 20:00 – 23:30
Την έκθεση συνοδεύουν κείμενα της έκθεσης από τον Κωνσταντίνο Μπούρα (ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός), αλλά και βιογραφικά σημειώματα των καλλιτεχνών.