Για το έργο του, ο ζωγράφος εξομολογείται: «Ίσως ζωγραφίζω…μορφές του ανθρώπου που περιμένει το αναπόφευκτο, όντος τραγικού που υπομένει την αναμονή. Η υλική υπόστασή του δείχνει να φθίνει, καθώς η σάρκα, ανήμπορη να ορίσει την ύπαρξη, δίνει τη θέση της στην ψυχή-χρωστήρα που αναδημιουργεί το σώμα. Τί ίχνος θα μπορούσε άραγε να αφήσει η ψυχή στο ανθρώπινο πρόσωπο; Θα μπορούσε να πάρει τη μορφή κόκκινου εξανθήματος; Θα μπορούσε να επιβάλλει στο χρώμα να λάμψει στη σάρκα την προσδοκία της Ανάστασης;»
Στο κείμενό του «Ο υβριδισμός του Βασίλη Κοντογεώργου» ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, σημειώνει:
Από τις παρατηρήσεις στην ανατομία και τη ψυχολογία του Βρετανού ζωγράφου Lucian Freud (1922-2011) και μετά, οι σύγχρονοι ζωγράφοι επιδίδονται με συστηματικότητα στην ερμηνεία της πραγματικότητας παρά στην αντιγραφή της. Πρώτοι οι ιμπρεσιονιστές είχαν μετατοπίσει το ενδιαφέρον της ζωγραφικής τους από την πραγματικότητα στα φαινόμενα υπογραμμίζοντας την αξία της προσωπικής αντίληψης και της ατομικότητας. Ακολούθησαν οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές βαπτισμένοι στα νάματα του νιτσεϊκού υπαρξισμού και της φροϋδικής ψυχανάλυσης οι οποίοι γέμισαν τα τελάρα τους με παραμορφωτικά συναισθήματα τραγικότητας ενός βιομηχανικού κόσμου σκληρών συνθηκών και αδυσώπητου ανταγωνισμού. Από τότε, ο καθαρά αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των έργων, η υποκειμενικότητα, ο ωμός ρεαλισμός που μετατρέπεται σε χιμαιρική παραμόρφωση ή αφηρημένο μορφότυπο, οι μεγεθυμένες λεπτομέρειες του αποσπασματικού που υποκαθιστούν το γενικό, οι έντονες πινελιές του ζωγράφου που δουλεύει με βίαιες χειρονομίες πάνω στο μουσαμά χαρακτήρισαν την εξέλιξη της ζωγραφικής ως διαδικασία και ανανέωσαν ή εμπλούτισαν τις γνωστές θεματογραφίες.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο αντιλαμβάνεται κάποιος τις εικόνες του Βασίλη Κοντογεώργου. Μαθητής στη σκέψη και τις τεχνικές δύο κορυφαίων δασκάλων της Α.Σ.Κ.Τ., του Νίκου Κεσσανλή και του Δημήτρη Σακελλίων, εστίασε στις πιο παράξενες και σπάνιες εκφραστικές λεπτομέρειες των μοντέλων του, όπως ένας φυσιοδίφης ερευνά τις λεπτομέρειες της φύσης, όχι για να ξεφύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας προς τον κόσμο της φαντασίας, όσο για να εντοπίσει τις εναλλακτικές εκδοχές εκφραστικότητας της νεότητας και των γηρατειών, της φρεσκάδας και του παρηκμασμένου, της περιέργειας και της παράνοιας. Ο Κοντογεώργος κάνει μια οριακή ζωγραφική ανάμεσα στο πραγματικό και το εκτρωματικό, τη νεανική απορία που μετατρέπεται σε προκλητικότητα και την θυμοσοφία που μπορεί να εκδηλωθεί και ως γεροντική απελπισία. Είναι προφανές ότι στους πίνακές του δεν υπάρχει ωραιοποίηση.
Σε συνθήκες Πληροφορικής Αγοράς και αυτοματοποίησης που περιγράφει ο Μιχάλης Δερτούζος στο Τί Μέλλει Γενέσθαι (1998), η υπερβολή έγινε χαρακτηριστικό της εποχής και η ζωή μας κολάζ ψηφιακών πληροφοριών. Για κάποιους καλλιτέχνες η αλληλεπιδρα-στικότητα μέσω του παγκόσμιου ιστού κατέστη δομικό υλικό της τέχνης τους. Για άλλους, η ζωγραφική χειρονομία παραμένει μια ασφαλής μέθοδος κριτικής προσέγγισης του κόσμου για να διατυπώσουν την αγχώδη ανησυχία τους στην υπερβολή της μαζικής επικοινωνίας. Για τον Κοντογεώργο η διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπερβολή δεν έχει νόημα. Αφαίρεση και εξπρεσιονισμός συνθέτουν υβριδικές εικόνες φευγαλέων εκφράσεων που εμφανίζονται με σαφήνεια για να χαθούν στην αχλή της απροσδιοριστίας. Στα έργα του ό,τι γίνεται ασαφές, κερδίζει σε ένταση καθιστώντας κάθε σύνθεση μια ξεχωριστή διεισδυτική ερμηνεία στις φυσικές εκφράσεις που στην επανάληψή τους μπορούν να καταστούν αποκλίνουσες συμπεριφορές.