Ο ίδιος ο εικαστικός και συγγραφέας Γιάννης Τζομάκας γράφει στο κείμενό του «Σε πραγματικό χρόνο»:
Πράξις πρώτη, σε χρόνο πραγματικό:
Μέλλον: έννοια ιδεατή. Παρελθόν: έννοια χειροπιαστή. Παρόν: έννοια δυναμική. Κι η σύνδεσή τους αρμονική: το μόνο που χρειάζεται είναι να φέρουμε στο παρόν το παρελθόν με το μέλλον, μαζί • κι αποδομώντας το πρώτο, να δημιουργήσουμε το άλλο εν αρμονία. Κι ο χρόνος δεν έχει σημασία, μα μόνο η ζωή.
Πράξις δεύτερη, σε χρόνο πραγματικό:
Κι ήρθαν τα ανδρείκελα να μας μιλήσουν για τις χώρες στα αριστερά, κι αμέσως ξεσηκώθηκαν τα δικά μας απ’ τα δεξιά. Κι ήταν ανθρώποι σαν εσάς, κι άλλοι πολλοί που δεν μπορούσαν να ανασάνουν. Κι ήμασταν εμείς, κείνοι που τους αφήναμε να πεθάνουν • κι ήταν ο θεός, καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, σε καθρέφτη να μας γνέφει. Κι ύστερα γυρέψαμε, κείνους που για ελπίδα μας μιλήσαν. Κι εγκλωβιστήκαμε όλοι • σ’ ένα δωμάτιο πνιγμένο στο σκοτάδι, να μετράμε τις σκιές και τις κραυγές μας. Κι εκεί, τα ξεχάσαμε όλα: ποιοι ήμασταν εμείς, ποιοι ήταν οι άλλοι. Κι όταν κολλάγαμε τ’ αυτί στον τοίχο, τους ακούγαμε να τρέχουν και να ζουν • κι αυτό μας ενοχλούσε. Κι ο θεός με το θήτα το μικρό μας έκανε την χάρη, μια ευχή και μόνο: στο σκότος ή στο φως να διαβούμε. Κι όλοι μαζί, του κλείσαμε το μάτι, με μιαν ευχή υπόχρεος να είναι: Να πεθάνουν όλοι. Κι ύστερα, έμεινε το τίποτα και το πάντα. Κι εμείς εκεί, να μετράμε τις σκιές και τις κραυγές, σε χρόνο πραγματικό.
Πράξις τρίτη, σε χρόνο πραγματικό:
Το κοινό σημείο μεταξύ θανάτου και ζωής, είναι το παρελθόν. Κι όσο τα ξεψαχνίζεις, το μόνο που θα βρεις είναι αναμνήσεις, που κατά μια έννοια τεκμηριώνουν τα βιώματά μας. Και τότε, το ερώτημα που τίθενται είναι οι ίδιες οι αναμνήσεις. Αφορούν άραγε γεγονότα που συνέβησαν, ή παρερμηνευμένες καταστάσεις που βολεύουν την συνείδηση και κατ’ επέκτασιν την λογική; Καθώς η λογική υποτάσσει την σκέψη προς τις δυο αυτές εκδοχές • ωστόσο, μαθημένοι από το σήμερα, από το παρόν, τείνουμε στο να καταγράφουμε τις αναμνήσεις ως γεγονότα – κομμένα και ραμμένα στα δικά μας θέλω, στις δικές μας αλήθειες. Ενώ θα έπρεπε, να αμφισβητούμε συνεχώς το τι είναι ψευδές και τι όχι. Καθώς το ψεύδος, δεν είναι τίποτε άλλο, πέραν μιας συγκεκαλυμμένης αλήθειας που θέλουμε να πιστέψουμε •από οποιονδήποτε, κι οποιαδήποτε συνθήκη. Οπότε, κατά μια έννοια, δεν υφίσταται υπαρκτό ψεύδος, παρά μόνο μια αλήθεια που θέλουμε να εθελοτυφλούμε. Κι εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία της ζωής και του θανάτου, στο τι ήταν εντέλει αληθές, και τι όχι.
Πράξις τέταρτη, σε χρόνο πραγματικό:
Εν αρχή, ην το χάος της γέννησης, κι ύστερα η τάξη. Κάπου ‘κεί, λίγο μετά την τάξη επέρχεται η αποδόμηση του υλικού μας κόσμου, ώστε να προαχθεί η εγκαθίδρυση ενός νέου χάους, μιας κι οι κόσμοι απαιτούν δομικά υλικά για να χτιστούν. Μπορεί να μοιάζει κάπως απόκοσμη ως διαδικασία, μα αν μην τι άλλο, είναι κι η μοναδική που αν κι αθόρυβη προκαλεί τόση ταραχή στο διάβα της. Όσο για εμάς, ποιοι είμαστε εμείς που τολμούμε να σηκώσουμε ανάστημα σε τούτο τον αέναο κύκλο.
Πράξις πέμπτη, σε χρόνο πραγματικό:
Kι αν ποτέ πουν ότι σας αγαπούν και θέλουν το καλό σας, μην τους πιστέψετε• βλακείες λένε για να αναπληρώσουν την απουσία τους. Κι αν όντως τους αγαπάτε, μην τους συγχωρήσετε • καθώς υπήρχαν άλλοι που ήταν εκεί, και πραγματικά σας αγαπούν. Κι αν νομίζετε, πως η αγάπη είναι κάτι το ρομαντικό κι ιδανικό• αμφισβητείστε το. Το ν’ αγαπάς, είναι σαν μια μορφή θυσίας -κείνος που αγαπά, θυσιάζεται για τον άλλον, δίχως σκέψη και λογική. Κι η αγάπη για να ευδοκιμήσει, χρειάζεται τουλάχιστον δυο• κι αν είσαι ένας, τότε δεν γνωρίζεις να αγαπάς.
Πράξις έκτη, σε χρόνο πραγματικό:
Κι είναι οι φιγούρες και τα πρόσωπά μας σκιερά, με τα μάτια να πενθούν • έχοντας παραδώσει την ζωή μας στα χέρια άλλων. Κι είναι η στιγμή, που θα πρέπει να αποφανθούμε, στο αν βρισκόμαστε δικαίως πάνω απ’ την γη, ή αν προσδοκούμε την γρήγορη κι απότομη διαφυγή. Κι είναι οι Τέχνες, που έρχονται να συμπλεύσουν στο ταξίδι μας αυτό. Θραύσματα συναισθημάτων, αναμνήσεων και βιωμάτων, να αμφισβητούν την πραγματικότητα, τα όρια, το τι είναι αληθινό και τι όχι. Κι είναι η εισαγωγή μας, σε μια άλλη διάσταση, που όλα είναι δυνατά κι όλα έχουν κάτι να μας αποφέρουν. Κι είναι η στιγμή, που βιώνουμε τα πάντα, σε χρόνο πραγματικό.
Λίγα λόγια για τον Γιάννη Τζομάκα:
Ο Γιάννης Τζομάκας γεννήθηκε στην Πάτρα, μεγάλωσε στην Ναύπακτο και μένει στην Αθήνα. Φοίτησε στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών και Αεροναυπηγών, του πολυτεχνείου Πατρών. Στην συνέχεια κι εν μέσω κοινωνικών ζυμώσεων βρήκε καταφύγιο στην συγγραφή μυθιστορημάτων, απ’ όπου προέκυψε η περαιτέρω ενασχόλησή του με την ζωγραφική. «Μια ζωή δίχως όνειρα κι ελπίδες, δεν είναι πάρα μόνο μια λέξη τριών γραμμάτων» τονίζει ο ίδιος για τον τελευταίο του χαρακτήρα στο χαρτί, κι έκτοτε έχει συμμετάσχει σε αρκετές εκθέσεις ζωγραφικής εντός κι εκτός συνόρων, ενώ παράλληλα έχουν εκδοθεί και δυο μυθιστορήματά του.
Εγκαίνια: Τρίτη, 22 Μαΐου, ώρα 20:00 – 23:00