Λογοτεχνική Άνοιξη από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο
Πόση σκοτεινιά χωράει σε μια παιδική φατσούλα; Πόση μαυρίλα κρύβεται πίσω από ένα κουτσοδόντικο χαμόγελο; Όλοι εμείς οι μεγάλοι αναδεικνύουμε εαυτούς μάγους του καμουφλάζ και κρύβουμε κάτω από το χαλί συμπεριφορές και συμβάντα για τα οποία δεν είμαστε καθόλου περήφανοι… Από τον Γιάννη Χατζημανώλη
Φοβού τους Ίβηρες
Με αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό, ο Andrés Barba εξυφαίνει ένα σκοτεινό μονοπάτι με πολλά παρακλάδια βυθίζοντάς μας ολοένα και περισσότερο στην περιπλοκότητα της παιδικής ψυχής. Η μικρή Μαρίνα χάνοντας και τους δύο γονείς της σε τροχαίο βρίσκεται ξαφνικά σε μία καινούρια ζωή, στο άγνωστο περιβάλλον ενός ορφανοτροφείου. Εκεί, η φαινομενική παιδική αθωότητα δίνει τη θέση της σε μια ενήλικη πραγματικότητα: φθόνος, αλαζονεία, λανθάνων ερωτισμός, έστω και άγουρος, και ένα αρρωστημένο παιχνίδι που στήνεται, τελικά, και από τις δύο πλευρές.
Ο Ισπανός συγγραφέας ανατέμνει σαν ρομπότ την ερεβώδη ψυχοσύνθεση που τυλίγει το σύνολο σχεδόν (;) των παιδιών – τροφίμων. Αναδεικνύει τον ρόλο του θύτη – θύματος που εναλλάσσεται μεταξύ των δύο πλευρών, της Μαρίνας και των υπόλοιπων κοριτσιών, οι οποίες, παραδόξως, απευθύνονται στον αναγνώστη σε πρώτο πληθυντικό, θέλοντας να αντιμετωπίζονται σαν ενιαία οντότητα. Φτάνοντας στην κορύφωση του έργου, ερχόμαστε να αναρωτηθούμε αν τελικά η παιδική ψυχή είναι τόσο ανέφελη και αθώα όσο νομίζουμε.
«Χέρια Μικρά», του Andrés Barba
Πονάει Πάντα η Πρώτη Φορά…
…Μα καμιά φορά, πονά για πάντα η πρώτη φορά! Δανεικοί οι στίχοι που τραγούδησαν πρώτη φορά οι «Τρύπες» το μακρινό 1987. Κι όμως τόσο, μα τόσο αληθινοί! Για όλους εμάς που ποτέ δεν λησμονήσαμε την πρώτη φορά του οτιδήποτε, πόσο μάλλον του πρώτου ερωτικού ξυπνήματος, τότε που η ζωή μπορούσε να αλλάξει από εκθαμβωτικά λαμπερή σε εβένινα σκοτεινή από τη μία στιγμή στην άλλη. Ε ναι λοιπόν, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τον πρώτο του έρωτα, είτε αυτός αποδείχτηκε μια πλάνη, είτε ξεφούσκωσε και ελαχιστοποιήθηκε σε ένα μίζερο απωθημένο, είτε κατέληξε σε έναν συμβατικό και βαρετό γάμο.
Τι είναι αυτό που κάνει τον Πολ να συνάψει σχέση με μια γυναίκα που έχει τα υπερδιπλάσια χρόνια του; Είναι ένα μετεφηβικό καπρίτσιο, ένα είδος καμουφλαρισμένης επανάστασης απέναντι στη συντηρητική μεσαία τάξη των αγγλικών προαστίων τη δεκαετία του ’60; Είναι μια προσπάθεια επιβεβαίωσης του άγουρου ακόμα ανδρισμού του; Είναι ένα πάθος που δεν μπορεί να χαλιναγωγηθεί; Ούτε τελικά ο ίδιος μπορεί να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση καθώς αναπολεί τη Μοναδική αυτή Ιστορία, δεκαετίες αργότερα. Το μόνο σίγουρο τόσο για εκείνον όσο και για τον αναγνώστη είναι ότι η εν λόγω σχέση είναι καταραμένη εν τη γενέσει της και άρα το χάπι εντ, όπως τουλάχιστον έχουμε συνηθίσει να μας το σερβίρουν ανέκαθεν τα περισσότερα φτηνά μυθιστορήματα, δεν πρόκειται να υπάρξει.
Μέσα από τις σελίδες του τελευταίου του πονήματος, ο Barnes καταφέρνει, πασπαλίζοντας με τις σωστές δόσεις κυνισμού, βρετανικού φλέγματος αλλά και ευαισθησίας, να κάνει μια βαθιά τομή στον ανθρώπινο ψυχισμό και να μεταδώσει την αλήθεια του έρωτα σε όλο της το μεγαλείο. Από την αθωότητα του boy meets girl (ή έστω woman) μέχρι την τελική διαπίστωση του ανέφικτου.
«Η μοναδική ιστορία», του Julian Barnes.
Βίοι Παράλληλοι
Τι είναι τελικά αυτό που κάποιοι αποκαλούν «μοίρα», άλλοι, πιο παραδοσιακοί, «ριζικό» κι άλλοι, πιο εξωτικοί ετούτοι, «κισμέτ»; Υπάρχει το προδιαγεγραμμένο στην ζωή του καθενός από εμάς; Είναι οι αποφάσεις μας ήδη ειλημμένες πριν καν σκεφτούμε να τις πάρουμε; O Πολ Όστερ δεν μπαίνει στην λογική να πάρει θέση: απλώς επιτρέπει στον ήρωά του, Άρτσιμπαλντ Ισαάκ Φέργκιουσον, να απολαύσει 4 διαφορετικές ζωές. Και μέσα σε αυτό το απροσδόκητο οδοιπορικό που μας καλεί να τον συντροφέψουμε, έχουμε την ευκαιρία να ταυτιστούμε με τα διαφορετικά πρόσωπα του ίδιου ήρωα, να ζήσουμε σε ταραγμένες εποχές, να φιλοσοφήσουμε χωρίς να βαρυγκομήσουμε, να θυμώσουμε, να κλάψουμε και, εντέλει, να συμφωνήσουμε απολύτως με τον Καβάφη για τη σημασία του ταξιδιού και όχι του προορισμού.
O Όστερ δεν περιορίζεται σε μια απλή ιστορία ενηλικίωσης, ούτε την αναβαθμίζει χρησιμοποιώντας το έξυπνο τρικ των εναλλακτικών ζωών. Τη βουτάει σε μια εξαιρετική πλοκή, τη διανθίζει και αναμειγνύει πρόσωπα και καταστάσεις σε τέτοιο βαθμό που τα παράλληλα σύμπαντα των τεσσάρων Άρτσιμπαλντ εντέλει εφάπτονται. Καθένας από αυτούς είναι και ένα ατελές alter ego του ίδιου του συγγραφέα που μόνο αν ενωθούν θα αποκαλύψουν την ολοκληρωμένη εικόνα του. Πρόκειται για ένα ιδιοφυές κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη προκειμένου να φανερώσει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του έργου.
Δεν είναι όμως μόνο ο ήρωας, ή τελικά, ο συγγραφέας που ενηλικιώνεται. Ίσως μάλιστα αυτός να είναι μόνο η αφορμή που βρίσκει ο Όστερ για να δείξει την αφύπνιση των Η.Π.Α. που ξεκινάει δειλά δειλά στις αρχές του ’60. Η ευδαιμονία που ακολούθησε το τέλος του Πολέμου σιγά σιγά περιορίζεται, τα ροζ συννεφάκια των ’50s δίνουν τη θέση τους στα σκεπτόμενα ’60’s και στον πεσιμισμό των ’70’s. Η αθωότητα της αμερικανικής κοινωνίας ματώνεται πάνω στα κοστούμια του JFK, του Martin Luther King, και του Malcolm X. Δοκιμάζει παραισθησιογόνες ουσίες με τα παιδιά των λουλουδιών. Χτυπιέται με τους αστυνομικούς έξω από πανεπιστημιακές σχολές μαχόμενη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και διαλύεται μια και καλή στις πυκνές ζούγκλες του Βιετνάμ.
Με τους ρυθμούς που άλλαζε η αμερικανική κοινωνία ήταν εξαιρετικά δύσκολο να την παρακολουθήσεις έχοντας μία ζωή στη διάθεση σου. Η επιλογή του ‘Οστερ για το alter ego του ήταν σχεδόν αναγκαία: ο bigger than life χαρακτήρας του Φέργκιουσον χρειαζόταν (τουλάχιστον;) τέσσερις…
«4 3 2 1» του Paul Auster.