Status Update: Νάνα Παπαδάκη, ηθοποιός, σκηνοθέτις, ποιήτρια
Από φοιτήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν και ποιήτρια. Σήμερα έχει καταφέρει να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στην ηθοποιία και τη συγγραφή, τις δύο μεγάλες της αγάπες. Έχει μια βαθιά πίστη πως στη σημερινή εποχή που ο άνθρωπος τείνει να γίνει αριθμός, τα κείμενα που προτάσσουν την σκέψη και την πίστη στη ζωή είναι πλέον απαραίτητα και λυτρωτικά. Τη φετινή σεζόν η Νανά Παπαδάκη σκηνοθετεί και ερμηνεύει το ελάχιστα παιγμένο κείμενο του Γιάννη Ρίτσου «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», το οποίο ανήκει στους πολύστιχους ποιητικούς μονολόγους της κορυφαίας συλλογής του ποιητή «Τέταρτη Διάσταση».
Αν και πιστεύω πως η ποιότητα ενός ανθρώπου καθιστά την εργασία του τέχνη ή όχι, δεν μπορώ να παραβλέψω πως και η φύση της εργασίας, με τη σειρά της, επηρεάζει τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου. Όταν ένιωσα ότι στη θέση του ανθρώπου υπήρχε κίνδυνος να μπει ένα κυνήγι αμφιβόλου αξίας, στράφηκα στο θέατρο και στην ποίηση, χωρίς όμως να ξεχνώ ότι ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και στην τέχνη. Σε κάθε περίπτωση με τον άνθρωπο ασχολείται κανείς, ανθρώπους συναναστρέφεται, όποια δουλειά και να κάνει. Ο κυνισμός, σε κάθε περίπτωση, είναι μια ψυχική πολυτέλεια που με αποδυναμώνει και μου στερεί τη χαρά.
Έγραφα πριν ασχοληθώ με το θέατρο. Πρώτα, όμως, εργάστηκα για χρόνια στο θέατρο κι ύστερα πήρα την απόφαση να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο κι ύστερα τα επόμενα. Και σταδιακά βρήκα τις ισορροπίες, όσον αφορά στον χρόνο της μελέτης που χρειάζεται και για τα δύο, όπως και για να γνωρίσω τους ανθρώπους, να παρακολουθώ τις δουλειές τους, είτε στο θέατρο είτε στη συγγραφή, να εξελιχθώ μέσα απ’ αυτούς, αλλά και για να κρατήσω μέσα μου ζωντανή την ανάγκη για μια προσωπική διαδρομή κι επαφή με τη δική μου φλόγα και φαντασία.
Ο κίνδυνος είναι να προσπαθήσει κάποιος να μιμηθεί το ύφος ή τη ζωή του καλλιτέχνη που αγαπά και ξεχωρίζει. Ή ακόμα και τον εαυτό του. Για μένα είναι καλύτερο έστω να ψιθυρίσει κανείς τη δική του αλήθεια, παρά να επαναλαμβάνει την αλήθεια κάποιου άλλου. Ή και να μένει σιωπηλός, όποτε κρίνει ότι αυτό χρειάζεται, για να προχωρά και να εξελίσσεται μες στον χρόνο. Τα πρότυπα είναι χρήσιμα για να γνωρίζουμε τον εαυτό μας κι όχι για να τον αποφεύγουμε. Ισχύει βέβαια σε κάθε τομέα αυτό και γενικότερα στη ζωή.
Μελετούσα το κείμενο κείμενο του Γιάννη Ρίτσου «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», αρκετό καιρό πριν. Άρχισα να φαντάζομαι πώς η εσωτερική δράση του κειμένου θα μπορούσα να αποκτήσει σάρκα και οστά, να φτιάξω σκηνικές εικόνες, μια πορεία στη σκηνή με αρχή, μέση και τέλος, δράση, εναλλαγές κι όταν με προσκάλεσε η Χρύσα Καψούλη να παρουσιάσω ένα έργο σε δική μου σκηνοθεσία δέχτηκα με μεγάλη χαρά. Η πίστη επίσης των συνεργατών της παράστασης στη δουλειά μας, με γέμισε δύναμη και κάπως έτσι ρίσκαρα να ενώσω την αγάπη μου για την ποίηση και το θέατρο και να επαληθεύσω με το ίδιο μου το σώμα, επί σκηνής, μιαν ψυχική ωριμότητα που τόσο μεγάλη ανάγκη έχω κι από τους άλλους, ξεκινώντας από τον ίδιο μου τον εαυτό.
Tο κείμενο του Ρίτσου αγγίζει πολλές περιοχές. Ξεκινά από πολύ προσωπικά βιώματα και φτάνει στη μεγάλη εικόνα του κόσμου και της σύστασης των πραγμάτων. Ξεκινώ στη σκηνή ως ηθοποιός που στήνει τον σκηνικό χώρο, σταδιακά περνώ στον ρόλο χωρίς να ξεχνώ πως μέσα από το κείμενο ο Ρίτσος είναι που μιλά, αγωνιά, στοχάζεται πάνω στην ηρωίδα του και τις αντιφάσεις της, αλλά και πάνω στον άνθρωπο, την κοινωνία, τη ζωή, αλλά και τη λειτουργία της ποίησης. Η φθορά του μισογκρεμισμένου αρχοντικού είναι μια άλλη ομορφιά μισοφτιαγμένη, η οποία αναδύεται μέσα απ’ τον λόγο και τη γνώση που προσέφερε η συναναστροφή μαζί της. Το πρόσωπο που επωμίζεται τον λόγο και η σιωπή είναι επίσης οι δύο πλευρές της ίδιας της ποίησης, που δεν μπορεί η μία χωρίς την άλλη. Και όλοι οι συντελεστές δουλέψαμε πάνω στην έννοια του χειροποίητου, μιας ταυτότητας υπό κατασκευή.
Αυτά τα «βασανιστικά» ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο στη σημερινή εποχή και ταυτόχρονα κάνουν την δυναμική της ποιητικής του Ρίτσου πιο σύγχρονη από ποτέ είναι τα εξής: Πώς ζει κανείς; Μας προσφέρεται η γνώση ως γυαλιστερή καρτ-ποστάλ με αποστολέα και παραλήπτη ή μήπως οι φθαρμένες και παραμελημένες περιοχές της ψυχής μας είναι που θα μας πάνε πιο πέρα; Και πιο πέρα τι; Το μισογκρεμισμένο αρχοντικό των βεβαιοτήτων μας μήπως καλά κάνει και καταρρέει και μήπως υπάρχει εκεί μια άλλη ομορφιά πιο ουσιαστική και πιο κοντά στον άνθρωπο; Μπορούμε να αντέξουμε τους κραδασμούς μιας διαφορετικής ζωής ξεκινώντας από μας τους ίδιους; Τα λόγια συμβαδίζουν με τις πράξεις μας; Αντέχουμε να δώσουμε χώρο στη φωνή μας;
Για μένα είναι καλύτερο να ψιθυρίσει κανείς τη δική του αλήθεια, παρά να επαναλαμβάνει την αλήθεια κάποιου άλλου.
Χαίρομαι όταν άνθρωποι από τον χώρο της ποίησης και του θεάτρου έρχονται στην παράστασή μας, όταν τους βλέπω ανάμεσα στα πρόσωπα του κοινού και που δεν έχει καμία σημασία ποιός είναι τι. Και που όλοι μαζί αναπνέουμε στον ρυθμό του κειμένου, των νοημάτων, των εικόνων.
Με έλκουν τα δύσκολα κείμενα. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι το θέατρο είναι πολύ μεγάλο, έχει πολλές δυνατότητες και χωράει τα πάντα. Τέτοιου είδους κείμενα μπορούν να διευρύνουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη του ηθοποιού πάνω στη σκηνή, τη λειτουργία του θεάτρου και την ανθρώπινη ύπαρξη. Σε μια εποχή που ο άνθρωπος τείνει να γίνει αριθμός, πιστεύω ότι κείμενα που προτάσσουν την σκέψη και την πίστη στη ζωή είναι απαραίτητα και λυτρωτικά.
Οι ποιητές ζουν την ίδια ζωή με όλους μας. Δεν ζουν κάπου απομονωμένοι και προστατευμένοι, έχουν τις ίδιες αγωνίες με όλους μας. Και οι ηθοποιοί και όλοι. Το κείμενο δεν είναι εύκολο, αλλά και τί είναι. Αυτό που καταλαβαίνω πάντως είναι ότι αν κάτι γίνεται με φροντίδα και σεβασμό, το κοινό το εισπράττει και θέλει να έρχεται σε επαφή με κείμενα τέτοιου είδους, όταν νιώθει ότι δεν το υποτιμούν. Αν θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει εξοικείωση με αυτά τα κείμενα μέχρι στιγμής, τότε κάποια στιγμή πρέπει να αρχίσει να υπάρχει κι αυτό είναι στο χέρι όλων μας.
Όσο περνάει ο καιρός και βουτάω στα νοήματα του κειμένου, αναπνέω μαζί με τους θεατές στις παραστάσεις, βλέπω την ανταπόκριση και τη συγκίνησή τους, ανακαλύπτω καινούριες περιοχές, τόσο περισσότερο έρχομαι σε σύγκρουση όχι με το κείμενο, αλλά με τον εαυτό μου που δεν το επιχείρησα ίσως ακόμη νωρίτερα. Το κείμενο όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο με εκφράζει και το κατανοώ με όλο μου το σώμα, όπως και τις δυνατότητες που έχει όλη η σύνθεση της «Τέταρτης Διάστασης» να μεταφέρεται στη σκηνή.
Η ηρωίδα είναι μεγάλη σε ηλικία. Ένας χείμαρρος σκέψεων, ιδεών, εικόνων αναβλύζει από μέσα της, καθώς φτάνει στο τέλος της. Έχει μια ωριμότητα να συγχωρέσει, να κατανοήσει, να δει πια τη μεγάλη εικόνα, καθώς και την ίδια μέσα σ’ αυτήν. Κι επειδή αισθάνομαι ότι πολλοί άνθρωποι έχουμε αναγκαστεί να ωριμάσουμε πριν την ώρα μας, για να αντιμετωπίσουμε έναν κόσμο ανώριμο, αν θέλετε δανείζομαι τις λέξεις, το αίσθημα, τον συγκροτημένο λόγο και τη ρωγμή της για να κάνω κι εγώ, μαζί πια με το κοινό, το ίδιο ταξίδι.