Aνεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλυ Μπροντέ στο θέατρο Χώρος
Κριτική για το έργο Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλυ Μπροντέ που παρουσιάζεται στο θέατρο Χώρος, σε σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα.
Ένα ασφαλές κριτήριο της αξίας ενός λογοτεχνικού ή/και θεατρικού κειμένου αποτελούν οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις που έχουν γίνει γι’ αυτό. Το εύρος και το βάθος τους αντικατοπτρίζουν τις ποιότητές του έργου που προσπαθούν να ξεκλειδώσουν.
Διατρέχοντας την εισαγωγή του Άρη Μπερλή, που μετέφρασε τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ για την έκδοση της Άγρας, διαπιστώνεις πόσο διαφορετικά μπορεί να διαβαστεί, από κείνους που θεωρούν καταγωγική αναφορά του μυθιστορήματος τις τραγωδίες του Σαίξπηρ και δη τον Μακμπέθ, εκείνους που αντιμετωπίζουν τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ως αντιστροφή του Χαμένου Παραδείσου του Μίλτον, τους άλλους που μιλούν για τη σχέση του με τον ρομαντισμό, κυρίως αναφορικά με το ανεξέλγκτο πάθος που συνδέει τον Χίθκλιφ και την Κάθριν Έρνσο.
Άλλοι στέκονται στα δίπολα, στις αντιθετικές δομές: από τη μία στέκεται ο οίκος των Έρνσο (Wuthering Heights), σ’ ένα απόμακρο, χέρσο, έκθετο στις θύελλες, ύψωμα του Γιορκσάιρ. Από την άλλη, το Θράσκρος Γκρέιντζ (Thrushcross Grange), το φροντισμένο και καλαίσθητο σπίτι των Λίντον στη δασωμένη κοιλάδα. Στο πρώτο η φύση και το ένστικτο έχει τον πρώτο λόγο, οι στοιχειακές δυνάμεις, ανεξέλεγκτες από την λογική και τον πολιτισμό. Στο δεύτερο, τα πρόσωπα έχουν «καλλιεργηθεί», έχουν πάρει σωστή αγωγή και έχουν αποδεχθεί τις αξίες της πολιτισμένης κοινωνίας – μπορεί ο έρωτας της Ισαβέλλας Λίντον για τον Χιθκλιφ να θυμίζει, στην παρορμητικότητά του, λίγο από αρχέγονες ώσεις αλλά τα αισθήματα των Λίντον δεν μπορούν να υπάρξουν πέρα από τους κανόνες που εξασφαλίζουν μία όμορφη, ήσυχη ζωή.
Το μυθιστόρημα, πράγματι, οργανώνεται συνεχώς πάνω σε ζεύγη αντιτιθέμενων στοιχείων, του μέσα και του έξω, της καλής και της κακής Κάθριν, των καλών και των κακών ανδρών, των κυρίων και των υπηρετών, των ανθρώπων που έχουν μάθει γράμματα και διαβάζουν βιβλία και των απελέκητων ξύλων. Ωστόσο σε ηθικό επίπεδο το μεν καλό αφορά το ήπιο, συντηρητικό και άτολμο, το δε κακό, το τολμηρό, το παθιασμένο, το αποφασιστικό -έτσι ακυρώνονται οι συμβατικές αντιλήψεις για το τι είναι τελικά καλό και τι κακό και ο αναγνώστης καλείται να αναζητήσει το επιμύθιο σε συνθέσεις πέραν του καλού και του κακού.
Πώς μπόρεσε να γράψει μία τέτοια πολυεπίπεδη ιστορία μία νεαρή κοπέλα, που έζησε τη σύντομη ζωή της (1818-1848) κατά κύριο λόγο στο πατρικό της, συναναστρεφόμενη τ’ αδέλφια της; Πώς ανοίχτηκε στα ερέβη των ανθρωπίνων παθών αυτή που υπήρξε λιγομίλητη, χωρίς φιλίες και συναναστροφές, που χαίρονταν τους περιπάτους στα χερσοτόπια και που δεν έζησε (απ’ ό,τι φαίνεται) την εμπειρία του έρωτα; Πώς σε μια τόσο (λογοτεχνικά) πρώιμη εποχή, και με μοναδικό προηγούμενο λογοτεχνίας γραμμένης από γυναίκα τις ιστορίες της Τζέιν Ώστεν, η Μπροντέ συνέλαβε την ιδέα του διπλού αφηγητή, και μάλιστα της αφήγησης μέσα στην αφήγηση;
Γιατί ό,τι συνέβη στα Ανεμοδαρμένα Ύψη τα μαθαίνουμε μέσω του κ. Λόκγουντ, ενοικιαστή του Θράσκρος Γκρέιντζ, ο οποίος ζητεί από την Νέλλυ Ντιν, οικονόμο στα σπίτια των Έρνσο και των Λίντον, να του αφηγηθεί την ιστορία του Χιθκλιφ (δηλαδή την ιστορία των Έρνσο και Λίντον). Επιπλέον, με εξαιρετικά έντεχνο τρόπο και ήδη από τα πρώτα κεφάλαια στην αφήγηση του κ. Λόκγουντ παρεμβάλλεται ημερολογιακή καταγραφή της πεθαμένης εδώ και χρόνια Κάθριν Έρνσο, και λίγες σελίδες πιο κάτω ο Λόκγουντ αφηγείται δυο όνειρα που είδε το ένα πίσω από τ’ άλλο. Δηλαδή η Μπροντέ εκμεταλλεύεται ποικίλους αφηγηματικούς τρόπους και δεν αρκείται σε μία συμβατική γραμμική αφήγηση. Κινείται σε δύο χρόνους (έτσι ώστε χρόνια μετά το θάνατο της Κάθριν, να μαθαίνουμε τι συνέβη πριν το θάνατό της, που οδήγησε και εξηγεί την τωρινή κατάσταση των ηρώων).
Οι δύο αφηγηματικές γραμμές τέμνονται κάθε τόσο φωτίζοντας με ένα εκτενές φλας-μπακ το δύσκολο παρόν της δεύτερης γενιάς ηρώων, των απογόνων της Κάθριν και του αδελφού της, Χίντλυ Έρνσο, και βέβαια του Χιθκλιφ. Ώριμος σε ηλικία πια, στοιχειωμένος από την απώλεια της Κάθριν, ο Χίθκλιφ εξακολουθεί να αποτελεί πηγή δυστυχίας για τους ανθρώπους που ζουν κοντά του. Μέχρι τέλους είναι το σκυλί που επιτίθεται και δαγκώνει γιατί από μικρό γνώρισε κακομεταχείριση και κακοποίηση –ο Χίθκλιφ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το τραύμα της αρχικής εγκατάλειψης, που επαναλήφθηκε με την «προδοσία» της Κάθριν. Ο θάνατός του θα κλείσει τον κύκλο ενός πάθους που μπόρεσε να εκδηλωθεί κυρίως μέσα από την εκδίκηση.
Το πείραμα της Έμιλυ Μπροντέ ως προς την πλοκή αφορά μια σειρά χημικών αντιδράσεων. Ως καταλύτη χρησιμοποιεί έναν «ξένο», το μικρό μελαχρινό αγόρι που ο πατέρας Έρνσο, βρίσκει εγκαταλειμμένο στο Λίβερπουλ, και περιμαζεύει. «Από την αρχή έφερε την έχθρα στο σπίτι», γράφει η Μπροντέ. Ο πραγματικός γιος, ο Χίντλυ, δεν συμπάθησε τον επείσακτο και τον βασάνιζε με κάθε ευκαιρία. Το ορφανό έμαθε να επιβιώνει και σύντομα ο Χιθκλιφ έγινε πιο αγαπητός στο πατέρα από τον Χίντλυ, ανατροφοδοτώντας την αντιπαλότητα των δύο αγοριών. Επιπλέον, η κόρη, η Κάθριν Έρνσο, αγαπούσε τον Χιθκλιφ και οι δυο τους έκαναν στενή παρέα.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο πατέρας Έρνσο πέθανε. Ο Χίντλυ αντιμετώπισε τον Χίθκλιφ ως υπηρέτη και απαίτησε από την αδελφή του να μην το συναναστρέφεται. Ο Χίθκλιφ αγρίεψε, το «ταξικό» χάσμα άνοιξε και η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη: ο Χίθκλιφ εξαφανίζεται και η Κάθριν παντρεύεται τον ευγενή Έντγκαρ Λίντον. Όταν επιστρέφει, εύπορος τζέντλεμαν πια, η αγάπη της Κάθριν για τον Χιθκλιφ αναζωπυρώνεται. Ο άνδρας της δεν μπορεί να δεχθεί τη στενή σχέση της μ’ έναν πρώην υπηρέτη, αλλά η αδελφή του, η Ισαβέλλλα, ερωτεύεται τον αγροίκο και διεκδικητικό Χίθκλιφ. Το σκάνε και παντρεύονται. Η Κάθριν πεθαίνει, αφού δώσει ζωή σε μια κόρη, την Κάθριν τη νεότερη.
Η Μπροντέ χρησιμοποιεί ως βασικό αφηγητή μία «μάρτυρα», την επί πολλά χρόνια οικονόμο που μεγαλώνει μαζί με τα κεντρικά πρόσωπα και παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη ζωή τους –πολλές φορές μάλιστα οδηγεί τις εξελίξεις. Ο κ. Λόκγουντ είναι ο δεύτερος «μάρτυρας» που παρακολουθεί τη παροντική γραμμή αφήγησης και μέσω της διήγησης της Νέλλυς, την παρελθοντική.
Η παράσταση στο θέατρο Χώρος
Σ’ αυτά τα δύο πρόσωπα στηρίζει και ο Σίμος Κακάλας τη μεταφορά του μυθιστορήματος στη σκηνή του θεάτρου Χώρος. Δοκιμαζόντας τις δυνάμεις του για πρώτη φορά στη μεγάλη φόρμα και καθώς δεν θέλησε να μειώσει το μυθιστόρημα σε μία σκηνική σύμπτυξη, χώρισε την ιστορία στα δύο: αυτήν την περίοδο παρουσιάζει το πρώτο μέρος, όσα συνέβησαν έως το θάνατο της Κάθριν. Το φθινόπωρο θα δούμε τι συνέβη τα σχεδόν είκοσι χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το θάνατο του Χίθκλιφ.
Η σκηνική ερμηνεία ενός κειμένου που γράφτηκε για να διαβαστεί, αποτελεί έναν ανένδοτο αγώνα με τη Μορφή. Αν ο κινηματογράφος μπορεί να ακολουθήσει και να υπηρετήσει την μυθιστορηματική αφήγηση, στο θέατρο η απόπειρα μοιάζει απονενοημένη.
Ο Κακάλας, που δεν έχει εμπειρία στο ρεαλιστικό θέατρο αλλά έχει εργαστεί επίμονα πάνω στις ερμηνευτικές δυνατότητες της μάσκας, επέλεξε μία αφήγηση που εξαρχής δηλώνει απόσταση από κάθε ψευδαίσθηση αληθοφάνειας. Η σκηνή αποκτά μπούκα (η σκηνογραφία και τα κοστούμια της Ράνιας Εμμανουηλίδου), που δεν κρύβει ότι είναι σκηνικό. Πάνω στη σκηνή ένας πάγκος καλύπτει τις ανάγκες για τα βασικά σκηνικά αντικείμενα, το τραπέζι και το κρεβάτι. Ο πίσω τοίχος της σκηνής μοιάζει σαν ανοιχτό παράθυρο (τα παράθυρα έχουν έντονη συμβολική αξία στο μυθιστόρημα ως διαχωριστικά του μέσα και του έξω, της φύσης και του «πολιτισμού», της ελευθερίας και της καταπίεσης, των ζώντων και των νεκρών), που «βλέπει» στην μικρογραφία ενός σπιτιού – σαν να βλέπουμε το σπίτι των Έρνσο από το σπίτι των Λίντον. Η δράση δεν περιορίζεται, βέβαια, στην σκηνή αλλά χρησιμοποιείται και το διάστημα μεταξύ σκηνής και πλατείας.
Η σκηνογραφική ιδέα είναι καλή αλλά η εκτέλεσή της μετέφερε την εντύπωση μίας πρόχειρης κατασκευής, που δεν ταιριάζει στη βαριά «γοτθική» ατμόσφαιρα της ιστορίας. Η «θεατρικότητα», το τεχνητό και ψεύτικο του θεατρικού σκηνικού, δεν λειτουργεί καλά σε μια ιστορία όπου η άγρια φύση παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο.
Γι’ αυτό και ούτε οι μάσκες λειτουργούν καλά. Οι ηθοποιοί, φορώντας τις, μπορούν να υποδυθούν περισσότερα του ενός πρόσωπα. Αλλά δεν γίνεται σαφές για ποιο λόγο άλλοτε τις φορούν κι άλλοτε τις βγάζουν. Επιπλέον η μάσκα (με την παγωμένη της έκφραση) μπορεί να αποδίδει σε πρόσωπα όπως ο υπηρέτης Ιωσήφ και οι δύο αφηγητές, που παρακολουθούν «απέξω» αυτά που συμβαίνουν, αλλά δεν επιτρέπει να εκφραστούν οι ψυχολογικές μεταπτώσεις, η συνθετότητα και τα αντικρουόμενα αισθήματα των βασικών ηρώων και ειδικά της Κάθριν και του Χίθκλιφ.
Οι άνδρες της διανομής (ο Μιχάλης Βαλάσογλου, ο Κωσταντίνος Μωραΐτης και ο Γιάννης Λεάκος) ήταν καλοί στους ρόλους που ερμήνευσαν. Η Μαντώ Κεραμυδά ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στον ρόλο της αφηγήτριας. Η Δήμητρα Κούζα, αντιθέτως, δεν μπόρεσε να αποδώσει το σύνθετο ψυχισμό της Κάθριν. Δεν θα ήταν υπερβολή, με δεδομένη τη σημασία του ρόλου, να πω ότι η ελλιπής ερμηνεία της (τις αδυναμίες της οποίας έπρεπε να διακρίνει ο σκηνοθέτης) έκρινε το συνολικό αποτέλεσμα. Δείγμα του πώς θα μπορούσε να είναι μία ερμηνευτική της μάσκας (σε σχέση και με τη σωματική έκφραση και κίνηση) αποτέλεσε μόνον η ερμηνεία της Φελίς Τόπη στον ρόλο της Ισαβέλλας Λίντον.
Η δραματουργική επεξεργασία της Έλενας Μαυρίδου πάνω στην απόδοση του Άρη Μπερλή ήταν έντιμη ως προς το πρωτότυπο αλλά η παράσταση δίνει την εντύπωση ότι χρειάζονταν πολλή δουλειά ακόμη για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά. Ότι ιδέες υπήρξαν (εύστοχη, ας πούμε, ήταν η ερμηνεία του Χέαρτον Έρνσο από μία κούκλα που κατασκεύασε ο Στάθης Μαρκόπουλος) αλλά η εκτέλεσή τους είναι κατώτερη των αρχικών προσδοκιών. Σαν το σχέδιο να υπερέβαινε τις δυνατότητες της ομάδας και του χώρου.
Οι θύελλες στα Ανεμοδαρμένα Ύψη δεν μπορούν να αποδοθούν με ανεμιστήρα.