H Τζίνα (Μπλέικ Λάιβλι) και ο Τζέιμς (Τζέισον Κλαρκ) έχουν έναν υπέροχο γάμο. Μετά από ένα ατύχημα η Τζίνα χάνει την όρασή της και εξαρτάται ολοκληρωτικά από τον άντρα της. Όλα κυλούν ήρεμα και χωρίς άλλες συγκινήσεις μέχρι τη στιγμή που η Τζίνα αποκτά ξανά την όρασή της και συνειδητοποιεί ότι πως η ζωή της δεν είναι αυτή που νόμιζε.
Το μυστήριο δημιουργείται όχι απλώς δεξιοτεχνικά αλλά και με μια υποβόσκουσα ένταση που σχεδόν ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε την αληθινή της προέλευση.
Αμέτρητα τα ερωτήματα που θέτει ο στυλίστας Φόρστερ γύρω από τη σχέση του ζευγαριού, ο οποίος παίζει παραισθητικά με τις φλου εικόνες που «βλέπει» η Τζίνα μετά από την πετυχημένη επέμβαση που της επιτρέπει να αποκτά σταδιακά την όραση της και την δυσοίωνη πραγματικότητα, ποντάροντας στον ψυχολογικό τρόμο που γεννά μια τέτοια ιστορία.
Όμως στην πραγματικότητα εκείνο που ενδιαφέρει το σκηνοθέτη είναι η χειραφέτηση της ηρωίδας, η ατομική ψευδαίσθηση και η αντίληψη της πραγματικότητας. Μια πραγματικότητας ανορθόδοξης πάντως, με συμπεριφορές ανεξήγητες ή απλώς καλυμμένες με μυστικά κριτήρια και μια κυρίαρχη αίσθηση αμφισημίας πάνω στην τακτοποιημένη ζωή του ζευγαριού.
Ο Φόρστερ κάπου χάνει τον έλεγχο του φιλμ και αρχίζει τις μεσοβέζικες λύσεις. Το στερεότυπο του ιδανικού ζευγαριού, οι ερωτικές φαντασιώσεις, το αρχετυπικό χιτσκοκικό ζήτημα του «φαίνεσθαι και του είναι» σε μια εμπνευσμένη και ανατρεπτική ανάγνωση – το ισχυρό κομμάτι του φιλμ μαζί με την ερμηνεία της Λάιβλι- η ψυχολογική προσέγγιση της ασφάλειας που «προσφέρει» η οικογενειακή εστία, η ισχυρή αισθητική αντίληψη των πραγμάτων. Πολλά τα δυνατά στοιχεία του φιλμ αλλά και εμφανής η αδυναμία του σκηνοθέτη να τα δέσει όλα αυτά λειτουργικά και αποτελεσματικά σε ένα ενιαίο σύνολο.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης