Μαρία Μαγδαληνή
Η αληθινή ιστορία της Μαρίας Μαγδαληνής με τη Ρούνι Μάρα στο ρόλο, τον Χοακίν Φίνιξ ως Χριστό και την Αριάν Λαμπέντ ως… «κακιά» αδελφή της ηρωίδας.
Η Μαρία είναι μια νεαρή γυναίκα που αναζητά ένα νέο τρόπο ζωής και, αψηφώντας τις ιεραρχίες και τις αξίες της παραδοσιακής της οικογένειας, γίνεται μέλος ενός κοινωνικού κινήματος με επικεφαλής τον Ιησού το Ναζωραίο. Σύντομα, η Μαρία βρίσκει τη θέση της μέσα στο κίνημα και το πνευματικό της ταξίδι την τοποθετεί στην καρδιά μιας ιστορίας που θα τη φέρει αντιμέτωπη με το πεπρωμένο του Ιησού και τη δική της θέση σ’ αυτό.
Η ιστορική αποκατάσταση του ονόματος της Μαρίας Μαγδαληνής δυστυχώς δεν συμπίπτει και με μια σημαντική ταινία αφού ο σκηνοθέτης προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες Ιστορίας-μυθοπλασίας και να μην θίξει το θρησκευτικό αίσθημα των χριστιανών. Έτσι χάνεται η μεγάλη ευκαιρία να αποτυπωθεί μια δεύτερη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής του Χριστού μετά από τη σπλάτερ εκδοχή του Μελ Γκίμπσον.
Ενώ όμως ο αυστραλός σταρ έδωσε τη διάσταση μιας υπερβίαιης εποχής με ισχυρό ατού την αυθεντική γλώσσα της εποχής (αραμαϊκά) ο Ντέιβις επιλέγει την λυρική απεικόνιση της «μεγαλύτερης ιστορίας του κόσμου» με αφελείς συμβολισμούς (πολλές σκηνές διαλογισμού και «χασίματος» του Ιησού είναι στα όρια του κωμικού και μας κάνει να φανταστούμε το όργια θα έφτιαχναν με αυτές οι Μόντι Πάιθονς αν ήταν ακόμη ενεργοί) και δίχως καμιά έμπνευση. Πάλι καλά που έχει μια ηθοποιό, τη Ρούνι Μάρα που ακόμη και φυσιογνωμικά έχει μια ιερότητα στο πρόσωπο, η οποία βγάζει πολλές φορές τα κάστανα από τη φωτιά και σώζει το φιλμ από την καταστροφή.
Δεν ισχύει το ίδιο για τον Φίνιξ που είναι εντελώς απροστάτευτος από το σκηνοθέτη στην τόσο κρίσιμη αποστολή του. Εν κατακλείδι, το έργο αξίζει κυρίως για το πρώτο ημίωρο όπου η διακριτική σκηνοθεσία δίνει πειστικά την εσωτερική αγωνία της Μαρίας (το όνομα της οποίας στιγματίστηκε από τον Πάπα Γρηγόριο πριν από 15 αιώνες και μόνο πρόπερσι η Καθολική Εκκλησία αποκατέστησε την αλήθεια βάζοντας την Μαγδαληνή σε ισότιμη θέση με τους άλλους Αποστόλους) και την υπογράμμιση της σωστής αντίληψης της για τη διδασκαλία του Χριστού σε αντίθεση με τους άντρες μαθητές του που δεν είχαν καταλάβει το νόημα του λόγου Του.
Χάνει όμως σχεδόν σε όλα τα άλλα με κυριότερο σφάλμα η φεμινιστική ανάδειξη του χαρακτήρα της Μαρίας. Μια επιλογή παντελώς άστοχη και ανιστόρητη.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης