Ορέστης Καλαμπαλίκης: από την παρέα του Παρισιού στη σκηνή του Half Note
Ο Ορέστης Καλαμπαλίκης ανήκει σε μια ομάδα νέων Ελλήνων καλλιτεχνών που δραστηριοποιείται στο Παρίσι και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς έχει αναπτυχθεί μια συλλογικότητα μεταξύ τους. Η λεγόμενη “Παρέα του Παρισιού” αποτελείται από παιδιά που ασχολούνται με τη μουσική, νέους καλλιτέχνες, που στο μέλλον θα τους συναντούμε μάλλον πολύ συχνά μπροστά μας… Μπορεί να τον γνωρίσαμε μουσικά στο πλευρό της τραγουδίστριας Κυβέλης Καστοριάδη, πλέον όμως συστήνεται ξανά στο κοινό με νέους όρους, καθώς κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Blues for a woodpecker” και ανοίγει τον δρόμο για καθαρά ορχηστρικά άμπουμ.
Πρόσφατα το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει τον κιθαρίστα Ορέστη Καλαμπαλίκη ως σολίστα μουσικό, στις συναυλίες που πραγματοποίησε συνοδεύοντας τη νέα ερμηνεύτρια και καλή του φίλη, Κυβέλη Καστοριάδη. Είχε προηγηθεί μάλιστα η επιτυχημένη συνεργασία των δύο καλλιτεχνών στον δίσκο “Songs for a blue cloud”, όπου η Κυβέλη τραγούδησε ελληνικά και ξένα τραγούδια σε δικές του διασκευές.
Στις συναυλίες του με την Κυβέλη, ισομοιραζόταν η εντύπωση που άφηναν, καθώς ο κιθαρίστας εντυπωσίασε τους Έλληνες, σε μια εποχή που ήθελαν να ακούσουν ήσυχα μουσική. Κάλυψε μια ανάγκη για ψυχική ανάταση, ψυχαγωγία και όχι διασκέδαση. Ο κόσμος γοητεύτηκε από το παίξιμό του και κυρίως από την αισθητική του, το αίσθημά του και την μουσική του ταυτότητα. Πολύ γρήγορα, μάλιστα, ανακαλύφθηκε και η πλευρά του ως συνθέτης.
Για την ιστορία, να πούμε ότι ο Ορέστης Καλαμπαλίκης ξεκίνησε στα 7 του μαθήματα κιθάρας και συνέχισε στο Εθνικό Ωδείο, από όπου πήρε το πτυχίο του. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου γνώρισε και είχε δάσκαλο τον Roland Dyens, έναν άνθρωπο που εκτιμούσε ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή άρχισε να γράφει κομμάτια, τα οποία, ωστόσο, δεν του άρεσαν, οπότε είχε αφήσει για αρκετό καιρό τη σύνθεση, ώσπου, είδε ότι αυτά που έγραφε μάλλον κάπως “έστεκαν”. Συγκεκριμένα, όταν πήγε στο Παρίσι για να μάθει την ευρωπαϊκή μουσική, παρατήρησε ότι άρχισε να νοσταλγεί την ελληνική, την οποία θεωρούσε δεδομένη όσο ήταν στην Ελλάδα.
Ο δίσκος “Blues for a woodpecker” εγκαινιάζει μια νέα σειρά πρωτότυπων ορχηστρικών εργασιών Ελλήνων συνθετών στον κατάλογο της Μικρής Άρκτου και κυκλοφορεί σε τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά). Αναδεικνύει την συνθετική ταυτότητα του Ορέστη Καλαμπαλίκη, μιας και περιλαμβάνει συνθέσεις του, αλλά και μεταγραφές και διασκευές για κιθάρα από τον ίδιο. Είναι ένα παράθυρο με θέα τις μουσικές αναφορές, αλλά και τον μουσικό κόσμο του. Προσεγγίζει κομμάτια τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, καθώς περιλαμβάνει διασκευές ή μεταγραφές, όπως π.χ. τη Γυφτοπούλα του Γιώργου Μπάτη, αλλά και κλασσικά έργα του Σούμαν. Το εξώφυλλο του δίσκου είναι του Νίκου Σεπετζόγλου, με τον οποίο βρήκαν και τον τίτλο “Blues for a woodpecker“, ο οποίος δανείζεται το όνομά του από το τέταρτο και πέμπτο κομμάτι του δίσκου.
Τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου έχουν γραφτεί αρκετά παλιότερα, χωρίς να έχουν όμως κυκλοφορήσει, κάτι το οποίο ίσως οφείλεται στην τελειομανία και τον περφεξιονισμό που διέπουν τον Ορέστη ως καλλιτέχνη. Το πρώτο κομμάτι είναι η γνωστή “Γυφτοπούλα”, η διασκευή του οποίου προέκυψε σε μια στιγμή νοσταλγίας για την ελληνική μουσική όσο ο ίδιος βρισκόταν στο Παρίσι.
Χαρακτηριστικό του παιξίματος του Ορέστη είναι ότι αλλάζει κούρδισμα κιθάρας σε κάθε κομμάτι, κάτι που έμαθε από τον δάσκαλό του, ο οποίος του έλεγε ότι το το κανονικό, standard κούρδισμα της κιθάρας είναι αυτό που ακούγεται λιγότερο καλά και που απλώς συνηθίζεται γιατί είναι πιο βολικό για τα χέρια. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ορέστης “το κακό με την κιθάρα είναι ότι σε περιορίζει κάπως σαν όργανο, οπότε μπορεί να έχεις πέντε σελίδες ιδέες και τελικά να μπορείς να υλοποιήσεις μόνο τις δύο, γιατί πρέπει να ακούγεται καλά, να μην είναι πολύ βασανισμένα τα κομμάτια”, κάτι το οποίο πετυχαίνει με τη συνεχή αλλαγή κουρδίσματος.
Αρκετά όμορφο είναι το δεύτερο κομμάτι του δίσκου, το “Πρελούδιο”, το οποίο αποτελεί την πιο παλιά σύνθεση σε όλο το άλμπουμ, καθώς είναι μια ιδέα του 2006 η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί. Σημαντικό κομμάτι των ερεθισμάτων του Ορέστη Καλαμπαλίκη αποτελεί η μουσική του πιανίστα και συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν, δύο κομμάτια του οποίου έχει μεταγράψει. Το ένα από τα δύο περιγράφει ένα πουλί-προφήτη (Vogel als Prophet).
Ο δίσκος παίρνει το όνομά του από τα δύο μέρη ενός κομματιού, τα οποία γράφτηκαν γύρω στο 2011, στην αρχή της κρίσης. Η σκέψη του συνθέτη ήταν “πως ο τρυποκάρυδος μπορεί να είναι ένα χαριτωμένο πουλάκι που χτυπάει το δέντρο ή το καρύδι, κι απ’ την άλλη είναι και κάποιος που χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και περιμένει να συμβεί κάτι διαφορετικό από το να σπάσει το κεφάλι του”. Το πρώτο μέρος του κομματιού είναι γρήγορο και αγχωτικό (allegro), ενώ το δεύτερο είναι η εντύπωση που αφήνει το βουνό και η φύση.
Ιδιαίτερο και αγαπημένο κομμάτι του δίσκου για τον ίδιο τον Ορέστη Καλαμπαλίκη είναι το “Kabalka” (10 λεπτο, το μεγαλύτερο κομμάτι του άμπουμ), το οποίο πατάει πάνω σε μουσικό δρόμο χιτζάζ και προσπαθεί να μιμηθεί τον ήχο που βγάζει το κανονάκι. Το έχει αφιερώσει στον παππού του, τον οποίο αγαπούσε πάρα πολύ και ο οποίος καταγόταν από την Ίμβρο.
Στα πιο ήρεμα και μελωδικά κομμάτια του δίσκου ανήκουν το βαλσάκι “Sur le fil du vent” και το “Berceuse du matin”. Το δεύτερο είναι ένα νανούρισμα που έγραψε εν μία νυκτί ως δώρο σε φίλη του την οποία επισκέφθηκε για να της ευχηθεί για τη γέννηση του παιδιού της. Ο Ορέστης Καλαμπαλίκης συγκεκριμένα αναφέρει “είναι περίεργο: αν σου βάλει κάποιος ένα πιστόλι στον κρόταφο και σου πει να γράψεις κάτι, θα γράψεις κάτι, που θα στέκει. Αν δεν έχεις αυτό το πιστόλι, μπορεί να παιδεύεσαι για πάρα πολύ καιρό…”.
Ο ίδιος στο σημείωμά του στο δίσκο γράφει: “Όλα ξεκινούν από το τίποτα. Και ξαφνικά χαράζει μια ιδέα. Μία ανεπαίσθητη ρωγμή, λυτρωτική χαραμάδα, όπου βρίσκει διέξοδο η ανάγκη. Η χειμαρρώδης ανάγκη της έκφρασης, της επικοινωνίας. Ο δίσκος αυτός είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που άλλοτε υπήρξε επίπονη και σκοτεινή, άλλοτε εύθυμη και παιχνιδιάρικη. Μέσω της περιέργειας, της δοκιμής, της αποτυχίας, της επιμονής, προσπάθησα να αποτυπώσω –στο μέτρο που οι δυνάμεις μου το επιτρέπουν– το πώς αντιλαμβάνομαι τα πράγματα εγώ, σήμερα: πώς φοβάμαι, πώς θυμώνω, τι πιστεύω, πώς αγαπώ. Αισθάνομαι μεγάλη τιμή και χαρά που μπορώ να το μοιραστώ μαζί σας.”
Ο δίσκος του Ορέστη Καλαμπαλίκη, αν και καθαρά ορχηστρικός, κάτι που είναι δύσκολο να απευθυνθεί σε μεγάλο μέρος του κοινού, αποτελεί, ωστόσο, μια μουσική ανάσα σε όποιον αποφασίσει να τον ακούσει. Το ιδιαίτερο και με έμφαση στην λεπτομέρεια παίξιμό του μοιάζει με μια “γέφυρα” ανάμεσα στη γαλλική και την ελληνική μουσική, ενώ θα μπορούσε άνετα να επενδύει μουσικά κάποια γαλλική ταινία εποχής.