Η πολύτιμη κληρονομιά του Τομ Γουλφ (1930-2018)
Ο Τομ Γουλφ, που πέθανε την Δευτέρα σε ηλικία 88 ετών, δεν ήταν απλώς ένας μεγάλος Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Ηταν ο πρώτος που τόλμησε να συνδυάσει την λογοτεχνική γραφή με την δημοσιογραφική παρουσίαση πραγματικών γεγονότων, δημιουργώντας έτσι την περίφημη “Νέα Δημοσιογραφία” – ένα από τα πολυτιμότερα αμερικανικά δώρα στον παγκόσμιο Πολιτισμό.
O Γουλφ γεννήθηκε το 1930 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια και το 1962 άρχισε να δουλεύει ως ρεπόρτερ για την New York Herald Tribune. Από τότε εγκαταστάθηκε στο Μανχάταν όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Από το 1965 έως το 1981 ο Γουλφ έγραψε 9 βιβλία, αλλά κανένα δεν ήταν μυθιστόρημα. Ανάμεσά τους ήταν και το “The Right Stuff”, με θέμα τους πρώτους αμερικανούς αστροναύτες και το διαστημικό πρόγραμμα “Ερμής”. Το βιβλίο εντυπωσίασε τους κριτικούς της εποχής, κέρδισε το Εθνικό Βραβείο των ΗΠΑ και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1983, με πρωταγωνιστές τον Σαμ Σέπαρντ, τον Εντ Χάρις και τον Ντένις Κουέιντ.
Παράλληλα με τα βιβλία, ο Γουλφ έγραφε ασταμάτητα για τα περιοδικά New York, Harper’s Bazaar και Esquire, υποστηρίζοντας ότι η Νέα Δημοσιογραφία και το “non-fiction” εκτόπισαν το μυθιστόρημα από το επίκεντρο της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Μετά το “The Right Stuff”, όμως, αποφάσισε να αντιμετωπίσει την μεγάλη πρόκληση. “Για κάθε συγγραφέα ο οποίος επί 10-15 χρόνια πειραματίζεται με το non -fiction, το κρίσιμο ερώτημα είναι ένα: μήπως αυτό που κάνει τελικά είναι να αποφεύγει την μεγάλη πρόκληση – το Μυθιστόρημα;” αναρωτήθηκε εκείνη την εποχή και η απάντηση ήρθε με το “Στον Βωμό της Ματαιοδοξίας”.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Γουλφ δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Rolling Stone και εκδόθηκε το 1987. Η ισοπεδωτικα σατιρική καταγραφή της απληστίας και της ματαιοδοξίας στη Ν. Υόρκη της δεκαετίας του ’80 εκτοξεύτηκε στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων αλλά δίχασε τους κριτικούς. Το ένα στρατόπεδο τον εξομοίωσε με τον Ντίκενς και τον Μπαλζάκ και το άλλο απέρριψε το βιβλίο ως “έξυπνη δημοσιογραφία” – μια κατηγορία που τον κυνηγούσε σε όλη του την ζωή αλλά ποτέ δεν τον πτόησε.
Ο Γουλφ κυκλοφορούσε στο Μανχάταν πάντα ντυμένος με το κλασσικό άσπρο κοστούμι του, το ριγέ πουκάμισό του και τα άσπρα παπούτσια του, ψηλός, αδύνατος και αμέσως αναγνωρίσιμος. Εμενε σε ένα διαμέρισμα 12 δωματίων στο Upper East Side με την γυναίκα την οποία παντρεύτηκε σε ηλικία 48 ετών. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Αλεξάνδρα, η οποία ακολούθησε τα δημοσιογραφικά βήματα του πατέρα της και είναι ρεπόρτερ στην Wall Street Journal και τον Τόμι, οποίος είναι γλύπτης και σχεδιαστής επίπλων.
Κάθε πρωί, ο Γουλφ φορούσε τα αγαπημένα ρούχα του – μία μεταξωτή ζακέτα, ένα λευκό γιλέκο, πουκάμισο, γραβάτα και οπωσδήποτε λευκά παπούτσια – και έγραφε στην γραφομηχανή του. Ο καθημερινος στόχος του ήταν δέκα σελίδες, για τις οποίες άλλοτε χρειαζόταν 3 ώρες κι άλλοτε 12.
Γυμναζόταν συστηματικά και το 1996 υπέστη καρδιακή προσβολή στο γυμναστήριό του. Το αποτέλεσμα ήταν μία περίοδος σοβαρής κατάθλιψης, την οποία περιέγραψε στο επόμενο μυθιστόρημά του, το “Αντρας με τα Ολα του” (A Man in Full), που κυκλοφόρησε το 1998. Το βιβλίο έγινε αμέσως best-seller αλλά προκάλεσε δηλητηριώδη σχόλια από συναδελφους του, με πρώτο και καλύτερο τον Νόρμαν Μέιλερ, έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς του.
Τα δύο τελευταία μυθιστορήματά του, “I Am Charlotte Simmons” (2004) και “Back in Blood” (2012), ήταν η τελική επιβεβαίωση της μοναδικότητας του Γουλφ.
Οπως είχε γράψει κάποτε ο Γουίλιαμ Μπάκλει Τζούνιορ, “είναι ο πιό προικισμένος Αμερικανός συγγραφέας, με την έννοια ότι αυτά που μπορεί να κάνει με τις λέξεις δεν μπορεί να τα κάνει κανένας άλλος…”
Δυστυχώς, όπως συνήθως συμβαίνει στην χώρα μας, από τα δύο βιβλία του Γουλφ που έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά, το μόνο διαθέσιμο είναι το “Ενας Αντρας με τα Ολα του”. Ο “Βωμός της Ματαιοδοξίας” είναι εκτός κυκλοφορίας.