Αρης Τρουπάκης: Είναι ίδιον παρακμής ο “σταρ” μιας παράστασης να είναι ο σκηνοθέτης
Εδώ και είκοσι χρόνια, από την εποχή που αποφοίτησε από τη δραματική του Θεάτρου Τέχνης μέχρι και σήμερα, αμφιβάλλει ακόμα αν είναι φύσει ηθοποιός, γι’ αυτό και προσεγγίζει όλο και πιο εντατικά τη σκηνοθεσία. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Ανήκει στα παλαιότερα μέλη της ομάδας του Στάθη Λιβαθινού – αν και έχει δραστηριοποιηθεί πολύ κι εκτός αυτής. Παρότι έχει συμπληρώσει είκοσι χρόνια ως ηθοποιός, κλίνει συνειδητά και με μεγαλύτερη προθυμία στη σκηνοθεσία – με πλέον πρόσφατες τη «Νυχτερίδα» – το τρίτο μέρος της τριλογίας του Στρατή Τσίρκα – και τη «Φθινοπωρινή σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Η μουσική συνομιλεί μέσα του ισότιμα με το θέατρο γι’ αυτό και πολύ συχνά παίρνει την κιθάρα του και γράφει τραγούδια για τις «Παράξενες μέρες» – τη ροκ μπάντα στην οποία συμμετέχει εδώ και δέκα χρόνια.
Για κάποιο λόγο (και παρόλα αυτά) ο Αρης Τρουπάκης δίνει την εντύπωση ενός αθόρυβου δημιουργού που ένα ανοιξιάτικο πρωινό – λίγο πριν την πρόβα για τον «Τίμωνα, τον Αθηναίο», τη νέα σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο Εθνικό Θέατρο – αποφασίζει να διαρρήξει.
Τα τελευταία χρόνια σκηνοθετείς συχνότερα από ότι παίζεις.
Είναι θέμα συγκυριακό και σίγουρα δεν είναι μια συνειδητή επιλογή. Πάντως, ομολογώ πως θα ήταν καλύτερα αν μπορούσα να παίζω όλο και λιγότερο.
Αρα δεν ανήκεις στην κατηγορία εκείνη των δημιουργών που θεωρούν τη σκηνοθεσία και την υποκριτική δύο όψεις του ίδιου νομίσματος…
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι φύσει ηθοποιοί – χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και καλοί σε αυτό που κάνουν – και άλλοι που είναι φύσει σκηνοθέτες. Δεν νομίζω πως ανήκω στην πρώτη κατηγορία ή τουλάχιστον η σκηνοθεσία μου ταιριάζει πιο πολύ.
Θα ήταν καλύτερα αν μπορούσα να παίζω όλο και λιγότερο στο θέατρο
Έχεις αμφιβολίες για το τι είδους ηθοποιός είσαι;
Δεν μπορώ να κρίνω αν είμαι καλός ή κακός ηθοποιός· αμφιβάλλω, όμως, πολύ για το κατά πόσο είμαι ηθοποιός βαθιά μέσα μου. Και αμφιβάλλω από την πρώτη μέρα, από τότε που ήμουν φοιτητής στο Θέατρο Τέχνης. Τότε δεν μπορούσα να το αξιολογήσω με ακρίβεια, σκεφτόμουν πως μάλλον δεν είμαι καλός γι’ αυτή τη δουλειά. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα περισσότερο προς τα πού κινούμαι, αλλά και πάλι δεν ισχυρίζομαι πως έχω βρει τον προορισμό μου στη ζωή. Σκέφτομαι όμως πως θα έπρεπε τουλάχιστον να μου λείπει όταν δεν παίζω – και δεν μου λείπει. Η΄ θα έπρεπε να ονειρεύομαι ρόλους και δεν τους ονειρεύομαι.
Και τι κάνεις όταν έρχονται οι ρόλοι;
Τους αντιμετωπίζω με επαγγελματισμό και αφοσίωση. Η υποκριτική δεν είναι κάτι που απεχθάνομαι απλώς δεν είμαι πλασμένος γι’ αυτήν.
Σκηνοθετώντας πάντως έχεις βρει έναν προσωπικό άξονα, τα ελληνικά κείμενα.
Με απασχολεί το ελληνικό έργο, με απασχολεί η ταυτότητα στα πράγματα – όχι με την έννοια να εστιάσω στην εθνική ή την γλωσσική ταυτότητα αν και από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς. Ωστόσο, αν ήταν στο χέρι μου να επιλέγω θα είχα κάνει περισσότερη λογοτεχνία και ελληνικό ρεπερτόριο. Από μικρός, είχα καλή σχέση με το βιβλίο και ακόμα νιώθω πως στη λογοτεχνία υπάρχει ένα άνοιγμα, μια μεγαλύτερη ευκαιρία. Δεν ήταν τυχαίο που σκηνοθετικά ξεκίνησα με τα «Ματωμένα Χώματα». Πολλοί έχουν τεράστιες αντιρρήσεις με τη θεατροποιημένη λογοτεχνία αλλά καταλαβαίνω πως η σχέση μου με τα πράγματα στην τέχνη είναι εντελώς ερωτική. Δεν προβάλλω επιχειρήματα και δεν σηκώνω λάβαρα απόψεων για όσα υπερασπίζομαι στην τέχνη αλλά τα υπερασπίζομαι ως ένα προσωπικό μου βίτσιο.
Επομένως, αν σου πρότειναν να σκηνοθετήσεις εν λευκώ ποιο έργο θα επέλεγες;
Σίγουρα θα έμπαινα πάλι στο τριπάκι της λογοτεχνίας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα λάμβανα υπόψη μου το χώρο και το κοινό του. Δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω για μια εκπλήρωση του δικού μου ονείρου αλλά για μια ανάγκη να μοιραστώ αυτό το όνειρο και με άλλους. Τα όνειρα όσων κάνουμε θέατρο πρέπει να αφορούν και τους άλλους. Αλλά γενικότερα, τα όνειρα για να πραγματωθούν πρέπει να έχουν κόσμο γύρω τους.
Δεν προβάλλω επιχειρήματα και δεν σηκώνω λάβαρα απόψεων για όσα υπερασπίζομαι στην τέχνη – αλλά τα υπερασπίζομαι ως ένα προσωπικό μου βίτσιο
Σκηνοθετώντας από την αφετηρία του ηθοποιού ποια είναι η θέση σου για τη διάκριση του σκηνοθέτη στο ελληνικό θέατρο;
Το θέατρο είναι ενός ανδρός αρχή και πιθανώς να μην μπορεί να συμβεί αλλιώς. Αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορεί να συμβεί αν δεν λειτουργήσει καλά ένα σύνολο. Η αντίφαση είναι μεγάλη αλλά αληθινή. Τώρα που και οι δύο παραστάσεις που σκηνοθετώ – «Η νυχτερίδα» για το Θέατρο Τέχνης και η «Φθινοπωρινή σονάτα» για το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας – έχουν πάρει το δρόμο τους και κάθομαι σε μια γωνιά και τις παρακολουθώ σκέφτομαι πως οι ηθοποιοί εκείνοι είναι οι δημιουργοί τους. Ευτυχώς, δεν βλέπω πουθενά εαυτό μου. Δεν είναι μόνο ο ηθοποιός που πρέπει να είναι αόρατος αλλά και ο σκηνοθέτης. Είναι τρομερό πως όσο μεγαλύτερη ευθύνη και περισσότερη δουλειά έχεις να κάνεις, τόσο λιγότερο πρέπει αυτό να είναι ορατό στο αποτέλεσμα του. Κι έτσι, καταλήγοντας, θεωρώ πως είναι ίδιον παρακμής όταν ο “σταρ” μιας παράστασης είναι ο σκηνοθέτης, όταν η παράσταση είναι του “τάδε”. Σημαίνει ότι το θέατρο δεν πάει καλά.
Αποστασιοποιείσαι από την τρέχουσα θεατρική λογική επομένως.
Δεν ξέρω αν αποστασιοποιούμαι επί της ουσίας αλλά σίγουρα αυτή η λογική με τρομάζει. Όπως με τρομάζουν οι προσωποκεντρικές καταστάσεις γιατί στην βάση του είναι απάνθρωπες ακόμα κι αν οι προθέσεις του εκάστοτε σκηνοθέτη είναι οι καλύτερες.
Εχεις περάσει άσχημα ως ηθοποιός στη συνεργασία σου με σκηνοθέτες;
Όσες φορές πέρασα άσχημα έφταιγα εγώ είτε γιατί με είχε πιάσει το ψώνιο μου, είτε γιατί δεν περνούσα γενικότερα μια καλή περίοδο στη ζωή μου είτε γιατί έβγαιναν οι ιδιοτροπίες μου στην επιφάνεια. Προφανώς υπήρξαν λάθος συναντήσεις.
Εχεις ψωνιστεί κι εσύ λοιπόν.
Δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτή τη δουλειά που δεν έχει ψωνιστεί κάποτε και δεν θα ξαναψωνιστεί στο μέλλον. Το θέμα είναι να βρει τον τρόπο να το διαχειρίζεται για να μπορεί να συμβιώνει με άλλους ανθρώπους.
Δεν καταλαβαίνω πολύ την ομαδικότητα. Δεν καταλαβαίνω τη μη επιβεβαίωση μέσα από σένα αλλά μόνο μέσα από τη σχέση σου με τους άλλους
Ακούγοντας σε τόσην ώρα, όπου συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν είναι απολύτως στέρεο στην ενασχόληση σου με την τέχνη, αναρωτιέμαι πως μπήκες στο θέατρο.
Μπήκα στη σχολή πριν κλείσω τα 18 μου, ήμουν πολύ μικρός και σαφώς υπήρχε ένας εφηβικός ενθουσιασμός για τον οποίο δεν μετανιώνω τώρα που μεγάλωσα. Γενικά, οι αποφάσεις που έχω πάρει στη ζωή μου δεν είχαν από πίσω τους πολλή σκέψη. Αν μου ζητούσαν πριν ή μετά από αυτές να τις αιτιολογήσω δεν θα μπορούσα. Είναι χαρακτηριστικό πως η σκηνοθεσία προέκυψε όταν πήγα στην ακρόαση του Στάθη Λιβαθινού στην Πειραματική Σκηνή το 2001 όπου ίδρυε ένα τμήμα Υποκριτικής κι ένα Σκηνοθεσίας. Είχα υπόψη μου να συμμετέχω στο πρώτο αλλά όταν εκείνος ρώτησε «ποιος από εσάς έχει έρθει για το Τμήμα Σκηνοθεσίας;» σήκωσα το χέρι μου. Κι έκτοτε δεν έχω γυρίσει ποτέ πίσω για να αναζητήσω την ακριβή αιτία της απόφασης μου. Το μόνο που με σώζει είναι πως εμπιστεύομαι τη στιγμή που θα το καταλάβω έστω και με τυχαίες αφορμές.
Θυμάσαι λοιπόν μια σημαντική ή ασήμαντη στιγμή που είχε αφετηριακό χαρακτήρα στη σχέση σου με το θέατρο;
Πολλές! Θυμάμαι να παρακολουθώ έκθαμβος στο Υπόγειο τη διαδικασία φωτισμού της παράστασης «Τα ραβδιά των τυφλών» του Γιάννη Ρίτσου που σκηνοθετούσε ο Μίμης Κουγιουμτζής. Θυμάμαι την πρώτη μου παράσταση στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη στο Θέατρο του Λυκαβηττού. Τη σκηνοθεσία του Γιώργου Λαζάνη στην «Αλκηστη», όπου δούλευα για πρώτη φορά σαν επαγγελματίας – απόφοιτος του «Τέχνης» πια – και κατά τη διάρκεια των προβών ο χορογράφος ζήτησε από τους πρωταγωνιστές να οργανώσουν την υπόκλιση. Ζήτησε λοιπόν από την Εύα Κοταμανίδου, τον Περικλή Μουστάκη, την Κάτια Γέρου οι οποίοι πρωταγωνιστούσαν να βγουν ένας – ένας μπροστά μα δεν κουνήθηκε κανείς τους· απλώς γιατί δεν ήξεραν να υποκλίνονται μόνοι παρά όλοι μαζί. Πώς να μην με ορίσει μια τέτοια εμπειρία; Τα επόμενα χρόνια έψαχνα παντού να την ξαναβρώ.
Αναζητούσες την ομαδικότητα;
Ξέρεις, δεν καταλαβαίνω πολύ την ομαδικότητα. Δεν καταλαβαίνω τη μη επιβεβαίωση μέσα από σένα αλλά μόνο μέσα από τη σχέση σου με τους άλλους.
Ωστόσο δουλεύεις στο πλαίσιο της ομάδας του Στάθη Λιβαθινού εδώ και χρόνια.
Το φοβερό είναι ότι δεν κατάλαβα πως πέρασαν 17 χρόνια μέσα την ομάδα. Είναι μια υγιής συνθήκη γιατί κανείς δεν έμεινε στην ομάδα επί 17 συναπτά έτη, ούτε καν ο ίδιος ο Στάθης (Λιβαθινός)· όλοι κάναμε διαλείμματα, με την ελευθερία να δουλέψουμε και σε άλλα σχήματα. Ημασταν εκεί κάθε φορά επειδή το θέλαμε. Επομένως δεν ήταν κάτι που επιζητούσα αλλά κάτι που μου άρεσε ενώ γινόταν.
Αδιαφορούσα πάντα για ο,τιδήποτε σχετίζεται με την εντύπωση που αφήνω
Πόσο καθοριστική για την εξέλιξη σου ήταν η σχέση σου με το Στάθη Λιβαθινό;
Πάρα πολύ. Κοντά του σπούδασα σκηνοθεσία, είναι δάσκαλος μου κι αυτό είναι από μόνο του πολύ σημαντικό. Νομίζω όμως, πως εκείνο που καθόρισε τη σχέση μας είναι πβς δεν προσπάθησε να μου υπενθυμίσει ότι είναι δάσκαλος μου· αλλά προτίμησε να εμπιστευτεί τη ζωή και το μεγάλωμα μας.
Εσύ ξεπέρασες τη σχέση μαθητή – δασκάλου;
Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι τη σχέση μας μέσα από αυτό το πρίσμα κι άλλες όχι. Το σίγουρο είναι πως δεν ξεπέρασα τη συγγένεια.
Ζητάς τη γνώμη του Στάθη Λιβαθινού όταν σκηνοθετείς;
Οχι, δεν θα ήταν σωστό. Την επιζητώ όταν ολοκληρώσω μια δουλειά όπως και κάθε ανθρώπου τη γνώμη του οποίου σέβομαι.
Γενικά, φαίνεται πως ανήκεις σε μια μικρή κατηγορία καλλιτεχνών του ελληνικού θεάτρου που χαρακτηρίζονται ως αθόρυβοι. Πως το ακούς αυτό;
Καταλαβαίνω ότι δίνω μια τέτοια εικόνα αλλά δεν με απασχόλησε ποτέ. Αδιαφορούσα πάντα για ο,τιδήποτε σχετίζεται με την εντύπωση που αφήνω. Από νωρίς είχα εστιάσει περισσότερο στην προσωπική μου ζωή και στην ευχαρίστηση της δουλειάς – από την πιο ρηχή ως την πιο βαθιά της εκδοχή – αλλά και στη διάθεση να κάνω μια δουλειά και να μπορώ να βιοπορίζομαι από αυτήν.
Αυτό είναι κάτι που δεν ακούμε συχνά από έναν καλλιτέχνη.
Δεν ισχυρίζομαι πως δεν συγκινούμαι από καλά λόγια ή από καλές κριτικές. Και φυσικά θα στενοχωρηθώ αν εισπράξω αρνητικά σχόλια. Ωστόσο, δεν υπάρχω μόνο μέσα από την εντύπωση που δίνω ή την εντύπωση που έχουν οι άλλοι για μένα. Είναι άλλα πράγματα στη ζωή μου που το εκτοπίζουν αυτό: Είναι ο έρωτας, η σχέση με τους φίλους μου – οι οποίοι είναι παλιοί και πιστοί – η οικογένεια μου, τα βιβλία, οι μουσικές μου.
Αυτό σημαίνει πως το θέατρο δεν είναι η ζωή σου;
Ξέρεις τι; Μπορεί το θέατρο να είναι η ζωή μου αλλά πάλι ξέρουμε τι είναι η ζωή μας; Ο άνθρωπος είναι ένα πολύ περίπλοκο σύμπαν που γίνεται ακόμα περιπλοκότερο όταν σχετίζεται με τους άλλους. Επειδή πιστεύω βαθύτατα πως ο Θεός δεν βρίσκεται μέσα μας αλλά ανάμεσα μας δεν μας μένει χώρος για να προσπαθούμε να βάλουμε τα κομματάκια της ζωής μας σε σειρά. Ναι, καταλαβαίνω πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να προσπαθεί να φτιάξει το παζλ αλλά θα πρέπει να είναι πολύ πιο απελευθερωτικό όταν συνειδητοποιήσουμε πως τα κομματάκια είναι εκεί για να αυτοσχεδιάζουμε κι όχι για να τα βάζουμε στη σωστή σειρά.
Νομίζω πως στην υπόλοιπη ζωή μας παλεύουμε να συναντήσουμε τα παιδικά μας βιώματα
Μίλησες για το Θεό ανάμεσα μας. Πιστεύεις στο Θεό πάνω από εμάς;
Τον έχω ανάγκη. Δεν ξέρω αν υπάρχει και δεν έχει νόημα να το μάθω. Ο Θεός υπάρχει για όσους τον έχουν ανάγκη. Και υπάρχει μόνο στα μικρά πράγματα. Κι αυτό μου το υπενθυμίζει το θέατρο που από τη φύση του προσπαθεί να εγκλωβίσει τα πολύ μεγάλα πράγματα μέσα στα πολύ μικρά. Εκεί είναι το μεγαλείο των πραγμάτων: Στην χωρητικότητα τους.
Κι ενώ σε αποδέχεσαι τον όρο του αθόρυβου δημιουργόυ υπάρχει και η ροκ μπάντα σου, οι «Παράξενες μέρες» που κάνουν κάποιο θόρυβο…
Η πρώτη μου δουλειά, το πρώτο μεροκάματο που κέρδισα στα 16 μου ήταν ως μουσικός. Κι ύστερα ήρθε και η μπάντα με την οποία φέτος κλείνουμε δέκα χρόνια. Γράφω τα τραγούδια μας και καμιά φορά τα τραγουδώ. Ομως αισθάνομαι πως η δημιουργική λειτουργία του γκρουπ είναι, σχεδόν, η ίδια με αυτή του θεάτρου. Δεν μ’ ενδιέφερε να κυκλοφορήσω αυτά τα τραγούδια παρά μόνο μέσα από ένα σχήμα.
Μέσα στην κουβέντα ανέτρεξες πολλές φορές στα 16 σου, σε εφηβικές αναμνήσεις. Γιατί;
Νομίζω πως γιατί αυτή η ηλικία έχει να κάνει με όσα βρήκα τυχαία στη ζωή μου. Τότε ήταν γνώρισα τους φίλους μου τους οποίους έχω ακόμα στη ζωή μου. Δεν έχω παρέες από το θέατρο, όλοι οι φίλοι μου είναι “κανονικοί” άνθρωποι. Γενικά, πιστεύω πως όλα για τη ζωή τα μάθαμε μέχρι τα πέντε μας χρόνια και δεν το αναφέρω με μια ψυχαναλυτική διάσταση. Τα παιδιά έχουν αδιανόητη δυνατότητα να προσλαμβάνουν την πληροφορία, έτσι κι εμείς την πήραμε απλώς δεν ξέραμε πώς να τη διοχετεύσουμε. Νομίζω λοιπόν πως στην υπόλοιπη ζωή μας παλεύουμε να συναντήσουμε αυτά τα παιδικά βιώματα έχοντας την ψευδαίσθηση ότι κάτι νέο ανακαλύπτουμε. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο με την έννοια του πρωτόφαντου αλλά με την έννοια του επανα-ανακαλυφθέντος. Νιώθω πως όλη μας η ζωή αποτελείται από πράγματα τα οποία ξέρουμε από κάπου. Κι ίσως εγώ να τα ξέρω από τα 16 μου.
Υπό αυτή την έννοια, σε απασχολεί το μέλλον σου;.
Δεν το φαντάζομαι γιατί ποτέ δεν έκανα σχέδια και ποτέ δεν έβαζα στόχους – ούτε καν επαγγελματικούς. Με κουράζει αυτό. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιώ ότι αυτό μπορεί να φανερώνει κι ένα φόβο.