Status Update: Σπύρος Κουβαράς, χορογράφος – χορευτής
Σπούδασε σύγχρονο χορό και χορογραφία – performance στο Centre National de la Danse στο Παρίσι και στο στούντιο Ménagerie de Verre, ενώ αποφοίτησε από την Ευρωπαϊκή Ακαδηµία Σωµατικού Θεάτρου του Παρισιού, και διαγράφει πλέον διεθνή πορεία. Ο χορογράφος – χορευτής Σπύρος Κουβαράς και η ομάδασύγχρονου χορούSynthesis 748 υπογράφουν την πρώτη τους δημιουργία επί ελληνικού εδάφους, με το νέο τους έργο «Έρημη Χώρα – ΜΕΤΑ», που θα παρουσιαστεί στο Σύγχρονο Θέατρο από 13 έως 15 Απριλίου.
Δεν ασχολήθηκα με τον χορό απο μικρός, ούτε είχα φανταστεί τον εαυτό μου χορευτή ή χορογράφο, παρόλο που υπήρχαν ευρύτερες καλλιτεχνικές επιρροές στην οικογένεια μου, από την μεριά της μητέρας μου. Ωστόσο, υπήρχε παράλληλα το «κινητικό μικρόβιο» από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, μιας και έκανα πολύ αθλητισμό και στη συνέχεια διάφορες somatics πρακτικές και κινητικές τέχνες, όπως ακροβατικά, τσίρκο, τεχνικές μιμικής και, μεταξύ αυτών, και μαθήματα χορού.
Η στροφή μου προς τον σύγχρονο χορό έγινε όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι σ’ αυτόν έναν τεράστιο ορίζοντα καλλιτεχνικής ελευθερίας, με την έννοια ότι εκεί βρήκα το πεδίο στο οποίο μπορούσα να συνδυάσω, τόσο το κινησιολογικό, όσο και το πιο εικαστικό background μου, έχοντας πριν τον χορό σπουδάσει Graphic Design και Εφαρμοσμένες Τέχνες.
Είχα την τύχη να σπουδάσω χορό στην Γαλλία και ειδικότερα στο Παρίσι, σε μια πόλη που η στερεοτυπική αντίληψη περί της σεξουαλικής ταυτότητας των χορευτών έχει καταρριφθεί απο την δεκαετία του 80. Μιλάμε βέβαια για μια χώρα που έχει 15 Εθνικά Χορογραφικά Κέντρα, 2 Εθνικά Κέντρα Χορού και περίπου 350 επαγγελματικές ομάδες σύγχρονου χορού μόνο στο Παρίσι και όπου η στατιστική απόκλιση μεταξύ αντρών και γυναικών χορευτών/χορευτριών είναι σαφώς μικρότερη απ’ οτι στην Ελλάδα.
Δεν μπορώ να διαχωρίσω τον χορό από τη χορογραφία, γιατί εξασκώ με μεγάλη αγάπη και τα δύο και γιατί για εμένα δεν νοείται χορευτής που να μην λειτουργεί χορογραφικά, όχι απαραίτητα στην σύνθεση της παράστασης, αλλά κυρίως μέσα στο σώμα του και στο μυαλό του, στην εν γένει αντιληπτική του ικανότητα. Ο χορευτής πρέπει να είναι και να αισθάνεται καλλιτέχνης, δεν είναι εκτελεστής κινήσεων. Είναι κάτι πολύ λεπτό όλο αυτό και δυστυχώς δυσεύρετο σε αρκετούς χορευτές. Φυσικά, η μεγαλύτερη ευθύνη για αυτό είναι των σχολών (όχι όλων), που συχνά ευνουχίζουν καλλιτεχνικά τον χορευτή εγκλωβίζοντας τον μέσα στον ακαδημαϊσμό και σε κλισέ μανιέρες. Ευτυχώς τώρα, τα νέα παιδιά, οι νέοι χορευτές, είναι πιο ανοιχτοί, τα ερεθίσματα τους είναι πιο πολύπλευρα και με χαρά παρατηρώ την διάθεση τους για έρευνα και πειραματισμό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι παλιότερα.
Η καλλιτεχνική απόλαυση, έτσι όπως είθισται να αποδίδεται, είναι ένα μικροαστικό σύμπτωμα που ο δημιουργός οφείλει να αγνοεί.
Νομίζω ότι πρέπει να αποκοπεί (ευτυχώς συμβαίνει σε έναν βαθμό πια) η a priori σύνδεση των παραστατικών τεχνών με την εξιστόρηση μια ιστορίας ή ενός «παραμυθιού» με αρχή, μέση και τέλος, με ρόλους/χαρακτήρες κτλ, που συχνά αναλώνονται στην μικρότητα της αφήγησης. Ειλικρινά, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί κυριαρχεί αυτή η απαίτηση απο τους σύγχρονους χορογράφους ή τους σκηνοθέτες περισσότερο απ’ ό,τι στους συνθέτες ή τους εικαστικούς για παράδειγμα.
Δεν πιστεύω στην τέχνη ως διασκέδαση, αλλά στην τέχνη ως πεδίο διανοητικών και συναισθηματικών αναταράξεων. Η καλλιτεχνική απόλαυση, έτσι όπως είθισται να αποδίδεται, είναι ένα μικροαστικό σύμπτωμα που ο δημιουργός οφείλει να αγνοεί. Άλλωστε, η τέχνη γεννιέται μέσα απο τις αμφιβολίες και παράγει αμφιβολίες, και κατά συνέπεια, για εμένα, ένα έργο που «δίνει απαντήσεις» είναι βαρετό.
Θα έλεγα ότι οι παραστάσεις μου απευθύνονται περισσότερο στις αισθήσεις ή στο υποσυνείδητο του θεατή. Είναι αφορμές για μια αισθητηριακή εμπειρία ως βίωμα όμως, και όχι ως καλλιτεχνική απόλαυση, όπου το συνεχές αυτής της εμπειρίας χρωματίζεται και τροφοδοτείται από κάθε άλλη εμπειρία που μεταφέρει ο θεατής/επισκέπτης. Αυτή η συνδιαλλαγή, αυτό το μοίρασμα μεταξύ των δυο πλευρών, είναι ικανό να παράξει μεγάλη συγκίνηση. Ως χορογράφος, με ενδιαφέρει η διαλεκτική σχέση της αφαίρεσης με το ανθρώπινο στοιχείο, αυτό είναι και το κυρίαρχο δραματουργικό πλαίσιο των παραστάσεων μου. Μια γεωμετρική σύνθεση του χώρου από σώματα, αντικείμενα και ήχους, που δημιουργούν παλλόμενες δονήσεις σε μια ευρύτερα δομημένη, χωρική διάταξη. Τα έργα μου είναι, ως επί το πλείστον, αυτοβιογραφικά, και μέσα απο την αφαίρεση οι εικόνες δεν συγκροτούν μια αφήγηση απλώς, αλλά μια ενέργεια, ένα βιο-ψυχογράφημα.
Στο «Έρημη Χώρα-ΜΕΤΑ», διακρίνουμε στα σώματα και στις προσωπικότητες των χορευτών μια μηχανιστική και animalesque προσέγγιση με προεκτάσεις στο μεταμοντέρνο τεχνο-σώμα. Το σώμα αυτό, ενώ κουβαλάει το παρελθόν του, μοιάζει σαν να αρνείται σε έναν βαθμό την καταγωγή του, σαν να θέλει να αποδράσει από αυτή και να «αναποδογυρίσει» τον κόσμο. Χορογραφικά, τα σώματα/performers προσεγγίζονται κυρίως με την οντολογική, υπαρξιακή τους διάσταση, πέρα απο το έμφυλο και την σεξουαλική ταυτότητα, για αυτό και χρησιμοποιούνται μασκοφορίες, για αυτό και τα σώματα σταδιακά ομογενοποιούνται και γίνονται πιο «άφυλα». Οι χορευτές μοιάζουν συχνά σαν εκτεθειμένα αντικείμενα στην όλη χωροταξική εγκατάσταση, αλλά και τα ίδια τα αντικείμενα ενίοτε μετατρέπονται σε οργανικές φόρμες.
Δεν ξέρω αν το έργο είναι φουτουριστικό, σίγουρα όμως είναι ένας νεο-ρεαλιστικός κόσμος που δίνει την αίσθηση ενός άχρονου, (μη)τόπου.
Υπάρχει μια σύνδεση με το έργο του Έλιοτ, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με ένα αίσθημα αποστέρησησης και απο-προσωποποίησης που συναντάται, τόσο στο ποίημα, όσο και στην συγκεκριμένη δουλειά μου. Ωστόσο, η παράσταση εστιάζει κυρίως στο ΜΕΤΑ και στην μεταβατική του υπόσταση. Άλλωστε, η εικαστική εγκατάσταση της παράστασης δεν αποτυπώνει κάποιο συγκεκριμένο τόπο/χρόνο αλλά διαμορφώνει σταδιακά ένα μεταιχμιακό περιβάλλον και, τόσο η χορογραφία, όσο και η μουσική, δημιουργούν ατμοσφαιρικά μια αδιάκοπη, μη γραμμική τελετουργία μετάβασης σε μια νέα νομαδικότητα. Οι χορευτές/τριες μοιάζουν να αιωρούνται σε ένα κατώφλι «κάπου μεταξύ και ανάμεσα» (between and betwixt) στο πριν και στο τώρα, στη λήθη και στη μνήμη, στην τρωτότητα και στη στιβαρότητα, στο τραύμα και στην υπέρβασή του, υποδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο το δυνητικό πέρασμα από κάτι που υπήρξε σε κάτι που (επ)έρχεται.
Στο έργο δημιουργείται σταδιακά ένα αίσθημα κοινότητας μεταξύ των ατόμων, που, ενώ δεν διακρίνεται από κάποιον στόχο, δρα ως κινητήριος δύναμη για κάτι νέο. Θεωρώ ότι συμβαίνει κάθε ημέρα, τόσο στην ελληνική κοινωνία, όσο και σε άλλους τόπους. Παντού υπάρχουν ετεροτοπικοί πυρήνες με ενεργές ατομικότητες και συλλογικότητες, οι οποίοι αυτο-οργανώνουν την ζωή τους και δοκιμάζουν εναλλακτικούς συσχετισμούς, και όλο αυτό μεγαλώνει μέρα με την ημέρα αργά και σταθερά. Αυτό είναι και ένα απο τα χαρακτηριστικά της ετεροτοπίας, το να μπορεί δηλαδή το υποκείμενο να κατεργάζεται εν σπέρματι ένα επαναστατικό μέλλον και παράλληλα να βιώνει οργανικά ένα μεθοριακό παρόν. Το νέο, ωστόσο, συμβαίνει και παράγεται συνεχώς, «φυτεύεται» σπόρο – σπόρο, απλά είμαστε ακόμα στην φάση της «περιφέρειας». Όταν οι περιφέρειες «ενηλικιωθούν» και γίνουν πιο καθολικές, θα πλησιάσουν το κέντρο, το συνεκτικό και τότε κάτι εμφανώς ρηγματώδες μπορεί να κάνει την εμφάνιση του.