Ιστορίες μιας νύχτας
Νυχτερινές περιπλανήσεις στη σημερινή Βουλγαρία με οδηγό το σκηνοθέτη Στέφαν Κομαντάρεφ που είδε την ταινία του να κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Κανών.
Ένας ιδιοκτήτης-οδηγός ταξί διαπιστώνει ότι θα πρέπει να δωροδοκήσει προκειμένου να λάβει το δάνειο που ζητά. Σε μια έκρηξη οργής, πυροβολεί το διεφθαρμένο τραπεζίτη και έπειτα αυτοκτονεί. Το συμβάν αυτό προκαλεί την κοινή γνώμη σε μια μεγάλη εθνική συζήτηση που παρακολουθούμε μέσα από τις κούρσες πέντε ταξί και τις κουβέντες μεταξύ οδηγών και επιβατών.
Ένα εντυπωσιακό πορτρέτο της σύγχρονης Βουλγαρίας δοσμένη με ανθρωπιά, ψύχραιμο βλέμμα, εποικοδομητική σκέψη αλλά και δύσκολα προς την επίλυση τους ηθικά διλήμματα.
Σε μια κοινωνία που μαστίζεται από την κρίση, την πολιτική διαφθορά και την φυγή (το πιο δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού όπως π.χ. οι γιατροί – σας θυμίζει κάτι αυτό;- φεύγει από τη χώρα), η επιβίωση έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις ιστορίες που παρακολουθούμε.
Η έξυπνη ιδέα της αποδραματοποίησης όλων των συνθηκών με τρόπο απόλυτα ρεαλιστικό και πειστικό παντρεύεται μοναδικά με την ψηφιδωτή αφήγηση μιας ταινίας που αρχικά μοιάζει υπερβολικά δύσκολη αλλά χάρη στο ταλέντο του βούλγαρου σκηνοθέτη μετατρέπεται σε πραγματική φιλμική εμπειρία. Πολλά από τα περιστατικά που διηγείται ο Κομαντάρεφ (τον γνωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια με το δυνατό «O κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία») είναι βασισμένα σε αληθινά γεγονότα – το αρχικό επεισόδιο της διπλής ανθρωποκτονίας- ενώ δεν λείπει ένας υπόγειος σαρκασμός που καταφέρνει να θίξει σε βάθος τα ιδεολογήματα μίσους και ηθικολογίας που γεννιούνται σε κρίσιμες ιστορικές συνθήκες όπως αυτές της τρέχουσας δεκαετίας.
Η ιδέα για την πραγματοποίση της ταινίας γεννήθηκε στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, μια κρύα μέρα του Ιανουαρίου του 2015 όταν ο σκηνοθέτης άκουσε την προσωπική ιστορία του οδηγού που του ανέλυε τους λόγους που γίνεται κάποιος οδηγός ταξί: σύμφωνα με μια έρευνα των βουλγαρικών κοινωνικών υπηρεσιών είναι το πρώτο πράγμα που κάνουν οι άνθρωποι που χάνουν τη δουλειά τους.