Τόλμη και ατολμία: εντυπώσεις από το 20ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
«Θα το τολμούσες;» λέει με μεγάλα γράμματα μια αφίσα έξω από το κινηματογράφο Ολύμπιον, το κεντρικό σινεμά του Φεστιβάλ στην Θεσσαλονίκη. Είναι ένα από τα ερωτήματα που έθεσε στα πόστερ του που για δέκα μέρες τώρα είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της πόλης. Αυτό το ερώτημα μάλλον ζητούσε απάντηση μέσα από τις 160 ταινίες που είχε στο πρόγραμμα του.
Ένα φεστιβάλ με ευφάνταστες ιδέες και πάρα πολλά τμήματα: η συνεχόμενη μέχρι πρωίας (6 το πρωί έληγε…) προβολή μουσικών ντοκιμαντέρ δεν ξέρουμε αν στέφθηκε με επιτυχία αλλά και μόνο η πρόθεση είχε κάτι το τόσο αστείο όσο και ενδιαφέρον. Το αφιέρωμα στην ιστορική σκηνοθέτρια Ανιές Βάρντα από την άλλη, το θαρραλέο αν και αμφισβητήσιμο Virtual Reality (!) σινεμά, η προσήλωση στον πειραματικό κινηματογράφο, η ανάδειξη ενός άγνωστου πολιτικού κινηματογράφου των ημερών του 1968 από τις ανατολικές χώρες: Το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ είναι πράγματι ογκώδες και από άποψη προγραμματισμού τολμάει.
φωτο credit: Χρήστος Σκυλλάκος
Ωστόσο ανάμεσα στην πληθώρα των επιλογών (που προφανώς έχει την αξία του) και με το πρόγραμμα διαρθρωμένο σε 10 διαφορετικά τμήματα χρειάζεται ο οποιασδήποτε πάρα πολύ τύχη για να το ακολουθήσει ολοκληρωμένα και κυρίως να κάνει τις σωστές επιλογές. Με μια απλή διαίρεση, 16 ταινίες την ημέρα δεν είναι δυνατό να χωρέσουν στο πεπερασμένο χρόνο κανενός. Τόλμησαν παρόλα αυτά και το λιμάνι ήταν και πάλι στο γνωστό εορταστικό του κλίμα, οι εκδόσεις και οι κατάλογοι του μοιάζουν όλο και περισσότερο να αναδεικνύουν την καλλιτεχνική –και όχι την «λαμπερή»- πλευρά της διοργάνωσης και οι θεατές ήταν όντως παρόντες σε όλα τούτα. Τα sold out για άλλη μια χρονιά σχεδόν κυριάρχησαν. 23.000 άνθρωποι ψήφισαν για το βραβείο κοινού. Ο κόσμος δεν έκατσε στην τηλεόραση και το Netflix. Πήγε από ό,τι φαίνεται σινεμά.
φωτο credit: Χρήστος Σκυλλάκος
Στην ουσία τώρα: Στο ελληνικό τμήμα έγινε προσπάθεια να συμπεριληφθεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός ταινιών (και ίσως αυτό έχει την θετική του πλευρά, του μη αποκλεισμού κανενός) αλλά δίχως μεταξύ τους κάποιο συνεκτικό στοιχείο και δημιουργώντας έτσι ταυτόχρονα μια πολυδιασπασμένη οπτική που τελικά δεν λειτουργεί.
Αναρωτιέμαι επίσης. Προς τι η συνέχεια για πολλοστή χρονιά ως κεντρικής θεματικής (αρκετά πιο αδυνατισμένης είναι αλήθεια) αυτής του «προσφυγικού»; Είναι γεγονός πως αυτό το θέμα όλο και μοιάζει να μετατράπηκε σε μόδα των ντοκιμαντεριστών. Πράγματι ακριβώς σαν μόδα. Με την έννοια πως αποτελεί μια επιδερμική απεικόνιση του ίδιου θέματος και με σχετικά παρόμοιο ύφος. Οι ντοκιμαντερίστες που καταπιάνονται με αυτό πέρα ότι υπολείπονται στιβαρών καλλιτεχνικών αξιώσεων έχουν μια άλλη μεγάλη αδυναμία. Εκφράζονται επί του θέματος με μεγάλη ατολμία και άρα δυστυχώς μακριά από τις προσδοκίες του κοινού και κυρίως της σημασίας που του χρειάζεται. Άτολμοι λοιπόν. Και να μια πρώτη απάντηση στο αρχικό ερώτημα. Η ατολμία έκφρασης είναι κυρίαρχο φαινόμενο ωστόσο στο σύγχρονο κινηματογράφο. Είναι το zeitgeist του.
Μακρινό Γαύγισμα των σκύλων
Το πνεύμα των καιρών το διακρίνουμε και στο διαγωνιστικό τμήμα όπου κυριάρχησε είναι αλήθεια ο κοινωνικός προβληματισμός ωστόσο με θολές οπτικές και στρογγυλεμένες γωνίες. Οι σύγχρονοι σκηνοθέτες προσπαθούν να εκφραστούν. Ποιητική η τεχνοτροπία τους και υπαινικτική η λογική τους. Αλλά θέλει κάτι παραπάνω. Το «Μακρινό Γαύγισμα των σκύλων» όπου έφυγε νικηφόρο με τρία βραβεία (και με το βασικό: τον Χρυσό Αλέξανδρο) είναι μια ισχυρά δραματική ιστορία όπου ο πόλεμος δεν διαβλέπεται από τα μάτια αυτών που φεύγουν αλλά αυτών που μένουν: ένα παιδί και η γιαγιά του προσπαθούν να συντηρήσουν ότι έμεινε σε μια εμπόλεμη Ουκρανία. Η ταινία κάνει νύξεις και υπαινίσσεται την πολιτική τοποθέτηση για αυτόν. Η δύναμη της έγκειται επίσης στο γεγονός πως ξεπερνάει τις συμβάσεις της κλασικής αφήγησης των ντοκιμαντέρ και χρησιμοποιεί μεθόδους και ύφος μυθοπλασίας κάνοντας το έτσι πιο οικείο και δυναμικό.
Ευαγγελία Κρανιώτη
Ανάμεσα στις δέκα ταινίες του Διαγωνιστικού υπήρχε και το ελληνικό «Obscuro Barroco». Οτιδήποτε ελληνικό εξαντλείται στο ότι αποτελεί δημιουργία της σκηνοθέτη Ευαγγελίας Κρανιώτη μιας και η θεματική του τοποθετείται σε ένα παντελώς διαφορετικό τόπο, διαφορετικής κουλτούρας και διαφορετικών υπαρξιακών αναζητήσεων, στην Βραζιλία. Αποτελεί σαφώς μια εικαστικά και κινηματογραφικά ενδιαφέρουσα –και πολύ δυναμική που θυμίζει το σινεμά του Jodorowsky- απεικόνιση της πόλης του Ρίο και της τρανς κοινότητας της ωστόσο το αρκετά στυλιζαρισμένο ύφος του δυσκολεύει την ανάδειξη και την ολοκλήρωση του οράματος της και περιπλέκεται σε μια σύγχυση ιδεών και απόψεων: Βραβευμένο ήδη στο Βερολίνο φεύγει από την Θεσσαλονίκη με ένα ακόμα βραβείο. Αυτό της επιτροπής των σπουδαστών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Hotel Yugoslavija
Και ενώ όντως κυριαρχούν οι ταινίες όπου το ατομικό δράμα τίθεται σε προτεραιότητα και η κοινωνική πραγματικότητα είναι στο φόντο υπάρχει και το αντίστροφο: Το «Hotel Yugoslavija» του Νίκολα Βανιέρ από την Ελβετία όπου από την μία ανακατασκεύασε μέσα από την εικόνα ενός εγκαταλειμμένου –και προσφάτως ιδιοτικοποιημένου- ιστορικού μνημείου της Γιουγκοσλαβίας την ιστορία όλου αυτού του τόπου και από την άλλη δημιούργησε ένα ισορροπημένο σινεμά στοχασμού, συναισθημάτων, ιδεών και άρτιας κινηματογράφισης που τολμά να πιάσει την βαλκανική Ιστορία από τα κέρατα και να δημιουργήσει ένα δοκιμιακό και φιλοσοφικό κινηματογράφο που θυμίζει και συνδέεται άμεσα με τη nouvelle vague σχολή και κυρίως του Chris Marker: μιας σχολής ανεξάντλητης στο ύφος της που δύναται να αναπτύσσει με ευχέρεια –αλλά προφανώς αυτή η ευχέρεια επιτυγχάνεται στα χέρια στιβαρών δημιουργών- οτιδήποτε άπτεται της συλλογικής μνήμης, της ιστορίας και της πολιτικής θέσης στο σήμερα. Η ταινία αυτή σημαντική και ολοκληρωμένη αφηγηματικά ωστόσο σε όλους τους τομείς, φάνηκε να αγνοήθηκε από τις επιτροπές στο σύνολο τους.
Leviathan
Δεν αγνοήθηκε από το κοινό ωστόσο ένα σπάνιο –και για αυτό τον λόγο ακόμη πιο σημαντικό- αφιέρωμα στην παράδοξη εργογραφία των Βερενά Παραβέλ και Λουσιάν Καστέν-Τέιλορ, δυο ανθρωπολόγων του Harvard καθώς και κινηματογραφιστών που ξαναβρίσκουν στην φιλμική γλώσσα το πολύτιμο και δυναμικό εργαλείο για πειραματισμό με στόχο να μιλήσουν για τα πιο περίεργα και ακραία θέματα και με τον πιο ακραίο και απαιτητικό τρόπο. Στην πρώτη πανελλαδική προβολή του πολυβραβευμένου «Leviathan», παραγωγής του 2012, η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και ο κόσμος έμεινε μετά το τέλος της περιμένοντας να μιλήσει με τους δυο ευφυέστατους δημιουργούς επιβεβαιώνοντας ίσως μια τολμηρή εκτίμηση πως το έργο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα αριστούργημα της μοντέρνας τέχνης: Ο ανθρώπινος πολιτισμός και η επικυριαρχία του ανθρώπου πάνω στην φύση μοιάζει με μια ακραία βίαιη ενέργεια γεμάτη βαναυσότητα. Το φιλμ εκτινάσσει την αντίληψη μας με τον σκληρό φωτισμό, της ευρυγώνιες λήψεις και ένα στρεσαριστό ηχοτοπίο και είναι αποκλειστικά βιντεοσκοπημένο μέσα από την εικόνα (και τελικά φιλοσοφικό «σχήμα») ενός αλιευτικού. Το σκοτάδι, η σκουριά, η μαύρη θάλασσα και η υγρασία κυριαρχεί, δημιουργώντας μας ένα σπάνιο βίωμα όπου η κτηνώδης έννοια του -κατά Hobbes- Λεβιάθαν συγκλονίζει οπτικά και διανοητικά. Πειραματικό σινεμά και απαιτητικό σινεμά πράγματι.
Η τελευταία τους μελέτη «Caniba» (2017) συνδέει σε ερμητικά πλάνα την σεξουαλικότητα, τον φετιχισμό και τον κανιβαλισμό διεκδικώντας ως ταινία το τίτλο μιας πολύ δύσκολης και ενοχλητικής εμπειρίας. Ωστόσο και ενώ το έργο τους είναι ήδη αναγνωρισμένο και αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε Πανεπιστήμια, το αφιέρωμα αυτό ανύψωσε ποιοτικά το Φεστιβάλ, μετατρέποντας το σε διοργάνωση τέχνης, στοχασμού και έμπνευσης. Ναι εδώ, μπορούμε να πούμε πως οι δημιουργοί –και οι διοργανωτές που αποφάσισαν να το προτείνουν στο πρόγραμμα- απαντούν θετικά στο αρχικό ερώτημα.
Ένας φόνος στο Μανσφιλντ
Και ενώ οι βραβεύσεις από ένα πλήθος επιτροπών που είχαν ως κοινό τόπο και αντίληψη μια οπτική πάνω στο σινεμά που θα μπορούσαμε να το δηλώσουμε ως οπτική «ευαισθητοποίησης» και όχι τομής πάνω στα κοινωνικά ζητήματα, υπήρξαν αρκετές ταινίες καταχωνιασμένες μέσα στα πολλά τμήματα που είχαν την δύναμη να ξεχωρίσουν: Το «Ένας φόνος στο Μανσφιλντ» της οσκαρικής Barbara Kopple αποδόμησε την έννοια της ευτυχισμένης και αγίας (αμερικάνικης) οικογένειας δομώντας την πλέον ως ένα απενεχοποιημένο σφαγείο όπου η βία μέσα της δεν μπορεί μήτε να αγνοηθεί μήτε να καταδικαστεί. Το ντοκιμαντέρ αυτό μιλάει με θάρρος. Μέσα από μια άβολη ιστορία ενός φονιά πατέρα που σκοτώνει την σύζυγο του και έχει ως μάρτυρα κατηγορίας (και στα δικαστήρια όπως και στην ταινία) τον γιό τους, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα αναπόδραστη. Ένα σινεμά που θυμίζει το ύστερο έργο του Herzog και την εξουσιαστική και μη ουδέτερη κάμερα που προσπαθεί να εξαναγκάσει όσους βρίσκονται μπρος της: να παίρνουν θέση και πολλές φορές με απρόβλεπτα και πολύ σκληρά οπτικά και συναισθηματικά αποτελέσματα.
Σεβάσμιος Β.
Σε μια λογική που θα μπορούσε να θυμίσει το αριστούργημα του Oppenheimer, το «Act of Kiling», κινείται και ο «Σεβάσμιος Β.» όπου ο σκηνοθέτης Barbet Schroeder δημιουργεί το πορτρέτο ενός βουδιστή μοναχού της Μπούρμα όπου κρυμμένος πίσω από το ζεν χιτώνιο του κηρύσσει χυδαίο μίσος ενάντια στους μουσουλμάνους της χώρας και υπερασπίζεται ένα ακραίο εθνικισμό και μια φρασεολογία που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα μπρος του ούτε και ο χιτλερισμός. Η ταινία επιτρέπει τις ερμηνείες. Η ιστορία του «φασισμού» μοιάζει να φοράει πολλά διαφορετικά προσωπεία σε διαφορετικές χώρες και χρονικές περιόδους μα δεν αλλάζει διόλου στην ουσία του και τις μεθόδους του. Ένα ακραίο (επίσης) φιλμ και ταυτοχρόνως χρήσιμο.
Το Βαλς του Κουρτ Βαλντχαιμ
Χρήσιμο όπως και «Το Βαλς του Κουρτ Βαλντχαιμ» που είναι ένα κλασικά δομημένο ιστορικό ντοκιμαντέρ που όμως δεν μιλάει για μια κλασικά δομημένη αλήθεια: διερευνά τον πρώην πρωθυπουργό της Αυστρίας και αλλοτινό Γ.Γ του ΟΗΕ που την δεκαετία του 80’ αποδείχθηκε πως υπηρετούσε στα SS στα Βαλκάνια όπως και στην χώρα μας. Εδώ παρευρισκόταν ως ο υπεύθυνος της εκτόπισης 45.000 εβραίων της Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς. Το αρχειακό υλικό της ταινίας, όπως και τα γυρίσματα της σκηνοθέτιδας (που «διαδηλώνει, διαμαρτύρεται και καταγράφει») προσπαθεί να εμποδίσει κάθε προσπάθεια απενοχοποίησης του ναζισμού αποδείχνοντας παράλληλα την τεράστια θρασύτητα του Βαλντχάιμ: μέχρι το τέλος της ζωής του ο Αυστριακός πρωθυπουργός προσπαθούσε να αποκρύψει το παρελθόν του και να «εκδώσει» μια άλλη ταυτότητα για τον εαυτό του. Όχι μόνος του: οι διασυνδέσεις του ήταν στεριωμένες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ταινία παίρνει σαφή θέση και θέλει να παίξει, εκ νέου, ρόλο δικαστηρίου. Και έχει γρήγορο μοντάζ, σαφή υλικό, ωραία τζαζ μουσική.
Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης απέδειξε πως κάνει πράξη τον στόχο του. Να αναδείξει την καλλιτεχνική αξία και δυναμική του ντοκιμαντέρ ως «δεύτερου» κινηματογράφου ισορροπώντας ταυτόχρονα πάντα με την γιορτινή διοργάνωση που γίνεται το όχημα για να επιστρέψουν –ή καλύτερα να έρθουν εξαρχής- οι άνθρωποι στις αίθουσες.
φωτο credit: Χρήστος Σκυλλάκος
Βραβεία
- «Χρυσός Αλέξανδρος»: Το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών σε σκηνοθεσία Σίμον Λέρεν Βίλμοντ (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία).
- Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής (εξ ημισείας): Μπαρονέζα σε σκηνοθεσία Ζουλιάνα Αντούνες (Βραζιλία) και Μετεωρίτες σε σκηνοθεσία Γκιουρτζάν Κελτέκ (Ολλανδία, Τουρκία)
- Βραβείο Κοινού Fischer (ταινίες άνω των 50’): Για ελληνική παραγωγή στο ντοκιμαντέρ Επιστροφή στην κορυφή σε σκηνοθεσία Στρατή Χατζηελενούδα (Ελλάδα) και για ξένη παραγωγή -«Βραβείο Κοινού Πίτερ Ουιντόνικ»- στο ντοκιμαντέρ Πατέρες και γιοι σε σκηνοθεσία Ταλάλ Ντερκί (Γερμανία, Συρία, Λίβανος)
- Βραβείο Κοινού Fischer (ταινίες κάτω των 50’): Για ελληνική παραγωγή στο ντοκιμαντέρ Ζωγραφίζοντας… σε σκηνοθεσία Δημήτρη Σταμάτη και Ιωάννας Νεοφύτου (Ελλάδα) και για ξένη παραγωγή στο ντοκιμαντέρ Ο τελευταίος κυνηγός του μελιού σε σκηνοθεσία Μπεν Νάιτ (Νεπάλ).
- Βραβείο FIPRESCI (Διεθνούς Διαγωνιστικού): Το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών σε σκηνοθεσία Σίμον Λέρεν Βίλμοντ (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία).
- Βραβείο FIPRESCI (ελληνικό ντοκιμαντέρ): Πατρίδα από μάρμαρο σε σκηνοθεσία Μένιου Καραγιάννη (Ελλάδα)
- Βραβείο της Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου: Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος, σε σκηνοθεσία Ελένης Αλεξανδράκη (Ελλάδα)
- Βραβείο της Βουλής των Ελλήνων «Ανθρώπινες Αξίες»: Το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών σε σκηνοθεσία Σίμον Λέρεν Βίλμοντ (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία).